Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η σημασία του αγώνα του 1821 στην Ελλάδα του 2014


Σβήνουν δύο νύχτες και δύο αυγές προβάλλουν…
Δύο λευτεριές ματόβρεχτες, παιδία μεγάλου κόπου
 η λευτεριά του Έλληνα κι η λευτεριά του ανθρώπου
Κωστής Παλαμάς

25η Μαρτίου. Μία νύχτα μακραίωνη τελειώνει και μία νέα αυγή χαράζει. Ο άνθρωπος που ζει μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας, σήμερα βλέπει να εκπληρώνεται το προαιώνιο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Κατεβαίνει ο Θεός στη γη για να ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό. Έρχεται ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παρθένο Μαρία για να της μεταφέρει την χαρμόσυνη είδηση ότι στα σπλάχνα της θα συλλάβει τον ίδιο τον Υιό και Λόγου του Θεού και με την ταπείνωση με την οποία δέχεται το θέλημα του Κυρίου σφραγίζεται την σωτηρία και τη λύτρωση του ανθρώπου.

25η Μαρτίου. Μία μεγάλη νύχτα τετρακοσίων χρόνων σκλαβιάς, μία περίοδος όπου οι Έλληνες σαν ραγιάδες ήταν με σκυμμένο το κεφάλι, , με κρυφά Σχολεία, με αρπαγές, κρεμάλες, με βίαιους εξισλαμισμούς, παίρνει τέλος. Παίρνουν την μεγάλη απόφαση:  Ελευθερία ή Θάνατος. Το ποθούμενο για το οποίο μίλησε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτώλος γίνεται πραγματικότητα. Τα λόγια του Ρήγα Φεραίου παίρνουν σάρκα και οστά.

«Ως πότε παλληκάρια να ζούμε στα στενά,
 μονάχοι σα λιοντάρια στις ράχες στα βουνά;…».

           Οι Έλληνες και υψώνουν όχι απλά τα όπλα, αλλά τις καρδιές τους. Με ορμή και πάθος ρίχνονται στον αγώνα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ολόκληρος λαός, μα ακόμα και οι ψυχές των προγόνων που χαίρονται και αγάλλονται για τούτη τη στιγμή είναι σαν να μάχονται από κοινού. Και μαζί τους όχι οι ισχυροί της γης, αλλά άνθρωποι απλοί, φιλέλληνες οι οποίοι από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης συρρέουν στην Ελλάδα για να αγωνιστούν, συγκινούνται από το μεγαλείο του αγώνα και δεν διστάζουν να δώσουν και την ζωή του για αυτόν. Ένα θαύμα πραγματικά συντελέστηκε. Ένα θαύμα του Θεού μίας και ο αγώνας ξεκίνησε από μία χούφτα ανθρώπων, χωρίς όπλα, χωρίς προετοιμασία κατάλληλη, με τις υπερδυνάμεις της εποχής εναντίον τους

          Ο αγώνας του 1821 είναι ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν μας, με τους τριακόσιους του Λεωνίδα, τους Μαραθωνομάχους και Σαλαμινομάχους, με τους Ακρίτες των βυζαντινών χρόνων, με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας. Ο αγώνας του 1821 γίνεται σύμβολο το οποίο εμπνέει και καθοδηγεί και της επόμενες γενιές των Ελλήνων. Έγινε τραγούδι για τους υπόδουλους Έλληνες οι οποίοι ζούσαν έξω από την μητέρα πατρίδα μετά την ίδρυση του μικρού ελληνικού κράτους.

«Βάλτε τσελίκι (=ατσάλι) στην καρδιά και χάλκωμα στα στήθια
και θυμηθείτε τα παλιά όπως το Εικοσιένα»

τραγουδούσαν και ετοιμάζονταν οι Έλληνες του Ολύμπου στα 1880.

          Από τον αγώνα του 1821 εμπνεύστηκαν οι Έλληνες για να ξεκινήσουν το Μακεδονικό Αγώνα,  για να φέρουν στην αγκαλιά της πατρίδας μετά από ενενήντα ένα χρόνια την περιοχή της Μακεδονίας. Με με τα ίδια ιδανικά για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος της Ελευθερία, πολέμησαν στους Βαλκανικούς αγώνες. Και αργότερα αυτή η λάμψη του αγώνα του ’21 είναι που χαλυβδώνει τον αγώνα των νεότερων Ελλήνων κατά των Ιταλών και Γερμανών που χτυπάνε την πατρίδα μας. Είναι αυτό που καλεί ο γέροντας πλέον Εθνικός Ποιητής μας ο Κωστής Παλαμάς τους σύγχρονούς του Έλληνες να πράξουν:

Αυτό τον λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλο κανένα,
μεθύστε με’ τα’ αθάνατο κρασί
του Εικοσιένα

25η Μαρτίου 2014. Εκατόν ενενήντα τρία χρόνια μετά την Έναρξη του αγώνα του ΄21 ποιο είναι το μήνυμα για εμάς τους Έλληνες του 21ου αιώνα; Βρισκόμαστε στην αρχή ενός δρόμου με δύο μονοπάτια. Το ένα είναι να ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι της ευθύνης και του αγώνα που χάραξαν οι αγωνιστές της Εθνικής Παλιγεννεσίας και το άλλο είναι αυτό της άρνησης του αγωνιστικού φρονήματος και ήθους που μας χάρισε όσα έχουμε σήμερα. Ο ένας είναι να κάνουμε πράξη το «νυν υπέρ πάντων αγών» και ο άλλος να εφησυχάσουμε και να ακολουθήσουμε όλους εκείνους που λένε ότι δεν έχουμε την ανάγκη της πατρίδας ως ιδέας. Θα πρέπει να αποφασίσουμε ποίο μονοπάτι θα ακολουθήσουμε όχι αύριο, αλλά τώρα.

Αγώνας χρειάζεται για τα όσια και τα ιερά της φυλής μας τα οποία ξεπουλήσαμε για μία επίπλαστη οικονομική και κοινωνική ευμάρεια, με αποτελέσματα τραγικά τα οποία βιώνουμε σήμερα. Σύνδεση χρειάζεται με τις αξίες και τα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκαν οι προπάτορες και τα οποία μας κληροδότησαν. Χρειάζεται σε τούτη τη δύσκολη συγκυρία να αναβαπτισθούμε στις αξίες και τα ιδανικά της φυλής μας και να τα προβάλλουμε ξανά στους λαούς που στέκονται κριτικά απέναντί μας. Να δείξουμε ότι τούτος ο τόπος ποτέ δεν υπήρξε αναρχικός ή ξενόφοβος. Ότι τούτος ο λαός ήταν και είναι ανοιχτός σε όλους και δεν στέρησε ποτέ και από κανένα ότι ευγενέστερο και ιερότερο είχε.


Αγιοκέρι της Ευαγγελίστριας και θυμίαμα της Αγίας Λαύρας ευωδιάζει τούτη η ημέρα η οποία μας καλεί να είμαστε και εμείς αγωνιστές και ήρωες μπροστά στις αντιξοότητες της εποχής μας. Μας καλεί σε περίσκεψη, περισυλλογή, βαθιά κι από καρδίας για όσα πέρασε, όσα περνά και όσο θα περάσει τούτος ο τόπος ο οποίος όσο και να μην το θέλουμε να το παραδεχτούμε πάντα αγωνίστηκε και θα αγωνίζεται για του Χριστού την πίστη της Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία, από τους κάθε φορά επίδοξους και με διάφορους μανδύες εισβολείς της. Σε μία εποχή λοιπόν που τα πάντα μετριούνται με οικονομικούς δείκτες, που άλλοι λαοί καθορίζουν για το πόσο "πιάνουν οι λαοί", σε τούτοι την συγκυρία θα πρέπει όσο ποτέ άλλοτε να δούμε πως κατάφεραν οι προπάτορες μας να κερδίσουν την ελευθερία τους, σε τι σταθήκαν και από που πήραν δύναμη και θάρρος για να ξεκινήσουν έναν αγώνα, ο οποίος στην αρχή του, θεωρούνταν από πολλούς μία τραγελαφική πράξη. 

Η Γ΄ Κυριακή των Νηστειών στον Ιερό μας Ναό.










Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου αρχή της δικιάς μας ελευθερίας


«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις. Ο Υιός του Θεού υιός της Παρθένου γίνεται και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται. Διό και ημείς συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν  Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου».

(Σήμερα ανακεφαλαιώνεται η σωτηρία μας και φανερώνεται το προαιώνιο μυστήριο. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός της Παρθένου Μαρίας και ο αρχάγγελος Γαβριήλ εξαγγέλλει χαρμόσυνα τη χάρη αυτή. Για το λόγο τούτο κι εμείς μαζί με αυτόν ας φωνάξουμε δυνατά στη Θεοτόκο: Χαίρε Συ που είσαι γεμάτη από τη χάρη του Θεού. Ο Κύριος είναι μαζί Σου).

Μεγάλη και χαρμόσυνη η σημερινή ημέρα. Διπλή εορτή με πνευματική και ιστορική σημασία, με ένα κοινό σημείο αναφοράς αυτό της ελευθερίας. Διότι με τον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου, και την σύλληψη στην πανάγια μήτρα της, του Κυρίου μας, το προαιώνιο μυστήριο της ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, γίνεται πραγματικότητα και μαζί με το αρχαγγελικό μήνυμα προς αυτήν ευαγγελίζεται και το ανθρώπινο γένος την ελευθερία από τα δεσμά του διαβόλου και του θανάτου που θα λάβει με την ενσάρκωση, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου.


Κατ’ αυτή την ημέρα του Ευαγγελισμού εκπληρώνεται το πρωτοευαγγέλιο, η υπόσχεση δηλαδή που έδωσε ο Θεός στους πρωτόπλαστους  αμέσως μετά την αμαρτία τους, ότι ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον διάβολο. Και να που σήμερα βλέπουμε  τη γυναίκα, τη Νέα Εύα, την ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ να συλλαμβάνει στα σπλάχνα της εκ Πνεύματος Αγίου  Εκείνον που συντρίβει τον διάβολο.

Ας προσέξουμε όμως και τούτο. Το απολυτίκιο της εορτής δεν αναφέρεται για ένα γεγονός το οποίο συνέβη στο παρελθόν, αλλά το τοποθετεί στο παρόν, στο σήμερα και αυτό γιατί το γεγονός  του Ευαγγελισμού, ενώ έγινε στο παρελθόν βιώνεται όπως κάθε γεγονός που σχετίζεται με την εκπλήρωση του σχεδίου της Θείας Οικονομία στο παρόν και έτσι  δεν χάνει την επικαιρότητά του. Και αυτό γιατί ο Θεός , διαιωνίζει τα σωτηριώδη γεγονότα του παρελθόντος, προχέοντας τα στο εκάστοτε παρόν. Ο Ευαγγελισμός λοιπόν γίνεται κάθε φορά παρόν, αρά εμείς μπορούμε να είμαστε παρόντες σε αυτόν, να το κάνουμε δικό μας γεγονός, νιώθοντας και εμείς μέσα μας να κατοικεί ο Κύριος, πράγμα όμως το οποίο προϋποθέτει πίστη. 

Πίστη ότι ο Κύριος είναι ο ελευθερωτής των ψυχών μας, ο οποίος τέλειος Θεός έρχεται να προσλάβει την τέλεια ανθρώπινη φύση για να μας χαρίσει ξανά την πνευματική ελευθερία μας, την οποία λόγω της παρακοής είχαμε χάσει και την οποία κερδίζουμε ξανά με την ταπείνωση και την απόλυτη υποταγή της Υπεραγίας Θεοτόκου στο θέλημα του Θεού. 
Ιερ. Μ. Κ

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Η Ακολουθία των Πρώτων Χαιρετισμών στον Ιερό μας Ναό







Για μία ακόμη χρονιά η χάρις του Θεού, μας αξίωσε να διαβούμε το κατώφλι της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μέσα από την οποία προετοιμαζόμαστε να εορτάσουμε το Άγιο Πάσχα. Και μέσα στο πλήθος των ιερών ακολουθιών της περιόδου αυτής οι Χαιρετισμοί προς τον Πανάγιο Πρόσωπο της Παναγίας μας είναι μία  όαση στον συνεχή στον αγώνα μας, αλλά και ένα βάλσαμο παρηγοριάς στα προβλήματα τα οποία βιώνουμε είτε σε συλλογικό επίπεδο ως κοινωνία, είτε σε προσωπικό. 

Είναι γεγονός ότι πολλοί προσπάθησαν να ξεθεμελιώσουν από τις ζωές μας τον Θεό. Πολλοί προσπάθησαν να μας πείσουν ότι με το σταυρό στο χέρι δεν πας μπροστά ή ότι οι αξίες που προβάλλουν μέσα από το ιερό Ευαγγέλιο είναι αναχρονισμός. Έρχονται όμως τούτες οι ακολουθίες των Χαιρετισμών προς την Παναγία μας  για να αποδείξουν ότι η πίστη είναι ζωντανή.

Στο πέρασμα τον αιώνων πολλοί  προσπάθησαν να αφήσουν το στίγμα τους στην ανθρώπινη ιστορία. Και άλλοι είτε ξεχάστηκαν είτε τους θυμόμαστε σαν πρόσωπα που πέρασαν και άφησαν το στίγμα τους καλό ή κακό στην ιστορία. Μόνο όμως ένα πρόσωπο εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια παραμένει ζωντανό και έχει θρονιαστεί στης καρδιές των ανθρώπων, αυτό της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία με την ταπείνωση και το πλήθος των αρετών με της οποίες ήταν στολισμένη έγινε το σκεύος εκλογής, η κλίμακα η επουράνιος μέσω της οποίας ο τέλειος Θεός, έγινε και τέλειος άνθρωπος, ανεβάζοντας και εμάς παράλληλα στον ουρανό, ανοίγοντας τις πύλες του Παραδείσου. 

Η Θεοτόκος είναι η μητέρα του Κυρίου και μάνα όλων των ανθρώπων. Με την παρρησία προς τον Υιό Της δέεται για όλους μας.  Είναι Αυτή που ακούσαμε απόψε που μας δίνει θάρρος να απευθυνόμαστε δια μέσου της στον Χριστό.

Και αυτό οι ορθόδοξοι χριστιανοί το ξέρουν πολλοί καλά, για αυτό πιστοί και λιγότερο πιστοί πάντα στις δυσκολίες της ζωής τους τρέχουν και ζητούν την προστασία κάτω από τη φιλόστοργη σκέπη Της η οποία χωράει όλους του ανθρώπους. 


Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Κατευθυνθήτω η προσευχή μου




«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου. έπαρσις των χειρών μου, θυσία εσπερινή» (Ψαλμ. 140.2)
Η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων αποτελεί, την καρδιά της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…» αποτελεί τον κεντρικότερο ύμνο της Προηγιασμένης. Ψάλλεται, κατά την εκκλησιαστική τάξη, «σεμνά και κατανυκτικά». Τον συνοδεύει η προσφορά θυμιάματος. Και οι πιστοί προσευχόμαστε γονατιστοί.
Μια βαθύτερη προσέγγιση του ύμνου αυτού μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ορισμένα βασικά γνωρίσματα της ορθόδοξης προσευχής· ευρύτερα, της ορθόδοξης εμπειρίας, θα λέγαμε.
Όμως, προτού καταπιαστούμε με την ερμηνεία του, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ύμνος αποτελεί ψαλμικό στίχο, τον οποίο για να εξηγήσουμε επιβάλλεται να τον δούμε στα πλαίσια του Ψαλμού στον οποίο ανήκει.
Πρόκειται για τον 140ό Ψαλμό του Δαβίδ , που τον συνέθεσε, όταν- ίσως- τον κατεδίωκε ο Σαούλ. Ο Ψαλμός χαρακτηρίζεται ως εσπερινός, και η αρχαία Εκκλησία τον ονόμαζε «επιλύχνιον»Ψαλμό δηλαδή που είχε θέση και που ψαλλόταν την ώρα που άναβαν τα λυχνάρια.
Ο ποιητής απευθύνεται στο Θεό. Όπως φαίνεται, βρίσκεται μακριά από το ναό και περνά μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτό και παρακαλεί θερμά ο Θεός να ακούσει τις κραυγές της ικεσίας του, παρακαλεί να ανέβει η προσευχή του, όπως ανεβαίνει ο καπνός του θυμιάματος, και να θεωρήσει την ικετευτική ανύψωση των χειρών του ως εσπερινή θυσία.
«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…»
Η προσευχή, όσο κι αν είναι ενέργεια της ψυχής και κίνηση πνευματική του ανθρώπου, δεν πραγματοποιείται χωρίς το σώμα του. Στο έργο της, στρατεύεται ο όλος άνθρωπος και μαζί με την ψυχή συμμετέχει και συναγωνίζεται και το σώμα. Η γνήσια προσευχή προϋποθέτει την κοινή προσπάθεια τόσο του πνεύματος όσο και του σώματος του ανθρώπου.
Πώς ακριβώς, με ποιούς τρόπους συμμετέχει το σώμα στο έργο της προσευχής; Ο ψαλμικός στίχος «Κατευθυνθήτω» – ύμνος κεντρικός, όπως είπαμε, των Προηγιασμένων- περικλείει ορισμένα ιδιαίτερης σημασίας στοιχεία, τα οποία απέκτησαν πρωταρχική αξία σε αυτό που ονομάζουμε ορθόδοξη πνευματικότητα, τον τρόπο δηλαδή προσευχής και άσκησης που διαμορφώθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας μας.
Πρώτα-πρώτα ο σωματικός κόπος. Η προσευχή για μας τους Ορθοδόξους δεν είναι διανοητική ακροβασία, ρεμβασμός ή ονειροπόληση, πράγματα που ευνοεί η ευεξία και η ανάπαυση του σώματος. Αντίθετα, σαν κοινωνία και ένωση του ανθρώπου με το Θεό, προϋποθέτει τον εξαγνιστικό κόπο του σώματος, τη «βία», όπως υπογράμμισε ο Κύριος.
Ό,τι επιδιώκουμε στη χριστιανική μας ζωή δεν αποτελεί απροϋπόθετη δωρεά του Θεού. Απαιτείται προκαταβολικά η θερμή εκζήτηση από μέρους μας· ο διακαής πόθος να επιτύχουμε αυτό που επιθυμούμε.
Και ο πόθος αυτός μεταποιείται σε κόπο και επίμονη προσπάθεια.
«Εάν δεν χτυπήσεις μέσω της προσευχής την πόρτα του Θεού με θερμή διάθεση και δεν παραμείνεις εκεί αγρυπνώντας συνεχώς, δεν θα ακούσει ο Θεός την προσευχή σου», διδάσκει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
Και σε άλλο λόγο του υπογραμμίζει: «Αυτός που αγαπά το σώμα του (και γι’ αυτό δεν θέλει να το κουράσει με την άσκηση), δεν θα επιτύχει να λάβει τη χάρη του Θεού».
Τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος χωρίς να κοπιάσει. Αυτό ισχύει και για την προσευχή.
Κατά τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, «τίποτε δεν κάνουμε, χωρίς να συμμετέχει το σώμα μας. Βλασφημούμε με το στόμα, προσευχόμαστε με το στόμα, πορνεύουμε με το σώμα, ζούμε αγνή ζωή με το σώμα. Αρπάζουμε με τα χέρια, δίνουμε ελεημοσύνες με τα χέρια, και με όμοιο τρόπο τα υπόλοιπα».
Ο πρώτος στίχος του 140ου Ψαλμού, στον οποίο, καθώς είπαμε, ανήκει και το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…», είναι το γνωστό «Κύριε, εκέκραξα προς σε…».
Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, έτσι και εδώ η προσευχή του Δαβίδ παρομοιάζεται με κραυγή. Ο ψαλμωδός χρησιμοποιεί το ρήμα «κράζω». Και η χρήση του δεν δηλώνει απλώς τη σύμπραξη των φωνητικών οργάνων στο έργο της προσευχής, αλλά υπογραμμίζει τη δύναμη και την εσωτερικότητα της προσευχής, γνωρίσματα που βρίσκουν την έκφρασή τους με την κραυγή.
Γι’ αυτό και σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Κραυγή εδώ λέει αυτήν που βγαίνει από μέσα, την οποία γεννούσε η πυρακτωμένη καρδιά και ο συντετριμμένος νους».
Το σώμα εκφράζει τη ψυχή. Ο λόγος ερμηνεύει τον εσωτερικό άνθρωπο. Και η κραυγή των χειλέων μας συχνά έρχεται να διατρανώσει τον πόθο μας· η προσευχή μας να γίνει ακουστή από το Θεό.
Ο λόγος ερμηνεύει τα βάθη της προσευχόμενης ψυχής. Και αυτό γίνεται όχι γιατί το έχει ανάγκη ο Θεός, αλλά ο προσευχόμενος άνθρωπος, που ακόμη και στο έργο της προσευχής ενεργεί σαν ενιαία και αδιάσπαστη υλικοπνευματική οντότητα.
Με την παραγωγή του λόγου και τα όργανα που την υπηρετούν συνδέεται στενά και η λειτουργία της αναπνοής. Και η φυσική αυτή λειτουργία τίθεται συχνά στην υπηρεσία της προσευχής.
Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στην άσκηση της νοεράς ή καρδιακής προσευχής, όπου αναπνοή και επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού καλούνται σ’ ένα μυστηριώδη συντονισμό. «Το όνομα του Ιησού», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «να ενωθεί με την αναπνοή σου και τότε θα γνωρίσεις την ωφέλεια της ησυχίας ».
Και ο Μέγας Αντώνιος λέει : «Τον Χριστό πάντοτε να αναπνέετε και σε αυτόν να πιστεύετε» Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμβουλεύει «να μνημονεύουμε, να θυμόμαστε και να επικαλούμαστε το όνομα του Θεού περισσότερο παρά να αναπνέουμε».
Το θυμίαμα πάντοτε ήταν το κατ’ εξοχήν σύμβολο της προσευχής. Υλικό και αυτό στοιχείο, συνδέεται στενά με δύο από τις αισθήσεις του ανθρωπίνου σώματος, την όραση και την όσφρηση. Ο καπνός του θυμιάματος που ανεβαίνει προς τα πάνω και που βλέπουν τα μάτια μας, συμβολίζει την άνοδο της προσευχής μας στο θρόνο του Θεού. Και η ευωδία που εκπέμπει το προσφερόμενο στη λατρεία ή την προσευχή μας θυμίαμα, και την οποία αισθανόμαστε με την όσφρησή μας, συμβολίζει την ευωδία της χάριτος του Χριστού.
Η προσφορά του θυμιάματος είναι ακόμη και πράξη θυσίας, που και αυτή εκφράζει την προσφορά της ύπαρξής μας στην αγάπη του Θεού· την καθιέρωσή μας, θα λέγαμε.
Προσφέρουμε στο Θεό το θυμίαμα μας «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής» και του ζητάμε να μας «αντικαταπέμψει» τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προχωρεί πιο πέρα και συμβουλεύει ν’ αναδείξουμε θυμιατήρι το στόμα μας, το οποίο με την προσευχή και τους αγαθούς λόγους θα σκορπά παντού την ευωδία του Χριστού.
«Ας είναι, λοιπόν, θυμιατήρι το στόμα σου και πρόσεχε μήπως αντί για θυμίαμα, το γεμίσεις με κοπριά. Τέτοιοι είναι αυτοί που ξεστομίζουν τα αισχρά και ακάθαρτα λόγια».
Με την προσευχή ο άνθρωπος προσπαθεί ν’ ανυψωθεί, να φτάσει στον ουρανό για να συναντήσει το Θεό και να συνομιλήσει μαζί Του . Η δίψα αυτή, η αναζήτηση του προσώπου του Θεού, εκφράζεται και με την κίνηση και τη στάση των χειρών μας. Ο Δαβίδ υψώνει τα χέρια του και ζητά από το Θεό να κάνει την «έπαρση» αυτή των χειρών του δεκτή ως εσπερινή θυσία.
Η προσευχή αποτελεί συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό. Και, όπως σε μια ανθρώπινη συνάντηση τα χέρια μας επιστρατεύονται για να εκφράσουν τα συναισθήματά μας, έτσι και στη συνάντησή μας με το Θεό, τα χέρια μας υψωμένα στον ουρανό εκφράζουν τον πόθο της ψυχής να Τον συναντήσουμε, να Τον αγγίξουμε.
Ταυτόχρονα, τα υψωμένα και ανοιχτά χέρια φανερώνουν την φτώχεια μας· την εξάρτησή μας από την πρόνοια του Θεού και τον πλούτο τον ανέκφραστο των δωρεών Του.
Προσευχή δεν νοείται χωρίς ταπείνωση και χωρίς συντριβή. Τα δύο αυτά στοιχεία ξεχώρισαν και τήν προσευχή του Τελώνη, που τόσο επαίνεσε και πρόβαλε ο Κύριος (Λουκ. 18,10-14).
Εξωτερικό γνώρισμα της ταπείνωσης και της συντριβής κατά την ώρα της προσευχής είναι και η κάμψη των γονάτων, δηλαδή οι γονυκλισίες. Γι’ αυτό και ενώ ψάλλεται το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…», οι πιστοί κάνουμε τις γνωστές μετάνοιες. Φανερώνουμε έτσι τη συντριβή μας ενώπιον του Θεού. Διαδηλώνουμε ότι έχουμε συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Και παράλληλα διακηρύσσουμε ότι από την πτώση
μας στην αμαρτία, μας ανόρθωσε η αγάπη και η φιλανθρωπία του Κυρίου.
Διδάσκει ο Μ. Βασίλειος: « Κάθε φορά που στην προσευχή μας γονατίζουμε και σηκωνόμαστε, αποδεικνύουμε εμπράκτως ότι με την αμαρτία καταπέσαμε στη γη και με τη φιλανθρωπία εκείνου που μας δημιούργησε ανακληθήκαμε στον ουρανό».
Προσευχή χωρίς πνευματικό αγώνα, στον οποίο συναγωνίζονται ψυχή και σώμα μαζί, δεν επιτυγχάνεται.
Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας.
Μας το αποκαλύπτει ακόμη και η ζωή των Αγίων. Την προσπάθεια τους για προσευχή συνόδευε πάντοτε και η άσκηση του σώματος.
Αναφέρεται στο Γεροντικό πως κάποτε μερικοί μοναχοί ρώτησαν τον αββά Αγάθωνα: «Ποιά αρετή, πάτερ, της μοναχικής πολιτείας είναι που έχει τον περισσότερο κόπο;».
Και ο άββάς απάντησε: «Συγχωρέστε με, αλλά θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλος μεγαλύτερος κόπος, όπως ο κόπος του να προσευχηθεί ο άνθρωπος στο Θεό. Διότι πάντοτε, όταν ο άνθρωπος θέλει να προσευχηθεί, οι δαίμονες που τον εχθρεύονται θέλουν να τον ανακόψουν, επειδή γνωρίζουν ότι από τίποτε άλλο δεν εμποδίζονται στο καταχθόνιο έργο τους όσο από την προσευχή στο Θεό.
»Και κάθε αρετή της ασκητικής ζωής που θα μπορούσε να επιδιώξει ο άνθρωπος, αν δείξει στην προσπάθειά του εγκαρτέρηση, βρίσκει ανάπαυση. Όμως το έργο της προσευχής ως την έσχατη αναπνοή μας απαιτεί αγώνα».
Η προσευχή είναι έργο ζωής· η προσευχή απαιτεί ισόβιο αγώνα.
Μια τέτοια προσευχή, αληθινή κοινωνία και ένωση με τον ζώντα Θεό, ας είναι και δική μας επιδίωξη.


Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Η ωφέλεια της νηστείας στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας

trap1

            Η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μαζί με τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής συνιστούν τις αρχαιότερες νηστείες της χριστιανικής Εκκλησίας.  Επίσης, οι ημέρες αυτές είναι οι μόνες περίοδοι και ημέρες νηστείας που έχουν επικυρωθεί από Οικουμενικές Συνόδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ζωναράς στην ερμηνεία του  στον ΞΘ’ (69) κανόνα των Αγίων Αποστόλων αποδίδει ίση αξία στη νηστεία Τετάρτης και Παρασκευής με εκείνη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

            Κατά τον Ματθαίο Βλάσταρη, η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής συνιστά αποδεκάτωση του χρόνου, δηλαδή εκλογή του ενός δεκάτου των ημερών του ημερολογιακού έτους, αφιέρωσή του στη νηστεία και προσφορά του αντί θυσίας στον Κύριο. Ο υπολογισμός της αποδεκάτωσης μπορεί να γίνει ως εξής. Ο χρόνος έχει τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες και η Τεσσαρακοστή επτά εβδομάδες. Από αυτές αφαιρούνται τα Σάββατα και οι Κυριακές, οπότε καταλύεται οίνος και έλαιο. Έτσι, απομένουν 35 ημέρες πλήρους νηστείας. Προσθέτοντας σε αυτές και το Μεγάλο Σάββατο οι ημέρες γίνονται 36, που είναι η αποδεκάτωση, δηλαδή το ένα δέκατο των 360 ημερών. Συναριθμώντας με αυτές και τη νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου μέχρι το ξημέρωμα της λαμπράς Κυριακής, συγκεντρώνεται άλλη μισή ημέρα για τις υπόλοιπες πέντε ημέρες του χρόνου, ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των τριακοσίων εξήντα πέντε. Έτσι, τελείται πλήρως η αποδεκάτωση του χρόνου.

            Με τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αλλά και εν γένει τη νηστεία, ασχολείται η κανονική παράδοση της χριστιανικής Εκκλησίας, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, αλλά και τις κανονικές επιστολές Αγίων Πατέρων, οι οποίες επέχουν θέση ιερών κανόνων. Μέσα από την κανονική παράδοση τονίζεται η αναγκαιότητα της νηστείας. Όμως, δεν παραθεωρείται το γεγονός ότι η νηστεία έχει καθιερωθεί για το καλό του ανθρώπου και όχι για την εξουθένωσή του.

            Πρώτον, στην κανονική παράδοση επισημαίνεται η αναγκαιότητα ακολούθησης της νηστείας. Μάλιστα, η αποφυγή της νηστείας επιφέρει κανονικές συνέπειες. Έτσι, ο ΞΘ‘ (69) κανόνας των Αγίων Αποστόλων αναφέρει ότι όποιος επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή λαϊκός δεν τηρεί τη νηστεία της Τεσσαρακοστής ή της Τετάρτης και της Παρασκευής, οι μεν πρώτοι να καθαιρούνται, οι δε δεύτεροι να αφορίζονται, εκτός εάν υφίσταται πρόβλημα υγείας. Οι κανόνες για τη νηστεία της Τεσσαρακοστής θεσπίστηκαν, ώστε οι χριστιανοί μέσα σε αυτή την περίοδο να αγωνιστούν για να απαλλαγούν από τα πάθη τους και να έρθουν σε μετάνοια.

            Δεύτερον, οι Πατέρες ποτέ δεν θεώρησαν τη νηστεία ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσο για την επίτευξη του στόχου, δηλαδή τη θέωση του ανθρώπου. Μέσα από την άσκηση και τη νηστεία έρχεται η ταπείνωση του σώματος. Εξαίρεση αποτελεί όποιος άνθρωπος είναι ασθενής. Στην περίπτωση αυτή η νηστεία μπορεί να καταλυθεί, γιατί η ίδια η αρρώστια φέρνει την ταπείνωση στο σώμα. Αυτό γίνεται αντιληπτό με τον καλύτερο τρόπο μέσα από τον Ι´ (10) κανόνα του Τιμοθέου Αλεξανδρείας. Ο Άγιος Τιμόθεος, ερωτηθείς εάν κάποιος ασθενής μπορεί να καταλύσει την Τεσσαρακοστή, απαντά ότι πρέπει να καταλύσει και λάδι και κρασί, σύμφωνα με το μέτρο των αντοχών του. Ο Βαλσαμώνας αναφέρει στην ερμηνεία του ότι είναι δίκαιο, αυτός που έχει προσβληθεί από κάποια ασθένεια να καταλύσει και λάδι και κρασί. Όμως, θέτει ως προϋπόθεση τη συμβουλή του πνευματικού του, ο οποίος θα τον οικονομήσει με τον καλύτερο τρόπο.

            Αντίστοιχο περιεχόμενο έχει και ο Η´(8) κανόνας του Αγίου Τιμοθέου. Ερωτηθείς εάν μία γυναίκα που γέννησε μέσα στην τεσσαρακοστή του Πάσχα πρέπει να καταλύσει, απαντά, όπως και οι προηγούμενοι πατέρες, ότι η νηστεία καθιερώθηκε για την ταπείνωση της σάρκας. Όταν το σώμα βρίσκεται σε ασθένεια οφείλει να καταλύσει. Ο Βαλσαμώνας αναφέρει στην ερμηνεία του κανόνα ότι, εάν το σώμα είναι ταπεινωμένο ή ασθενές ή οτιδήποτε άλλο, δεν δεσμεύεται από την παιδαγωγία της νηστείας, αλλά χρειάζεται μάλλον ανάκτηση και ανασύσταση. Η τεκούσα γυναίκα οφείλει να φάει και όχι να νηστέψει.

            Η στάση των Πατέρων έναντι της νηστείας είναι διακριτική και κάθετη συνάμα. Παρά την δεδομένη αυστηρότητα του τύπου των κανόνων, δείχνουν ιδιαίτερη ευελιξία στο θέμα της νηστείας. Εκτός της ευέλικτης στάσης τους,  οικονομούν με αγάπη τους εμπερίστατους χριστιανούς. Δεν χρησιμοποιούν τη νηστεία ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσο για τη θέωση. Αντίθετα, δεν είναι σπάνια τα περιστατικά σύγχρονων πνευματικών σε αρκετές περιπτώσεις που φορτώνουν τους πιστούς, οι οποίοι προσφεύγουν στο πετραχήλι τους με δυσβάσταχτα φορτία και ενοχές, υποκύπτοντας στο φόβο της ευθύνης. Η νηστεία, όπως και η προσευχή που πρέπει να τη συνοδεύει, πρέπει να γίνονται με αγάπη και ελευθερία και όχι με καταπίεση. Στα πλαίσια αυτά, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν δίστασε να άρει το 1917 τη νηστεία για τις ευπαθείς ομάδες (ασθενείς, έγκυοι, μικρά παιδιά και γέροντες), εξαιτίας των δυσμενών διατροφικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν από τον αποκλεισμό της χώρας.

            Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρουσιάζει με ευκρίνεια την πραγματική λειτουργία της νηστείας. Ο ιερός πατέρας, γνωρίζοντας το απολυτρωτικό έργο του Χριστού μέσα από το πάθος και το Σταυρό, μεταφέρει το πένθος και τη νηστεία στον άνθρωπο ως πρόσωπο, για τις αμαρτίες και τα πάθη. Αναφέρει ότι την Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν νηστεύουμε ούτε για το Πάσχα, ούτε και για τον Σταυρό, γιατί το Πάσχα είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης και όχι πένθους και νηστείας. Ο Σταυρός πάλι είναι σύμβολο σωτηρίας και αγάπης, γιατί εξαφάνισε την αμαρτία από τον κόσμο. Όμως, η νηστεία θεσπίστηκε για τη δική μας ωφέλεια. Συνιστά όργανο που ο ίδιος ο Κύριος δίδαξε με τη ζωή του. Ακολουθώντας την αναγεννιόμαστε πνευματικά, λησμονούμε τα πάθη και τις οδυνηρές ενθυμήσεις και στοχεύουμε με καθαρότητα καρδίας στην μετά τον Σταυρό και το Μνήμα ένδοξη Ανάσταση.


Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος για την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή


Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας»·
(Β' Κορ. 6, 2-3)

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,

Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας, μας συνιστά αυτήν την περίοδον να στρέψωμεν το ενδιαφέρον μας προς την αληθινήν μετάνοιαν, «το χωνευτήριον της αμαρτίας», κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον. Η μετάνοια είναι το πρώτον θέμα του κηρύγματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η πεμπτουσία της χριστιανικής διδασκαλίας. Είναι το καθημερινόν προσκλητήριον της Εκκλησίας προς όλους μας.
 
Παρά ταύτα, πολλοί των χριστιανών δεν έχομεν βιώσει πραγματικώς την μετάνοιαν. Ενίοτε δε θεωρούμεν αυτήν ως μη αφορώσαν εις έκαστον εξ ημών, διότι δεν ερχόμεθα εις εαυτούς, δεν συνερχόμεθα και δεν συναισθανόμεθα ότι έχομεν υποπέσει εις ποιάν τινα αμαρτίαν.
Αλλ᾿ ως διδάσκει ο έμπειρος της πνευματικής ζωής Αββάς Ισαάκ ο Σύρος και δογματίζουν εμπειρικώς οι πλείστοι των Πατέρων της Εκκλησίας μας, «η μετάνοια είναι απαραίτητος και εις τους τελείους». Καί τούτο διότι μετάνοια δεν είναι μόνον η μεταμέλεια διά τας αμαρτίας μας και η συνακόλουθος απόφασις να μη επαναλάβωμεν αυτάς αλλά και η αλλαγή των αντιλήψεών μας προς το αγαθώτερον, ώστε να επέρχεται μία διαρκής βελτίωσις των αντιλήψεών μας περί του Θεού και του κόσμου, αύξησις της αγάπης και της ταπεινώσεως, της καθάρσεως και της ειρήνης.

Υπ᾿ αυτήν την έννοιαν η μετάνοια είναι πορεία ατελεύτητος προς την τελειότητα του Θεού, προς την οποίαν οφείλομεν να τείνωμεν και να κινούμεθα συνεχώς. Επειδή δε η τελειότης του Θεού είναι άπειρος, η πορεία μας προς το καθ᾿ ομοίωσιν αυτής είναι επίσης άπειρος και ατελεύτητος. Πάντοτε υπάρχει επίπεδον τελειότητος ανώτερον εκείνου εις το οποίον ευρισκόμεθα εκάστοτε και διά τούτο πάντοτε πρέπει να επιζητούμεν την πρόοδόν μας την πνευματικήν και την μεταμόρφωσίν μας, ως προτρέπει και ο μέχρι τρίτου ουρανού αναβάς και θεασάμενος μυστήρια άρρητα Απόστολος Παύλος, γράφων: «Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος». (Β' Κορ. 3, 18).

Όσον καθαίρεται ο εσωτερικός μας κόσμος, όσον περισσότερον καθαρίζεται ο πνευματικός οφθαλμός μας, τόσον καθαρώτερον βλέπομεν τον εαυτόν μας και τα πάντα και αυτή η αλλαγή, αυτή η βελτίωσις της θεάσεως των πραγμάτων του κόσμου και της πνευματικής καταστάσεως του εαυτού μας, συνιστά μετάνοιαν, μίαν δηλονότι νεωτέραν και βελτιωμένην κατάστασιν του πνεύματός μας, εκείνης εις την οποίαν ευρισκόμεθα μέχρι τούδε. Υπ᾿ αυτήν την έννοιαν, η μετάνοια είναι η βασική προϋπόθεσις της πνευματικής προόδου και της επιτεύξεως του καθ᾿ ομοίωσιν προς τον Θεόν της υπάρξεώς μας.

Η μετάνοια, βεβαίως, διά να είναι πραγματική, πρέπει να συνοδεύεται και από αναλόγους καρπούς, ιδία δε από την συγχώρησιν των συνανθρώπων μας και την προς αυτούς αγαθοεργίαν. Η εξ αγάπης προς τον συνάνθρωπον κίνησις της καρδίας μας προς την αποδοχήν αυτού και την κατά το εφικτόν κάλυψιν των αναγκών του, αποτελεί βασικόν στοιχείον της ειλικρινούς μετανοίας. Η οδός, άλλωστε, της μετανοίας είναι αμαρτημάτων κατάγνωσις και εξομολόγησις αυτών, το μη μνησικακείν, ευχή ζέουσα και ακριβής, ελεημοσύνη, ταπείνωσις, αγάπη προς πάντας, νίκη του καλού επί του κακού, αποφυγή κενοδοξίας και ματαίας επάρσεως, μαραινομένης αυστοστιγμεί.
 
Την εντός της ανθρωπίνης ψυχής πάλην της μετανοίας αποκαλύπτει «του τελώνου και του φαρισαίου το διάφορον....» και καλεί ημάς πάντας να «μισήσωμεν του μεν την υπερήφανον φωνήν, του δε να ζηλώσωμεν την ευκατάνυκτον ευχήν», προσευχόμενοι εκτενώς μετά δακρύων «ο Θεός ιλάσθητι ημίν τοις αμαρτωλοίς και ελέησον ημάς».

Η αρχομένη περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής προσφέρεται, εν μέσω της εκτεταμένης επί παγκοσμίου επιπέδου οικονομικής κρίσεως, διά την εκδήλωσιν της υλικής και πνευματικής βοηθείας μας προς τον συνάνθρωπον. Ούτως ενεργούντες φιλανθρώπως και εκδηλώνοντες εμπράκτως την μεταστροφήν μας, από την μέχρι τούδε ατομικιστικήν αντιμετώπισιν φαρισαικώς της ζωής προς μίαν συλλογικήν και αλτρουιστικήν τελωνικήν αντιμετώπισιν αυτής, θα έχωμεν πραγματοποιήσει μεγάλην και ωφελιμωτάτην μετάνοιαν και αλλαγήν του τρόπου της ατομοκεντρικής αντιλήψεως και θα έχωμεν βιώσει την μετάνοιαν ως προς μίαν κεφαλαιώδη και εσφαλμένην στάσιν ζωής διά της μεταβάσεως από την αμαρτίαν του εγωκεντρισμού και της κενοδοξίας εις την αρετήν της φιλαλληλίας, «ζηλούντες του τελώνου καλώς την ηλεημένην ταπείνωσιν και γνώμην».
 
Από του Πατριαρχικού Θρόνου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του κήρυκος και εμπειρικού διδασκάλου της μετανοίας, εισερχόμενοι εις την σωτηριώδη ταύτην περίοδον της καθάρσεως καρδίας και πνεύματος, ίνα υποδεχθώμεν το Πάθος, τον Σταυρόν, την Ταφήν και την Ανάστασιν του Κυρίου ημών, ουχί συμβόλοις και λόγοις μόνον, αλλά εμπράκτως και βιωματικώς, μετ᾿ αυτού διαχρονικώς προτρεπόμεθα και παρακαλούμεν και ικετεύομεν και ημείς ο εν τοις διαδόχοις αυτού ελάχιστος: «της μετανοίας εστί, το καινούς γενομένους, είτα παλαιωθέντας υπό των αμαρτημάτων, απαλλάξαι της παλαιότητος και καινούς εργάσασθαι...εκεί γαρ το όλον η Χάρις ην».

Ιδού, λοιπόν, αδελφοί και τέκνα, ηνέωκται ενώπιον ημών καιρός ευπρόσδεκτος «του λυπείσθαι» και στάδιον ανανήψεως και ασκήσεως ίνα, «πριν ή διαλυθήναι το θέατρον φροντίσωμεν της ημών σωτηρίας», εν αληθεί και βιωματική καρδιακή μετανοία εφ᾿ οις «ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν...ουδέ συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν, καθώς ενετείλατο» ημίν ο Κύριος, ίνα «φείσηται ημών ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» Χριστός ο Θεός, κατά το μέγα Αυτού και ανεξιχνίαστον Έλεος, Ου η σωτήριος Χάρις είη μετά πάντων.
Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βιδ´
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών