Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Ψυχοσσάββατο


Τοὺς μεταστάντας ἀφ' ἡμῶν ἐκ τῶν προσκαίρων, ἐν ταῖς σκηναῖς τῶν ἐκλεκτῶν κατασκήνωσον, καὶ μετὰ Δικαίων ἀνάπαυσον, Σῶτερ ἀθάνατε· εἰ γὰρ ὡς ἄνθρωποι ἥμαρτον ἐπὶ γῆς, ἀλλὰ σὺ ὡς ἀναμάρτητος Κύριος, ἄφες αὐτοῖς τὰ ἑκούσια πταίσματα, καὶ τὰ ἀκούσια, μεσιτευούσης τῆς τεκούσης σὲ Θεοτόκου, ἵνα συμφώνως βοήσωμεν ὑπέρ αὐτῶν, Ἀλληλούϊα. (Κοντάκιο Σαββάτου Προ της Πεντηκοστής)

Η ημέρα του Σαββάτου μέσα στον λειτουργικό κύκλο της Εκκλησίας μας είναι αφιερωμένο στην μνήμη των κεκοιμημένων. Το σημερινό όμως Σαββάτο πριν την μεγάλη εορτής της Πεντηκοστής αποτελεί για τον πιστό λαό μας, μία ιδιαίτερη ιερή ημέρα κατά την οποία πλήθος χριστιανών έρχονται στους ναούς φέρνοντας δίσκους με κόλλυβα υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων συγγενών και φίλων τους. Το Ψυχοσσάβατο ή χρυσό κόλλυβο όπως το ονομάζει ο λαός μας, είναι από τις αρχαιότερες λειτουργικές πράξεις της Εκκλησίας μας η οποία μας έρχεται από τα αποστολικά χρόνια. 

Η αυριανή μεγάλη εορτή της Πεντηκοστής, η οποία και είναι η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησία μας, φέρνει στην σκέψη όλων των μελών της εδώ στρατευομένης εκκλησίας, όλους εκείνους που μετέστησαν στην αιώνιο ζωή και απαρτίζουν της εις τους ουρανούς θριαμβέυουσα εκκλησία. Για αυτό και το σημερινό ψυχοσάββατο διατρανώνεται η πίστη μας στην καθολικότητα της εκκλησίας μας, αλλά και θα λέγαμε  πιστοποιείται, ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα άλλα το σημείο επανεκκίνησης της ζωής μας από τα πρόσκαιρα, στα αιώνια.

Το σημερινό ψυχοσάββατο όπως και αυτό της Απόκρεω η Εκκλησία, μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση "παντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου". Η Εκκλησία ως φιλόστοργη μητέρα μνημονεύει όλους όσους υπέστησαν «άωρον θάνατο», που πέθαναν από λοιμό, σε πολέμους, σε σεισμούς και θεομηνίες. Όσους κάηκαν ή χάθηκαν. Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και για τους οποίους δεν βρέθηκε κανένας να τους κάνει τις ανάλογες ακολουθίες και μνημόσυνα.

Τι σημερινή ημέρα ας προσευχηθούμε προς τον Πανάγαθο Θεό να ελεήσει και να κατατάξει τις ψυχές των κεκοιμημένων αδελφών μας εν χώρα ζώντων. Ας προσευχηθούμε έχοντας στον νου μας ότι «η αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Β΄ Κο5,14).

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Ιερά Πανήγυρις Αγίου Λουκά του Ιατρού









Με λαμπρότητα και κατάνυξη εόρτασε η  ενορία μας την Δευτέρα 10 και Τρίτη 11 Ιουνίου 2013, την μνήμη του Αγίου Λουκά του Ιατρού, ο οποίος πλέον είναι ο δεύτερος, μετά την Υπεραγία Θεοτόκο προστάτης της ενορίας με την οποία κατά μία ευλογημένη συγκυρία συνεορτάζει μαζί της μίας και την εντεκάτη Ιουνίου, τελείτε και η σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου Άξιον Εστί, δηλαδή της Παναγίας της Ελεούσης η οποία και αποτελεί ιερό παλλάδιο της εκκλησιαστικής κοινότητας. 

Ο τριήμερος εορτάσμός της μνήμης του Αγίου Λουκά ξεκίνησε την Κυριακή 9/6, με τον αγιασμό των θυρανοιξίων και του εσπερινού προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου Νικαίας κ.κ. ΑΛΕΞΙΟΥ. Αμέσως μετά τελέστηκε η πρώτη Θεία Λειτουργία στο Ιερό μας Παρεκκλήσιο με ιερουργούς τον Αρχιερατικό Επίτροπο Αιγάλεω, Χαΐδαρίου και Αγίας Βαρβάρας και προϊστάμενο του Ιερού Ναού Αγίου Σπυρίδωνος Αιγάλεω πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη Χριστοφόρο Αγγελόπουλο και τον προϊστάμενο του ναού μας π. Βασίλειο Αποστολόπουλο.

Την Δευτέρα 10/6 το πρωί τελέσθηκε το μυστήριο του Ιερού Ευχελαίου και διαβάστηκαν ενώπιον του Ιερού Λειψάνου του Αγίου οι Χαιρετισμοί προς αυτόν. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας τελέστηκε ο πανηγυρικό εσπερινός με προεξάρχοντα τον Πρωτοσύγγελο της Ιεράς Μητροπόλεως Νικαίας Χρυσόστομο Παναγόπουλο, ο οποίος προ της απολύσεως ομίλησε στο πολυπληθές εκκλησίασμα για την ζωή του Αγίου Λουκά του ιατρού. 

Ανήμερα της εορτής το πρωί τελέσθηκε η πανηγυρική Θεία Λειτουργία και το απόγευμα ο Μέγας Εσπερινός της Αποδόσεως του Πάσχα και η παράκληση προς τον Άγιο Λουκά τον Ιατρό. 

Ευχόμαστε προς όλους τους πιστούς ενορίτες μας και ευλαβείς προσκυνητές που βρέθηκαν στον ναό μας αυτές τις ημέρες για να προσευχηθούν και να προσκυνήσουν το ιερό λείψανο και την αγία εικόνα του, να είναι πρεσβευτής προς τον Κύριο για όλους και να χαρίζει την υγεία και ίαση σε όλους όσους βρίσκονται στο κρεβάτι του πόνου. 


Λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Ανάλυψη του Κυρίου

Ποιὰ εἶναι ἡ σημερινὴ ἑορτή; Εἶναι σεπτὴ καὶ μεγάλη, ἀγαπητέ, καὶ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ εἶναι ἀντάξια τῆς γενναιοδωρίας τοῦ Θεοῦ πού τὴν καθιέρωσε. Γιατί σήμερα ἔγινε συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Σήμερα διαλύθηκε ἡ παλιὰ ἔχθρα καὶ τελείωσε ὁ μακροχρόνιος πόλεμος. Σήμερα ἐπανῆλθε κάποια θαυμάσια εἰρήνη πού ποτὲ δὲν τὴν περίμεναν προηγουμένως οἱ ἄνθρωποι. Γιατί ποιὸς θὰ ἔλπιζε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπρόκειτο νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν ἄνθρωπο; Ὄχι ἐπειδὴ ὁ Κύριος μισοῦσε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ ὑπηρέτης ἦταν ἀδιάφορος· οὔτε ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἦταν σκληρός, ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ δοῦλος ἦταν ἀχάριστος.
Θέλεις νὰ μάθεις πῶς ἐξοργίσαμε αὐτὸν τὸν φιλάνθρωπο καὶ ἀγαθὸ Κύριό μας; Γιατί, πραγματικὰ, πρέπει νὰ μάθεις τὴν αἰτία τῆς προηγούμενης ἔχθρας μας, ὥστε, ὅταν δεῖς ὅτι μᾶς τίμησε, ἐνῶ ἤμασταν ἐχθροί του καὶ πολέμιοι, νὰ θαυμάσεις τὴ φιλανθρωπία αὐτοῦ πού μᾶς τίμησε, καὶ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι ἀπὸ δικά μας κατορθώματα ἔγινε ἡ ἀλλαγή, καί, ἀφοῦ μάθεις τὸ μέγεθος τῆς χάρης του, νὰ μὴ σταματήσεις νὰ τὸν εὐχαριστεῖς διαρκῶς γιὰ τὶς πολλές του δωρεές. Θέλεις λοιπὸν νὰ μάθεις, πῶς ἐξοργίσαμε τὸν Κύριό μας, τὸν φιλάνθρωπο, τὸν πράο, τὸν ἀγαθό, αὐτὸν πού ρυθμίζει τὰ πάντα γιὰ τὴ δική μας σωτηρία; Σκέφθηκε κάποτε νὰ ἐξαφανίσει ὁλοκληρωτικὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ τόσο ὀργίστηκε ἐναντίον μας, ὥστε νὰ μᾶς καταστρέψει μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ κατοικίδια ζῶα καὶ ὁλόκληρη τὴ γῆ.
    Καὶ ἐὰν θέλεις, θὰ σοῦ δώσω νὰ ἀκούσεις καὶ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση· «Γιατί θὰ ἐξαλείψω», λέγει ὁ Θεός, «τὸν ἄνθρωπο πού δημιούργησα ἀπὸ τὸ πρόσωπο ὅλης τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ζῶα, γιατί μετανόησα πού δημιούργησα τὸν ἄνθρωπο». Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι δὲ μισοῦσε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἀποστρεφόταν τὴν κακία, αὐτὸς ποὺ εἶπε, ὅτι «θὰ ἐξαλείψω τὸν ἄνθρωπο πού δημιούργησα ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς», λέγει στὸν ἄνθρωπο, «Εἶναι καιρὸς κάθε ἄνθρωπος νὰ ἐπιστρέψει σέ μένα». Ἐὰν ὅμως μισοῦσε τὸν ἄνθρωπο, δὲν θὰ συζητοῦσε μαζί του. Τώρα ὅμως τὸν βλέπεις νὰ μὴ θέλει νὰ κάμει αὐτό, τὸ ὁποῖο ἀπείλησε νὰ κάμει, ἀλλά καὶ νὰ δικαιολογεῖται ὁ Κύριος στὸ δοῦλο καὶ νὰ συζητᾶ σὰν μὲ ἰσότιμο φίλο καὶ νὰ λέγει τὶς αἰτίες τῆς καταστροφῆς πού πρόκειται νὰ γίνει, ὄχι γιὰ νὰ μάθει τὶς αἰτίες ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά, ἀφοῦ τὶς πεῖ στοὺς ἄλλους, νὰ τοὺς κάμει πιὸ συνετούς. Ἀλλ’, ὅπως ἔλεγα προηγουμένως, τόσο ἄσχημα ἔπραττε στὴν ἀρχή τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὥστε κινδύνευσε νὰ χαθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ γῆ .

Ἀλλ’ ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι φανήκαμε ἀνάξιοι γιὰ τὴ γῆ, σήμερα ἀνεβήκαμε στοὺς οὐρανούς· ἐμεῖς πού δὲν ἤμασταν ἄξιοι νὰ ἐξουσιάσουμε τὴ γῆ, ἀνεβήκαμε στὴν οὐράνια βασιλεία, ξεπεράσαμε τοὺς οὐρανούς, ἀγγίξαμε τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ γένος, πού γι’ αὐτὸ φύλαγαν τὸν παράδεισο τὰ Χερουβίμ, σήμερα κάθεται ψηλότερα ἀπὸ τὰ Χερουβίμ. Ἀλλά πῶς ἔγινε αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ καὶ μεγάλο; πῶς ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι φανήκαμε ἀνάξιοι ἐπάνω στὴ γῆ καὶ χάσαμε τὴν ἐξουσία σ’ αὐτήν, ὁδηγηθήκαμε σὲ τόσο μεγάλο ὕψος; πῶς καταργήθηκε ὁ πόλεμος; πῶς ἐξαφανίσθηκε ἡ ὀργή; Πῶς; Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ θαυμαστό, ὅτι δηλαδὴ ὄχι ἐπειδὴ παρακαλέσαμε ἐμεῖς πού ἄδικα ὀργιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐπειδὴ μᾶς παρακάλεσε αὐτός πού δίκαια ἀγανακτοῦσε, ἔτσι ἔγινε εἰρήνη. «Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ λοιπὸν παρακαλοῦμε, ἐπειδὴ στό πρόσωπό μας εἶναι ὁ Θεὸς πού παρακαλεῖ». Τί σημαίνει αὐτό; Αὐτὸς περιφρονήθηκε καὶ αὐτὸς παρακαλεῖ; Ναί, γιατί εἶναι Θεὸς καὶ γι’ αὐτὸ, ὡς φιλάνθρωπος πατέρας, παρακαλεῖ.
Καὶ πρόσεχε τί γίνεται. Μεσίτης εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πού μᾶς παρακαλεῖ, δὲν εἶναι ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος, οὔτε κανένας ἀπό τούς ὑπηρέτες του. Καὶ τί κάνει ὁ μεσίτης; Τὴ δουλειὰ τοῦ μεσίτη. Ὅπως δηλαδὴ, ὅταν δύο ἄνθρωποι μισοῦνται μεταξύ τους καὶ δὲν θέλουν νὰ συμφιλιωθοῦν, κάποιος ἄλλος, ἀφοῦ ἔλθει καὶ μπεῖ ἀνάμεσά τους, διαλύει τὴν ἔχθρα τους, ἔτσι ἔκαμε καὶ ὁ Χριστός. Ὁ Θεὸς ἦταν ὀργισμένος ἐναντίον μας, ἐμεῖς μισούσαμε τὸν Θεό, τὸν φιλάνθρωπο Κύριο· ὁ Χριστὸς, ἀφοῦ μπῆκε στὴ μέση, συμφιλίωσε τὰ δύο μέρη. Καὶ πῶς μπῆκε στὴ μέση; Δέχθηκε ἐκεῖνος τὴν τιμωρία πού ἔπρεπε νὰ ἐπιβάλει σ’ ἐμᾶς ὁ Πατέρας· καὶ ὑπέμεινε τὴν τιμωρία αὐτὴ καὶ τὶς προσβολὲς τῶν ἀνθρώπων. Θέλεις νὰ μάθεις πῶς τὰ δέχθηκε αὐτὰ τὰ δύο; «Ὁ Χριστός», λέγει ὁ Παῦλος, «μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, μὲ τὸ νὰ γίνει ὁ ἴδιος γιὰ χάρη μας κατάρα».
Εἶδες πῶς δέχθηκε τὴν τιμωρία πού ἐπιβλήθηκε ἀπό τούς οὐρανούς; Πρόσεχε πῶς ὑπέμεινε καὶ τὶς προσβολὲς πού τοῦ ἔκαμαν οἱ ἄνθρωποι· «Οἱ προσβολὲς ἐκείνων πού σὲ πρόσβαλλαν», λέγει,«ἔπεσαν ἐπάνω μου». Εἶδες πῶς ἐξαφάνισε τὴν ἔχθρα; Καί πῶς δέν σταμάτησε νὰ κάνει τὰ πάντα καὶ νὰ παθαίνει καὶ νὰ φροντίζει, ὥσπου ἀνέβασε κοντὰ στὸν Θεὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ ἀντίπαλό του καὶ τὸν ἔκαμε φίλο του; καὶ αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἡ βάση εἶναι ἡ σημερινὴ ἡμέρα, γιατί, ἀφοῦ πῆρε κάτι ἐκλεκτὸ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔτσι ἀκριβῶς τὸ πρόσφερε στὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ πού γίνεται στὰ χωράφια πού εἶναι σπαρμένα μὲ σιτάρι, ‒ὅταν κάποιος πάρει λίγα στάχυα καὶ κάμει ἕνα μικρὸ δεμάτι καὶ τὸ προσφέρει στὸν Θεό, Ἐκεῖνος εὐλογεῖ μὲ τὸ μικρὸ δεμάτι ὅλο τὸ χωράφι‒ αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ Χριστός. Μ’ ἐκεῖνο τὸ ἕνα σῶμα καὶ τὴν ἐκλεκτὴ προσφορὰ ἔκαμε νὰ εὐλογηθεῖ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ἀλλά γιατί δὲν ἀνέβασε στοὺς οὐρανοὺς ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος; Γιατί δὲν εἶναι αὐτὸ προσφορά, ἐὰν δηλαδὴ προσφέρει κάποιος τὸ σύνολο, ἀλλά ἂν κάποιος, ἀφοῦ προσφέρει ἕνα μικρὸ μέρος, κάμει μὲ αὐτὸ νὰ εὐλογηθεῖ τὸ σύνολο. Ἀλλ’ ὅμως, θὰ πεῖ κάποιος, ἐὰν ἦταν προσφορά, ἔπρεπε νὰ προσφέρει τὸν πρωτόπλαστο, γιατί ἀπαρχὴ σημαίνει νὰ προσφέρεται ἐκεῖνο πού γεννήθηκε πρῶτο, ἐκεῖνο πού βλάστησε πρῶτο. Δὲν εἶναι αὐτὸ ἀπαρχή, ἀγαπητέ, ἐὰν προσφέρουμε τὸν πρῶτο καρπὸ ἔστω καὶ ἂν εἶναι χαλασμένος καὶ ἄρρωστος, ἀλλά ἐὰν προσφέρουμε τὸν ἐκλεκτὸ καρπό. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐκεῖνος ὁ καρπός ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἁμαρτία, γι’ αὐτὸ δὲν προσφέρθηκε, ἂν καὶ δημιουργήθηκε πρῶτος. Ἀλλά αὐτὸς ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γι’ αὐτὸ καὶ προσφέρθηκε, ἂν καὶ γεννήθηκε ἀργότερα. Γιατί αὐτό θα πεῖ ἀπαρχή.
3. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις, ὅτι δὲν εἶναι ὁ πρῶτος καρπὸς πού ὡριμάζει ἡ ἐκλεκτὴ προσφορά, ἀλλά ὁ ἐξαιρετικὸς καὶ ἐκεῖνος πού εἶναι καλῆς ποιότητας καὶ πού ὡρίμασε ὅσο ἔπρεπε, θὰ σοῦ δώσω τὴν ἀπόδειξη ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή. «Ἐὰν μπεῖς», λέγει πρὸς τὸν λαὸ ὁ Μωυσῆς, «στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ὁποία σοῦ δίνει ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ φυτέψεις σ’ αὐτὴν κάθε καρποφόρο δένδρο, τρία χρόνια δὲν θὰ θεωρεῖς καθαρὸ τὸν καρπό του, καί τὸν τέταρτο χρόνο θὰ εἶναι ὁ καρπὸς του κατάλληλος γιὰ προσφορά του στὸν Κύριο». Ἐὰν ὅμως ἦταν ἐκλεκτὴ προσφορὰ ὁ πρῶτος καρπός, ὁ καρπὸς δηλαδὴ πού γίνεται τὸν πρῶτο χρόνο, αὐτὸν ἔπρεπε νὰ προσφέρει στὸν Κύριο. Τώρα ὅμως λέγει, «τρία χρόνια δὲν θὰ θεωρεῖς καθαρὸ τὸν καρπό του», ἀλλά θὰ τὸν ἀφήσεις, γιατί τὸ δένδρο εἶναι χαλασμένο, γιατί ὁ καρπὸς εἶναι ἄρρωστος, γιατί δὲν εἶναι ὥριμος. Τὸν τέταρτο χρόνο ὅμως, λέγει, «θὰ εἶναι κατάλληλος γιὰ τὸν Κύριο».
Καὶ πρόσεχε τὴ σοφία τοῦ νομοθέτη. Δὲν τὸν ἀφήνει νὰ φάγει, γιὰ νὰ μὴ δοκιμάσει αὐτὸς τὸν καρπὸ πρὶν ἀπὸ τὸν Θεό. Οὔτε τοῦ ἐπιτρέπει νὰ τὸν προσφέρει, γιὰ νὰ μὴν τὸν προσφέρει πρόωρα στὸν Κύριο. Ἀλλά λέγει: Ἄφησέ τον, γιατί εἶναι ὁ πρῶτος, καὶ μὴ τὸν προσφέρεις, γιατί εἶναι ἀνάξιος νὰ τιμήσει τὸν Θεό. Βλέπεις ὅτι δὲν εἶναι ἐκλεκτὴ προφορὰ ὁ πρῶτος καρπός, ἀλλά ὁ ἐξαιρετικός; Καὶ αὐτὰ τὰ εἴπαμε γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα πού πρόσφερε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα. Πρόσφερε λοιπὸν στὸν Πατέρα τὴν ἐκλεκτὴ προσφορὰ τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Καὶ τόσο θαύμασε τὸ δῶρο ὁ Πατέρας, καὶ γιατί εἶχε ἀξία ἐκεῖνος πού τὸ πρόσφερε καὶ γιατί ἡ προσφορὰ ἦταν ἀμόλυντη, ὥστε τὸ δέχτηκε στὰ χέρια του καὶ τὸ τοποθέτησε κοντά του καὶ τοῦ εἶπε: «Κάθισε στὰ δεξιά μου». Σὲ ποιὰ φύση εἶπε ὁ Θεός, «Κάθισε στὰ δεξιά μου»; Σ’ ἐκείνη πού ἄκουσε, «χῶμα εἶσαι καὶ στὸ χῶμα. θά, γυρίσεις.
Δὲν ἦταν λοιπὸν ἀρκετὸ ὅτι ἀνέβηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανούς; δὲν ἦταν λοιπὸν ἀρκετὸ ὅτι στάθηκε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους; δὲν ἦταν ἀνυπολόγιστη καὶ αὐτὴ ἡ τιμή; Ὅμως ξεπέρασε τοὺς ἀγγέλους, προσπέρασε τοὺς ἀρχαγγέλους, ξεπέρασε τὰ Χερουβίμ, ἀνέβηκε ψηλότερα ἀπὸ τὰ Σεραφίμ, πέρασε πάνω ἀπὸ τὶς ἀρχές, δὲν στάθηκε πουθενά, μέχρι πού πλησίασε τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Δὲν βλέπεις αὐτὴν τὴν ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ; Καλύτερα ὅμως ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ κάτω. Δὲν βλέπεις πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν ἅδη μέχρι τὴ γῆ; καὶ ἀπὸ τὴ γῆ πάλι μέχρι τὸν οὐρανό; καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μέχρι τὸν ψηλότερο οὐρανό; καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον μέχρι τοὺς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὶς οὐράνιες δυνάμεις καὶ μέχρι σ’ αὐτὸν τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ; Σ’ αὐτὴν ὅλη τὴν ἀπόσταση καὶ σ’ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀνέβασε τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Πρόσεχε ποῦ βρισκόταν κάτω καὶ ποῦ ἀνέβηκε. Δὲν ὑπῆρχε κατώτερο σημεῖο νὰ κατεβεῖ, ἀπὸ ἐκεῖνο πού κατέβηκε ὁ ἄνθρωπος, οὔτε ψηλότερο ν’ ἀνεβεῖ, ἀπὸ ἐκεῖνο πού τὸν ἀνέβασε πάλι ὁ Ἰησοῦς. Καὶ αὐτὰ δηλώνοντας ὁ Παῦλος ἔλεγε: «Ἐκεῖνος πού κατέβηκε, ὁ ἴδιος καὶ ἀνέβηκε». Καὶ ποῦ κατέβηκε; «Στὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς», καὶ ἀνέβηκε πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς οὐρανούς. Μάθε ποιὸς ἀνέβηκε καὶ ποιὰ ἦταν ἡ φύση του καὶ πῶς ἦταν πρὶν νὰ κατεβεῖ. Γιατί μ’ εὐχαρίστηση ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν εὐτέλεια τοῦ ἀνθρώπινου γένους, γιὰ νὰ μάθω καλὰ τὴν τιμὴ πού μᾶς χάρισε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου. Ἤμαστε χῶμα καὶ σκόνη. Ἀλλά αὐτὸ σέ καμία περίπτωση δὲν ἦταν ἀξιοκατάκριτο, γιατί ἦταν ἀδυναμία τῆς φύσης μας. Συμπεριφερόμαστε πιὸ ἀνόητα ἀπὸ τὰ ζῶα. «Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε σὰν τὰ ἀνόητα ζῶα καὶ ἔγινε ὅμοιος μ’ αὐτὰ». Τὸ νὰ γίνει ὅμως κανεὶς ὅμοιος μὲ τὰ ζῶα, εἶναι σὰν νὰ ἔγινε χειρότερος ἀπὸ αὐτά. Γιατί τὸ μὲν ζῶο ἀπὸ τὴ φύση του δὲν ἔχει λογικὸ καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ παραμένει στὴν κατάσταση αὐτὴ τῆς ἀλογίας, τὸ νὰ ξεπέσουμε ὅμως ἐμεῖς,πού μᾶς τίμησε ὁ Θεός μὲ λογικό, στὴν κατάσταση αὐτοῦ τοῦ παραλογισμοῦ, εἶναι ἔγκλημα τῆς δικῆς μας προαίρεσης. Συνεπῶς, ὅταν ἀκούσεις, ὅτι ἔγινε ὅμοιος μὲ τὰ ζῶα, μὴ νομίσεις ὅτι τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ δείξει πώς εἴμαστε ἴσοι μ’ αὐτά, ἀλλά γιατί ἤθελε ν’ ἀποδείξει πώς εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ αὐτά. Καὶ πραγματικὰ, γίναμε χειρότεροι καὶ πιὸ ἀναίσθητοι ἀπὸ τὰ ζῶα, ὄχι ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ ξεπέσαμε ἐκεῖ, ἀλλά ἐπειδὴ φθάσαμε καὶ σὲ μεγαλύτερη ἀχαριστία. Καὶ αὐτὸ δηλώνοντας ὁ Ἠσαΐας ἔλεγε: «Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν κύριό του καὶ ὁ ὄνος τὸ παχνὶ τοῦ κυρίου του οἱ Ἰσραηλίτες ὅμως δὲν γνωρίζουν ἐμένα». Ἀλλά ἂς μὴ ντρεπόμαστε γιὰ τὰ προηγούμενα. «Γιατί ὅπου πλήθυνε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ δόθηκε πιὸ ἄφθονη ἡ χάρη».
Εἶδες πώς εἴμαστε πιὸ ἀνόητοι ἀπὸ τὰ ζῶα; Θέλεις νὰ δεῖς ὅτι εἴμαστε πιὸ ἀνόητοι καὶ ἀπὸ τὰ πουλιά; «Τὰ τρυγόνια καὶ τὰ χελιδόνια καὶ τὰ μικρὰ πουλιὰ γνωρίζουν τὴν ἐποχὴ τοῦ ἐρχομοῦ τους,· ὁ λαός μου ὅμως δὲ γνωρίζει τίς ἐπιθυμίες μου». Νὰ πού εἴμαστε πιὸ ἀνόητοι καὶ ἀπὸ τὰ γαϊδούρια καὶ ἀπὸ τὰ βόδια, καὶ ἀπὸ τὰ πουλιά, τὰ τρυγόνια καὶ τὰ χελιδόνια. Θέλεις νὰ μάθεις καὶ ἄλλη ἀνοησία μας; Μᾶς κάνει μαθητὲς τῶν μυρμηγκιῶν τόσο χάσαμε τὰ λογικὰ πού ἔχουμε ἀπὸ τὴ φύση μας. Γιατί λέγει: «Πήγαινε στὸ μυρμήγκι καὶ προσπάθησε νὰ μιμηθεῖς τὴ μέθοδο ἐργασίας του». Γίναμε μαθητὲς τῶν μυρμηγκιῶν, ἐμεῖς πού δημιουργηθήκαμε σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ὅμως αἴτιος ὁ δημιουργός μας, ἀλλά ἐμεῖς πού ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν εἰκόνα.
Καὶ γιατί λέγω γιὰ τὰ μυρμήγκια; Γίναμε πιὸ ἀναίσθητοι καὶ ἀπὸ τὶς πέτρες. Θέλεις καὶ γι’ αὐτὸ νὰ σοῦ φέρω ἀπόδειξη; «Ἀκοῦστε φαράγγια καὶ θεμέλια τῆς γῆς, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ζητήσει ἀπὸ τὸ λαὸ του ν’ ἀπολογηθεῖ». Τοὺς ἀνθρώπους δικάζεις καὶ καλεῖς τὰ θεμέλια τῆς γῆς; Ναί, λέγει· γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ ἀναίσθητοι ἀπὸ τὰ θεμέλια τῆς γῆς. Ποιὰ λοιπὸν μεγαλύτερη κακία ζητᾶς ἀκόμη ὅταν εἴμαστε πιὸ ἀναίσθητοι ἀπὸ τὰ γαϊδούρια, πιὸ ἀνόητοι ἀπὸ τὰ τρυγόνια, πιὸ ἄμυαλοι καὶ ἀπὸ τὰ μυρμήγκια, πιὸ ἀναίσθητοι καὶ ἀπὸ τὶς πέτρες; Φαινόμαστε καὶ ἴσοι μὲ τὰ φίδια. «Θυμώνουν», λέει, «ὅταν τοὺς πεῖς ὅτι εἶναι ὅμοιοι μὲ τὰ φίδια· δηλητήριο ἀσπίδων ἔχουν μέσα στὸ στόμα τους». Καὶ τί χρειάζεται νὰ ποῦμε γιά τὴν ἀναισθησία τῶν ζώων, ὅταν εἶναι φανερὸ πώς ὀνομαζόμαστε καὶ παιδιὰ τοῦ ἴδιου τοῦ διαβόλου; Γιατί λέγει: «Ἐσεῖς εἶστε παιδιὰ τοῦ διαβόλου».
4. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἀναίσθητοι καὶ ἀχάριστοι, οἱ ἀνόητοι, οἱ ποιὸ ἀναίσθητοι ἀπὸ τὶς πέτρες, οἱ χειρότεροι ἀπ’ ὅλους, οἱ ἐλεεινοί, οἱ πιὸ τιποτένιοι -πῶς νὰ μιλήσω; τί νὰ πῶ; πῶς νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ στόμα μου αὐτὰ τὰ λόγια;- ἐμεῖς οἱ τιποτένιοι λοιπόν, οἱ πιὸ ἀσύνετοι ἀπ’ ὅλα, γίναμε σήμερα ἀνώτεροι ἀπ’ ὅλους. Σήμερα ἀπόλαυσαν οἱ ἄγγελοι ἐκεῖνο πού ποθοῦσαν ἀπὸ πολὺ καιρό. Σήμερα εἶδαν οἱ ἀρχάγγελοι ἐκεῖνο πού ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἐπιθυμοῦσαν, δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο νὰ λάμπει κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, ν’ ἀστράφτει ἀπὸ ἀθάνατη δόξα καὶ ὀμορφιά. Γιατί αὐτὸ ποθοῦσαν ἀπὸ πολὺ καιρὸ οἱ ἄγγελοι, γιατί αὐτὸ ἐπιθυμοῦσαν ἀπὸ πολὺν καιρὸ οἱ ἀρχάγγελοι.
Πράγματι ἂν καὶ ἡ τιμὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική τους, ὅμως χαίρονταν καὶ γιὰ τὰ δικά μας ἀγαθά, καί ὑπέφεραν ὅταν τιμωρηθήκαμε. Γιατί τὰ Χερουβὶμ, ἂν καὶ φύλαγαν τὸν παράδεισο, ὅμως ὑπέφεραν· καὶ ὅπως ἕνας ὑπηρέτης, ὅταν βρεῖ στὴ φυλακὴ κάποιο συνάδελφό του, τὸν φυλάγει βέβαια ἐπειδὴ τὸν πρόσταξε ὁ κύριος, ὑποφέρει ὅμως γι’ αὐτὸ πού γίνεται, ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὸ συνάδελφό του,· ἔτσι καὶ τὰ Χερουβὶμ ἀνέλαβαν βέβαια νὰ φυλάγουν τὸν παράδεισο, ὑπέφεραν ὅμως γιὰ τὴ φυλάκιση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ὑπέφεραν, θὰ σοῦ τὸ ἀποδείξω ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιατί, ὅταν δεῖς ὅτι οἱ ἄνθρωποι συμπάσχουν γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, νὰ μὴν ἀμφιβάλλεις πιὰ γιὰ τὰ Χερουβίμ, γιατί οἱ δυνάμεις αὐτὲς εἶναι πιὸ φιλόστοργες ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ποιὸς λοιπὸν ἀπό τούς καλοὺς ἀνθρώπους δὲν πόνεσε, ὅταν τιμωροῦνται σύμφωνα μέ τό νόμο ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ πάρα πολλὰ σφάλματά τους; Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ παράδοξο, ὅτι, ἀφοῦ ἔμαθαν τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶδαν ὅτι ἐναντιώθηκαν στὸν Θεό, πόνεσαν οἱ ἄγγελοι. Ὁ Μωυσῆς πόνεσε μετὰ τὴν εἰδωλολατρία τῶν Ἰσραηλιτῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Ἐάν τούς συγχωρήσεις τὴν ἁμαρτία, συγχώρησέ την. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, σβῆσε καὶ μένα ἀπὸ τὸ βιβλίο πού μὲ ἔγραψες». Τί σημαίνει αὐτό; Βλέπεις τὴν ἀσέβεια καὶ πονᾶς γι’ αὐτοὺς πού τιμωροῦνται; Γι’ αὐτὸ βέβαια πονῶ, λέγει, ἐπειδὴ τιμωροῦνται καὶ δίνουν ἀφορμὲς γιὰ δίκαιες τιμωρίες. Καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ, ὅταν εἶδε τὸν ἄγγελο νὰ ἐξολοθρεύει τοὺς ἀνθρώπους, φώναξε δυνατὰ καὶ θρήνησε καὶ εἶπε: «Ἀλλοίμονο, Κύριε, γιατί ἐξολοθρεύεις τοὺς ὑπόλοιπους Ἰσραηλίτες»; Καὶ ὁ Ἱερεμίας λέγει: «Τιμώρησέ μας, Κύριε, ἀλλά ὕστερα ἀπὸ σκέψη καὶ ὄχι πάνω στὸ θυμό σου, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἀφήσεις πολὺ λίγους».
Ὁ μὲν Μωυσῆς λοιπὸν καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ καὶ ὁ Ἱερεμίας πονοῦν, οἱ δὲ δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ δὲν ὑπέφεραν καθόλου γιὰ τὰ δικά μας κακά; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ αὐτό; Ὅτι λοιπὸν θεωροῦν δικά τους τὰ δικά μας, μάθε πόση χαρὰ ἔδειξαν, ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Κύριος συμφιλιώθηκε μαζί μας. Ἐὰν ὅμως δὲν πονοῦσαν προηγουμένως, δὲν θὰ χαίρονταν ἀργότερα· καὶ ὅτι χαίρονταν, εἶναι φανερὸ ἀπ’ αὐτὰ πού λέγει ὁ Χριστός: «Ὅτι θὰ εἶναι χαρὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ πού μετανοεῖ». Ἐὰν ὅμως χαίρονται οἱ ἄγγελοι ὅταν βλέπουν ἕναν ἁμαρτωλὸ πού μετανοεῖ, σήμερα πού βλέπουν μὲ τὴν ἐκλεκτὴ προσφορὰ ν’ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, πῶς δὲν θὰ ἔνιωθαν τὴ μεγαλύτερη χαρά;
Ἄκουσε ὅμως καὶ ἀπὸ ἀλλοῦ τὴ χαρὰ τῶν δυνάμεων τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τὴ δική μας συμφιλίωση. Γιατί ὅταν γεννήθηκε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ εἶδαν ὅτι συμφιλιώθηκε πιὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους -γιατί δὲν θὰ κατέβαινε στὴ γῆ, ἂν δὲν συμφιλιωνόταν-, ἀφοῦ εἶδαν λοιπὸν αὐτὸ καὶ ἔστησαν χορὸ πάνω στὴ γῆ φώναζαν καὶ ἔλεγαν:«Ἂς εἶναι δόξα στὸν Θεὸ στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ, ἂς ὑπάρχει εἰρήνη στὴ γῆ καὶ ἀγαθὴ προαίρεση στοὺς ἀνθρώπους». Καὶ γιὰ νὰ μάθεις, ὅτι γι’ αὐτὸ δοξάζουν τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἀπόλαυσε ἡ γῆ τὰ ἀγαθά, πρόσθεσαν καὶ τὴν αἰτία, λέγοντας: «Ἂς ὑπάρχει εἰρήνη στὴ γῆ καὶ ἀγαθὴ προαίρεση στοὺς ἀνθρώπους», σ’ αὐτοὺς πού ἦταν ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀχάριστοι. Εἶδες πῶς δοξάζουν τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ξένα ἀγαθά; ἡ καλύτερα γιὰ τὰ δικά τους, γιατί θεωροῦν ὅτι εἶναι δικά τους τὰ δικά μας ἀγαθά. Θέλεις νὰ μάθεις, ὅτι χαίρονταν καὶ σκιρτοῦσαν καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ δοῦν τὸν Κύριο ν’ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς; Ἄκουσε τὸν Χριστὸ πού λέγει, ὅτι ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν διαρκῶς. καὶ αὐτὸ δείχνει ὅτι ἐπιθυμοῦσαν νὰ δοῦν τὸ παράξενο θέαμα.
Και ἀπὸ ποῦ φαίνεται, ὅτι ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν; Ἄκουσε τὸν Χριστὸ πού λέγει: «Ἀπὸ τώρα θὰ δεῖτε τὸν οὐρανὸ ἀνοιγμένο καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ». Γιατί τέτοια εἶναι ἡ συνήθεια αὐτῶν πού ἀγαποῦν δὲν περιμένουν τὴν κατάλληλη στιγμή, ἀλλά ἀπὸ τὴ χαρὰ τους προλαβαίνουν τὴν προθεσμία. Γι’ αὐτὸ κατεβαίνουν, ἐπειδὴ βιάζονται νὰ δοῦν τὸ καινούριο καὶ παράξενο ἐκεῖνο θέαμα, δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο πού ἐμφανίστηκε στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ ὑπῆρχαν παντοῦ ἄγγελοι, καὶ ὅταν γεννήθηκε, καὶ ὅταν ἀναστήθηκε, καὶ σήμερα πού ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Γιατί λέγει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «Νὰ δύο μὲ λευκὰ φορέματα», πού φανερώνουν μὲ τὴν ἐμφάνιση τὴ χαρά τους, καὶ εἶπαν στοὺς μαθητές: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, γιατί στέκεστε ἔκπληκτοι; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, πού ἀναλήφθηκε ἀπό σᾶς στὸν οὐρανό, θὰ ἔρθει κατά τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως τὸν εἴδατε τώρα νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ».
5. Ἐδῶ σᾶς παρακαλῶ νὰ προσέξετε ἰδιαίτερα. Γιατί λοιπὸν τὰ λέγουν αὐτὰ οἱ ἄγγελοι; Μήπως δὲν εἶχαν μάτια οἱ μαθητές; μήπως δὲν ἔβλεπαν αὐτὸ πού γινόταν; Δὲν εἶπε ὁ εὐαγγελιστής, ὅτι ἀναλήφθηκε καθὼς τὸν ἔβλεπαν; Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν στάθηκαν κοντὰ τους οἱ ἄγγελοι λέγοντάς τους, ὅτι ἀνέβηκε στὸν οὐρανό; Γι’ αὐτοὺς τοὺς δύο λόγους, ὁ πρῶτος, γιατί πάντοτε στενοχωριοῦνταν οἱ μαθητὲς γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι βέβαια στενοχωριοῦνταν, ἄκουσε τί τοὺς ἔλεγε: «Κανεὶς ἀπό σᾶς δὲν μ’ ἐρωτᾶ ποῦ πηγαίνεις; Ἀλλά ἡ λύπη ἔχει γεμίσει τὴν καρδιά σας, ἐπειδὴ σᾶς εἶπα αὐτὰ».
Ἐὰν λοιπόν δὲν ὑποφέρουμε, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ φίλους καὶ συγγενεῖς μας, πῶς οἱ μαθητὲς ὅταν ἔβλεπαν ν’ ἀποχωρίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Σωτήρας, ὁ διδάσκαλος, ὁ προστάτης, ὁ φιλάνθρωπος, ὁ ἥμερος, ὁ ἀγαθός, πῶς δὲν θὰ στενοχωριοῦνταν; πῶς δὲν θὰ πονοῦσαν; Γι’ αὐτὸ στάθηκε ἐκεῖ ὁ ἄγγελος, γιὰ νὰ καταπραΰνει μὲ τὴν ἐπάνοδο τοῦ Κυρίου τὴ λύπη πού τοὺς προξένησε ἡ ἀναχώρησή του. Γιατί λέγει: «Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς πού ἀναλήφθηκε ἀπό σᾶς στὸν οὐρανό, θὰ ἔρθει κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο». Λυπηθήκατε λέγει, γιατί ἀναλήφθηκε; Ἀλλά μὴ λυπᾶστε πιά, γιατί θὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι. Γιὰ νὰ μὴ κάμουν λοιπὸν ἐκεῖνο πού ἔκαμε ὁ Ἐλισσαῖος, ὅταν εἶδε τὸ διδάσκαλό του ν’ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ καὶ ἔσκισε τὰ ροῦχα του -γιατί δὲν στάθηκε κανένας κοντά του νὰ τοῦ πεῖ, ὅτι θὰ ἐπιστρέψει ὁ Ἠλίας-, γιὰ νὰ μὴν κάμουν λοιπὸν τὸ ἴδιο καὶ αὐτοί, γι’ αὐτὸ στάθηκαν κοντὰ τους οἱ ἄγγελοι παρηγορώντας τὴ λύπη τους.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἕνας λόγος τῆς παρουσίας τῶν ἀγγέλων. Ὑπάρχει ὅμως καὶ δεύτερος ὄχι μικρότερος, γι’ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε, «πού ἀναλήφθηκε». Ποιὸς λοιπὸν εἶναι αὐτός; Ὁ Ἰησοῦς ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. Ὅμως ἡ ἀπόσταση ἦταν μεγάλη καὶ τὰ ἀνθρώπινα μάτια δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ δοῦν ὡς τοὺς οὐρανοὺς τὸ σῶμα πού ἀναλήφθηκε. Ἀλλά ὅπως ἕνα πουλὶ πού πετᾶ στὰ ὕψη, ὅσο πιὸ ψηλὰ ἀνεβαίνει, τόσο περισσότερο χάνεται ἀπὸ τὰ μάτια μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τὸ σῶμα ἐκεῖνο, ὅσο ἀνέβαινε πιὸ ψηλά, τόσο περισσότερο χανόταν, ἐπειδὴ ἡ ἀδυναμία τῶν ματιῶν τους δὲν μποροῦσε νὰ τὸ παρακολουθήσει σ’ ὅλο τὸ μῆκος τῆς ἀπόστασης. Γι’ αὐτὸ στάθηκαν κοντὰ τους οἱ ἄγγελοι, λέγοντας ὅτι ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ μὴ νομίζουν ὅτι ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ ὅπως ὁ Ἠλίας, ἀλλ’ ὅτι ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ λέγει, «πού ἀναλήφθηκε ἀπό σᾶς στὸν οὐρανό».
Και αὐτὸ βέβαια δὲν τὸ πρόσθεσε χωρὶς λόγο. Ὁ Ἠλίας λοιπὸν ἀναλήφθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, γιατί ἦταν ἄνθρωπος. Ὁ Ἴησοῦς ὅμως ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό, γιατί ἦταν Θεός. Ὁ Ἠλίας ἀναλήφθηκε μὲ πύρινο ἅρμα, ὁ Ἰησοῦς μὲ νεφέλη. Γιατί, ὅταν ἔπρεπε νὰ καλέσει ὁ Θεὸς τὸν Ἠλία, ἔστειλε ἅρμα καὶ ὅταν κάλεσε τὸν Υἱό του, ἔστειλε βασιλικὸ θρόνο -καὶ ὄχι μόνο βασιλικὸ θρόνο, ἀλλά τὸν ἴδιο τὸν πατρικὸ θρόνο; Ἐπειδή γιὰ τὸν Πατέρα λέγει ὁ Ἠσαΐας: «Ἰδού, ὁ Κύριος κάθεται ἐπάνω σ’ ἐλαφριὰ νεφέλη». Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Πατέρας κάθεται ἐπάνω σὲ νεφέλη, γι’ αὐτὸ καὶ στὸν Υἱό ἔστειλε τὴ νεφέλη. καὶ ὁ Ἠλίας, ὅταν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, ἄφησε στὸν Ἔλισσαῖο τὴ μηλωτὴ του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ὅταν ἀναλήφθηκε ἄφησε στοὺς μαθητὲς του τὰ χαρίσματα, πού ἔκαναν ὄχι ἕναν προφήτη, ἀλλά χιλιάδες Ἐλισσαίους, καὶ μάλιστα πολὺ μεγαλύτερους καὶ σημαντικότερους ἀπὸ ἐκεῖνον.
Ἂς σταματήσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί, καὶ ἂς προσέξουμε πρὸς τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Κυρίου. Γιατί καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ πρόσταγμα, μὲ φωνὴ ἀρχαγγέλου· καὶ ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, πού θ’ ἀπομένουμε τότε στὴ ζωή, θ’ ἁρπαχθοῦμε μὲ σύννεφα γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα», ἀλλά ὄχι ὅλοι. Ὅτι λοιπὸν δὲν θὰ ἁρπαχθοῦμε ὅλοι, ἀλλά ἄλλοι θὰ παραμείνουν καὶ ἄλλοι θὰ ἁρπαχθοῦμε, ἄκουσε τί λέγει ὁ Χριστός: «Τότε θὰ βρεθοῦν δύο γυναῖκες ν’ ἀλέθουν στὸν ἴδιο μύλο. Ἡ μία παραλαμβάνεται καὶ ἡ ἄλλη ἀφήνεται. Δύο θὰ βρίσκονται στὸ ἴδιο κρεβάτι. Ὁ ἕνας παραλαμβάνεται καὶ ὁ ἄλλος ἀφήνεται».
Τί θέλουν νὰ ποῦν αὐτὰ τὰ αἰνιγματικὰ λόγια; τί θέλει νὰ πεῖ αὐτὸ τὸ ἀπόκρυφο μυστήριο; Μὲ τὸ μύλο μᾶς φανέρωσε ὅλους ἐκείνους πού ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ στὴ δυστυχία καὶ μὲ τὸ κρεβάτι καὶ τὶς ἀνέσεις ὑπονοεῖ ὅλους ἐκείνους πού ζοῦν μέσα στὰ πλούτη καὶ τὶς τιμές. Καὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξει ὅτι καὶ ἀπό τούς φτωχοὺς σώζονται καὶ ὁδηγοῦνται στὴν ἀπώλεια, εἶπε ὅτι καὶ ἀπ’ τὶς δύο πού βρίσκονται στὸ μύλο ἡ μία παραλαμβάνεται καὶ ἡ ἄλλη ἀφήνεται· καὶ ἀπό τούς δύο πού εἶναι στὸ κρεβάτι ὁ ἕνας παραλαμβάνεται καὶ ὁ ἄλλος ἀφήνεται. Ἔτσι δηλώνει ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀφήνονται ἐδῶ καὶ περιμένουν τὴν τιμωρία, ἐνῶ οἱ δίκαιοι ἁρπάζονται στὰ σύννεφα. Ὅπως δηλαδὴ, ὅταν ὁ βασιλιὰς πηγαίνει σὲ μία πόλη, ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ὅσοι ἔχουν μεγάλη οἰκειότητα μαζί του, τὸν συναντοῦν ἀφοῦ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, οἱ κατάδικοι ὅμως καὶ οἱ τιμωρημένοι φυλάγονται στὶς φυλακὲς περιμένοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ βασιλιᾶ, ἔτσι καὶ ὅταν ἔρχεται ὁ Κύριος, ὅσοι ἔχουν παρρησία τὸν συναντοῦν στὸν ἀέρα, οἱ κατάδικοι ὅμως καὶ ὅσοι αἰσθάνονται τὸ βάρος τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν στὴ συνείδησή τους περιμένουν στὴ γῆ τὸν κριτή.
Τότε καὶ ἐμεῖς θὰ ἁρπαχθοῦμε στὸν οὐρανό. Δὲν εἶπα, ἐμεῖς, κατατάσσοντας καὶ τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς πού ἁρπάζονταν δὲν εἶμαι τόσο ἀναίσθητος καὶ ἀχάριστος, ὥστε νὰ μὴ γνωρίζω τὶς ἁμαρτίες μου. Γιατί, ἂν δὲν φοβόμουν μήπως καταστρέψω τὴ χαρὰ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, θὰ ἔχυνα πικρὰ δάκρυα, καθὼς θυμήθηκα αὐτὰ τὰ λόγια, γιατί θυμήθηκα τὶς δικές μου ἁμαρτίες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν θέλω νὰ ταράξω τὴ χαρὰ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, ἐδῶ θὰ σταματήσω τὴν ὁμιλία μου, ἀφοῦ σᾶς ἀφήσω ζωηρὴ τὴ μνήμη ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ὥστε οὔτε ὁ πλούσιος νὰ μὴ χαίρεται γιὰ τὸν πλοῦτο του, οὔτε ὁ φτωχὸς νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του δυστυχισμένο γιὰ τὴ φτώχεια του, ἀλλά ὁ καθένας, κατὰ τὴ συνείδησή του, νὰ κάνει εἴτε αὐτὸ εἴτε ἐκεῖνο. Γιατί οὔτε ὁ πλούσιος εἶναι εὐτυχισμένος, οὔτε ὁ φτωχὸς εἶναι δυστυχισμένος, ἀλλά ὅποιος θὰ κριθεῖ ἄξιος γιὰ τὴν ἁρπαγὴ ἐκείνη μέσα στὰ σύννεφα, εἶναι εὐτυχισμένος καὶ τρισευτυχισμένος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὁ πιὸ φτωχὸς ἀπ’ ὅλους. Ὅπως βέβαια εἶναι ἐλεεινὸς καὶ τρισάθλιος ὁ ἁμαρτωλός, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὁ πιὸ πλούσιος ἀπ’ ὅλους. Γι’ αὐτὸ τὰ λέγω, γιὰ νὰ θρηνοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ὅσοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, καὶ νὰ παίρνουν θάρρος ὅσοι ἀγωνίζονται ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας ἤ καλύτερα, νὰ μὴν παίρνουν μόνο θάρρος, ἀλλά καί νὰ προφυλάγονται οὔτε ἐκεῖνοι νὰ θρηνοῦν μόνο, ἀλλά καὶ ν’ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς.

Γιατί εἶναι δυνατὸν καὶ ὁ κακός, ἀφοῦ ἐγκαταλείψει τὴν πονηρία, νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἴσος μ’ ἐκείνους πού ἀπὸ τὴν ἀρχή ζοῦν ἐνάρετα. Αὐτὸ ἂς φροντίσουμε καὶ ἐμεῖς. Καὶ ὅσοι αἰσθάνονται ὅτι εἶναι ἐνάρετοι, ἂς παραμένουν στὴν εὐσέβεια, μεγαλώνοντας πάντοτε αὐτὸ τὸ καλὸ ἀπόκτημα καὶ αὐξάνοντας τὸ προηγούμενο θάρρος τους. Ὅσοι ὅμως δὲν ἔχουμε θάρρος καὶ αἰσθανόμαστε τὸ βάρος πολλῶν ἁμαρτιῶν μας, ἂς ἀλλάξουμε τρόπο ζωῆς, ὥστε, ἀφοῦ ἀποκτήσουμε τὸ θάρρος τῶν ἄλλων, νὰ ὑποδεχθοῦμε ὅλοι μαζὶ καὶ μὲ τὴν ἴδια ψυχικὴ διάθεση καὶ μὲ τὴν τιμὴ πού ἁρμόζει τὸ βασιλιὰ τῶν ἀγγέλων, καὶ ν’ ἀπολαύσουμε τὴ μακάρια ἐκείνη χαρὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, τώρα, καὶ πάντοτε, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πανήγυρις Ιεράς Μονής Αγίω Πατέρων Σχιστού Περάματος


Θυρανοίξια Παρεκκλησίου Αγίου Λουκά του Ιατρού


    





Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Κυριακή της Σαμαρείτιδος



«Ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Ἰωάν. δ’ 5) Ἡ περιοχὴ ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν Ἰουδαία μέχρι τὴ Γαλιλαία ὀνομάζεται Σαμάρεια. Τὸ ὄνομά της τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸ βουνὸ Σαμάρεια. Ὁ δρόμος ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴ Γαλιλαία ἐξακολουθεῖ νὰ περνάει ἀπὸ τὴ Συχὰρ (τὴ σημερινὴ Ἄσκαρ). Ἐκεῖ εἶναι ἕνα κομμάτι γῆς πού τὸ εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἰακὼβ ἀπό τούς γιοὺς τοῦ Ἐμώρ κι ἔχτισε ἐκεῖ ἕνα θυσιαστήριο, πού τὸ ὀνόμασε «Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ» (Γέν. λγ’ 19-20). Ἀργότερα ὁ Ἰακὼβ δώρησε τὴ γῆ αὐτὴ στὸ γιὸ του Ἰωσήφ.
«Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη» (Ἰωάν.δ΄ 6). Ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακὼβ εἴτε ἐπειδὴ ὁ προπάτοράς μας Ἰακὼβ εἶχε κατοικήσει κοντὰ στὸ πηγάδι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια του εἴτε ἐπειδὴ τὸ πηγάδι αὐτὸ τὸ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Κουρασμένος ἀπὸ τὸν ἀπόκρημνο καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐκεῖ, ὁ Κύριος κάθησε δίπλα στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἡ ἕκτη ὥρα, ὅπως τὴ μετροῦσαν στὴν Ἀνατολή, ἦταν ἡ μεσημβρία.
Ὁ Κύριος ἔφτασε ἐκεῖ τὴν ὥρα πού ὁ ἥλιος μεσουρανοῦσε κι ἡ ζέστη ἦταν μεγάλη. Ἦτανκεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας πού ἔκανε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅπως κεκοπιακώς ἦταν κι ἀργότερα, ὅταν ἀνέβαινε στὸ σταυρὸ αἱμόφυρτος καὶ πονεμένος. Γιατί δὲν ταξίδεψε νύχτα, πού εἶχε καὶ δροσιά; Οἱ νύχτες γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ἀφιερωμένες στὴν προσευχή. Κι ἂν ὑποθέσουμε στὴ συγκεκριμένη περίπτωση πώς θὰ ταξίδευε νύχτα, τὸ εὐαγγέλιο θὰ ἦταν φτωχότερο κατὰ ἕνα μοναδικὸ γεγονὸς κι ἀπὸ μιὰ πολὺ διδακτικὴ καὶ σωστικὴ ἀποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, μὲ τὰ πόδια, στοὺς ἀνηφορικοὺς κι ἀπότομους δρόμους καὶ μὲ μεγάλη ζέστη, κουρασμένος καὶ δίψασμένος, γιατί βιαζόταν νὰ ἐκμεταλλευτεῖ κάθε στιγμὴ τοῦ ἐπίγειου βίου Του, μέρα καὶ νύχτα, γιὰ τὴ σωτηρία μας.
«Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν». (Ἰωάν. δ’ 7). Ὁ εὐαγγελιστής τονίζει πώς ἡ γυναίκα ἦταν Σαμαρείτιδα, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι χαρακτήριζαν τοὺς Σαμαρεῖτες ὡς εἰδωλολάτρες. Δός μοι πιεῖν, τῆς εἶπε ὁ Κύριος. Ἦταν κουρασμένος καὶ διψασμένος, σημάδι πώς τὸ σῶμα Του ἦταν ἀληθινὰ ἀνθρώπινο σῶμα κι ὄχι ὁμοίωμα, ὅπως ἰσχυρίστηκαν κάποιοι αἱρετικοί. Ὅπως τὸ σῶμα Του δάκρυζε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ὑπόφερε ἀπό τούς πόνους Του στὸ σταυρό, ἔτσι εἶχε καὶ τὴν αἴσθηση τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας.
 Ἂν τὸ ἤθελε, θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνάγκη αὐτή, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτήν. Θὰ μποροῦσε μὲ τὴ θεϊκή Του δύναμη νὰ τὴν ἀναστείλει γιὰ κάποιο διάστημα ἡ καὶ νὰ τὴν καταργήσει ἐντελῶς. πῶς ὅμως ἔτσι θὰ ‘δειχνε ὅτι ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος; Πῶς θὰ μποροῦσε«κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι»; (Ἑβρ. β’ 17), πῶς θὰ τοὺς ὀνόμαζε ἀδελφούς Του; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς διδάξει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὶς θλίψεις, ἂν ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ὑποφέρει καὶ δὲν εἶχε ὑπομείνει τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς; Καὶ τελευταῖο, θὰ μποροῦσε ἡ τελικὴ νίκη Του νὰ ‘χει τὴ λαμπρότητα πού μᾶς δυναμώνει καὶ μᾶς φωτίζει στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, ἂν ὁ Ἴδιος δὲν τὰ εἶχε ὑπομείνει πρῶτος ὅλα καὶ μάλιστα στὸν ὕψιστο βαθμό;
Θὰ ρωτήσει κανείς: «Πῶς γίνεται Ἐκεῖνος πού μποροῦσε νὰ πολλαπλασιάσει τοὺς ἄρτους καὶ νὰ περπατάει στὸ νερό, σάν σὲ στέρεο ἔδαφος, νὰ μὴν μπορεῖ μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο κοπιαστικὸ καὶ μακρὺ ταξίδι, μ’ ἕνα Του λόγο (ἢ καὶ μὲ μιά Του σκέψη) ν’ ἀνοίξει ξαφνικὰ μιὰ πηγὴ μὲ νερὸ στὸ βράχο ἡ στὴν ἄμμο καὶ νὰ σβήσει τὴ δίψα του;».
Σίγουρα αὐτὸ ἀνήκει στὴ δύναμή Του. Τὸ ἔκανε ὁ Μωυσῆς αὐτὸ στὴν ἔρημο. Τὸ ἔκαναν καὶ πολλοὶ ἅγιοι στὸ ὄνομά Του, ἀπὸ τότε πού ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μας. Πῶς λοιπὸν δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει ὁ Ἴδιος; Μποροῦσε, μὰ δὲν ἤθελε. Ποτὲ Του δὲν ἔκανε οὔτε ἕνα μοναδικὸ θαῦμα μόνο γιὰ τὸ δικό Του καλό, γιὰ νὰ ταΐσει, νὰ ποτίσει ἤ νὰ ντύσει τὸν ἑαυτό Του. Ὅλα τὰ θαύματα τὰ ἔκανε γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει σκιὰ ἰδιοτέλειας στὴ ζωή Του. Ἀκόμα κι ὅταν μικρὸ παιδὶ ἔφυγε γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸ ξίφος τοῦ Ἡρώδη, δὲν τὸ ἔκανε γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλά γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὥρα Του δὲν εἶχε φτάσει ἀκόμα. Ὅταν ὅμως ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο Του ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν προσπάθησε ν’ ἀποφύγει τὸ θάνατο, δὲν ἔφυγε. Ἀντίθετα, πῆγε νὰ τὸν συναντήσει.
Ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κάθε συμπεριφορά Του καὶ κάθε ἔργο πού ἔκανε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, τὰ πάντα καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς κι ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη σοφία Του.
Δός μοι πιεῖν. Ὁ Δημιουργὸς τὸ ζητάει αὐτὸ ἀπὸ τὸ πλάσμα Του. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀντηχοῦν ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε μόνο στὴ Σὰμαρείτιδα. Ἀπευθύνονται σ’ ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Δός μοι πιεῖν, λέει σήμερα ὁ Χριστὸς στὸν καθένα μας. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ νεροῦ, Ἐκεῖνος πού παρέχει τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, τὰ ποτάμια καὶ τὶς πηγές, δὲν τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ διψάει γιὰ νερό. Διψάει γιὰ τὴν ἀγαθή μας θέληση, γιὰ τὴν ἀγάπη μας. Ὅταν τοῦ δίνουμε κάτι, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ δικό μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ δικό Του. Κάθε ποτήρι νερὸ πού ἔχουμε στὴ γῆ δικό Του εἶναι, Ἐκεῖνος τὸ δημιούργησε. Γιὰ κάθε ποτήρι ψυχροῦ ὕδατος πού δίνουμε στοὺς ἀδελφούς Του τοὺς ἐλαχίστους, ἔχει πληρώσει μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του. Μὲ τὴν ἀνεξάντλητη κι ἀμίμητη ταπείνωσή Του ὅμως δὲν ζητάει ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα ὡς Δημιουργὸς ἀπὸ τὸ πλάσμα Του, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο. Μᾶς δείχνει ἔτσι τὴν ταπείνωσή Του καὶ φανερώνει τὴν περιορισμένη καὶ ἐνδεή ἀνθρώπινη φύση Του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ὅπως ἔχει καὶ τὸ καθῆκον νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ νὰ ἐλεήσει τὸν ἄλλον.
«Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι» (Ἰωάν. δ’ 8). Ὁ Κύριος δὲν ἦταν μόνο κουρασμένος καὶ διψασμένος, ἀλλά πεινοῦσε κιόλας, ὅπως κι οἱ μαθητές Του. Εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἀκόμα ἀπόδειξη πώς ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ πώς δὲν ἔκανε θαύματα στὶς περιπτώσεις πού ἡ θαυματουργία δὲν λειτουργοῦσε γιὰ τὸ γενικότερο καλό, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, ὥστε νὰ ἐξηγήσει γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Κύριος ζήτησε νερὸ ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἂν οἱ μαθητὲς ἦταν ἐκεῖ θὰ εἶχαν βγάλει ἐκεῖνοι νερό, ὁπότε ἡ γυναίκα δὲν χρειαζόταν ν’ ἀναφερθεῖ.
Σὲ κάθε περίπτωση ἡ Θεία πρόνοια ἤθελε νὰ δημιουργήσει τὴν εὐκαιρία γιὰ τὴ δική μας διδαχή, ὥστε ὅταν κι ἐμεῖς συναντᾶμε τὸν ἐχθρό μας στὴν ἀνάγκη του, νὰ τὸν βοηθᾶμε. Κι ὅταν τὸ ἔθνος μας βρίσκεται σὲ ἔχθρα μὲ τοὺς γειτονικοὺς λαούς, ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι νὰ μὴν τολμᾶμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴν ἔχθρα σὲ κάθε ἄνθρωπο τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Ὅταν μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, εἶναι καθῆκον μας νὰ βοηθᾶμε κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἀνάγκη, χωρὶς νὰ προσέχουμε ἂν ἀνήκει στὸ δικό μας ἔθνος ἡ ὄχι.
«Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις» (Ἰωάν. δ’ 9). Ἡ γυναίκα εἶχε τὴν ἄποψη πού εἶχαν ὅλοι στὴν ἐποχή της, πώς ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ μισεῖ μόνο ἕνα ἐχθρικὸ ἒθνος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο πού ἀνήκει στὸ ἔθνος αὐτό. Στὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ὁ Κύριος ἐπισήμανε τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μίσος πού ἔνιωθαν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες. Καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατί κι οἱ Σαμαρεῖτες ἔνιωθαν τὸ ἴδιο μίσος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Γιὰ νὰ σπάσει τὸ φράγμα τοῦ μίσους ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, πρέπει πρῶτα νὰ σπάσει κανεὶς τὸ φράγμα πού δημιουργεῖ τὸ μίσος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς λογικὸς τρόπος γιὰ νὰ θεραπεύσει κανεὶς τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀρρώστια τοῦ ἀμοιβαίου μίσους.
«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν» (Ἰωάν. δ’ 10). Ἡ . δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ τόσο μὲ τὴν ὑλικὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια. Ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ἄποψη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοήσουμε πώς ἀναφέρεται σ’ ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγαθότητά Του δημιούργησε καὶ ἔδωσε γιὰ χρήση καὶ βοήθεια στὸν ἄνθρωπο.
 Ἂν ἐσύ, γυναίκα, γνώριζες πώς τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἀνήκει οὔτε στοὺς Σαμαρεῖτες οὔτε στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλ’ εἶναι τοῦ Θεοῦ· ἂν γνώριζες πώς ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἔβαλε πινακίδες πού νὰ λένε πώς «αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες» ἡ «γιὰ τοὺς Ἰουδαίους», ἀλλά «γιὰ τοὺς ἀνθρώπους», τότε θὰ ἔβγαζες τὸ νερὸ αὐτὸ μὲ δέος, ἀφοῦ εἶναι δῶρο Θεοῦ, καὶ θὰ τὸ ἔδινες στὸ διψασμένο ἄνθρωπο νὰ πιεῖ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερο δέος, ἀφοῦ τὸ προσφέρεις στὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο· κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δῶρο Θεοῦ στὸν κόσμο.
Ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη τώρα, ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Παραδίνοντας ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ὁ Θεὸς τοῦ δίνει τὸν Ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό. Ἂν ἐσύ, γυναίκα, γνώριζες τί πολύτιμο δῶρο ἔστειλε ὁ Θεὸς στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Σαμαρεῖτες, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τούς ἄλλους λαοὺς χωρὶς ἐξαίρεση, ἡ ψυχή σου θὰ ἔτρεμε. Θὰ ἔκλαιγες ἀπὸ χαρά, θὰ ἔμενες ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲν θὰ τολμοῦσες νὰ σκέφτεσαι κὰν γιὰ ἀμοιβαία ἔχθρα καὶ γιὰ μίσος ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Σαμαρεῖτες.
Νὰ ξέρεις πώς ἂν ἐπρόκειτο νὰ σοῦ ἀποκαλυφτοῦν ὅλα τὰ μυστήρια Ἐκείνου πού τώρα μιλάει μαζί σου, Αὐτοῦ πού κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἐξωτερική Του ἐμφάνιση τὸν λογαριάζεις γιὰ κάποιον συνηθισμένο ἄνθρωπο, πού ἀπὸ τὰ ροῦχα πού φοράει κι ἀπὸ τὸν τρόπο πού μιλάει τὸν θεωρεῖς Ἰουδαῖο, «σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν». Μὲ τὸ «ὕδωρ ζῶν». ἐννοεῖ ὁ Κύριος τὴν φωτιστικὴ καὶ ζείδωρη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ὑποσχέθηκε στοὺς πιστούς. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη» (Ἰωάν. ζ’ 38-39). Ἡ γυναίκα ὅμως δὲν ἤξερε καὶ δὲν καταλάβαινε τίποτα ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ καὶ γι’ αὐτὸ συνέχισε νὰ ρωτάει:
«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλι ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’ 13, 14). Δούλους δὲν ἔχεις, δοχεῖο δὲν ἔχεις, τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Πῶς λοιπὸν θ’ ἀντλήσεις τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερό; Ἡ γυναίκα ἔβλεπε τὸν Κύριο κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας, τὸν λογάριαζε κάποιον συνηθισμένο θνητό, ἕναν ἀβοήθητο ἄνθρωπο. Ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε καὶ τώρα, ὀνομάζεται τὸ νερὸ πού βγαίνει ἀπὸ πηγή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ νερὸ πού ἀντλοῦμε ἀπὸ πηγάδια καὶ στέρνες.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ πηγαδίσιο νερὸ πού ὀνομάζεται δροσερό, ζῶν ὕδωρ, ὅταν τὸ πηγάδι αὐτὸ τροφοδοτεῖται ἀπὸ πηγή. Ἡ πηγὴ βρίσκεται στὸν πυθμένα τοῦ πηγαδιοῦ, ἀπ’ ὅπου ρέει τὸ νερὸ καὶ τὸ γεμίζει. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως τῆς ἔρχεται μιὰ δεύτερη σκέψη καὶ βιάζεται νὰ τὴν ἐξωτερικεύσει: μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ; Σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Μήπως μπορεῖς ἐσὺ νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγὴ νεροῦ, δίπλα στὴν πρώτη; Ὁ πατέρας μας Ἰακὼβ δὲν δημιούργησε τὴν πηγή, ἀλλ’ ἁπλά τὴν ἔχτισε καὶ τὴν περιόρισε. Ἂν ἐσύ μπορεῖς νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγή, νὰ φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αὐτὸ θὰ ἦταν ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε βέβαια θὰ ἤσουν μείζων τοῦ πατέρα μας Ἰακώβ. Εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον; Τὸ πηγάδι αὐτὸ τοῦ Ἰακὼβ ἔχει τόσο ἄφθονο νερό, ὥστε ἀπ’ αὐτὸ ἤπιε ὁ ἴδιος, ἤπιαν τὰ παιδιά του, τὰ ζωντανά του κι ὅλοι ἐμεῖς πού ζοῦμε ἐδῶ κοντά, καθὼς κι οἱ ταξιδιῶτες πού περνοῦν ἀπ’ ἐδῶ, κι οἱ ἐπισκέπτες. Κι αὐτὸ γίνεται αἰῶνες τώρα καὶ τὸ νερὸ στὸ πηγάδι δὲν στερεύει. Μήπως ἐσύ μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι καλλίτερο κι ἀνώτερο ἀπ’ αὐτό;
Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Σαμαρείτιδας ἀπὸ τὴ μιὰ φανερώνουν τὴν ὑπερηφάνειά της γιὰ τὸν πατέρα τους Ἰακώβ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀμφιβολία, κάτι σὰν εἰρωνεία στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Δὲν ἦταν τόσο ἀγενὴς καὶ δημόσια ἡ εἰρωνεία ὅσο ἐκείνη πού ἔγινε κατὰ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πού ἄκουσαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς λέει πώς κοιμᾶται τὸ κορίτσι τὸν περιγελοῦσαν (κατεγέλων αὐτοῦ), ἦταν ὅμως μιὰ ἔμμεση καὶ κρυφὴ εἰρωνεία. Ὁ Κύριος ὅμως πού σκοπὸ Του εἶχε νὰ τραβήξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἦταν προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ ἐμπαιγμοὺς καὶ εἰρωνεῖες τόσο ἀπὸ ἀνθρώπους ὅσο κι ἀπὸ δαίμονες. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μέμφεται τὴ γυναίκα γι’ αὐτὴν τὴν αἰχμηρὴ εἰρωνεία, ἀλλά προχωρεῖ μὲ στόχο τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της:
«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’ 13,14). Ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾶ στὴ γυναίκα μὲ τὸν τρόπο πού θὰ ‘θελε ἐκείνη. Δὲν θὰ τῆς πεῖ πόσο ἀνώτερος εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἐκεῖνος βλέπει τὴν αἰτία τῆς παρανόησης ἀνάμεσα στὸν Ἴδιο καὶ στὴ γυναίκα, ἡ γυναίκα ὅμως δὲν τὴ βλέπει.
Ἡ παρανόηση προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὸς τῆς μιλάει γιὰ τὸ πνευματικὸ νερό, τὸ ζωογόνο. Ἡ γυναίκα ὅμως εἶναι μαθημένη νὰ σκέφτεται μὲ τὴ γήινη ἀντίληψη, ἐκείνη πού νιώθουν κι οἱ αἰσθήσεις. Ἐκείνη κατανοεῖ τὸ νερὸ πού μπορεῖ νὰ δεῖ, πού δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεδιψάει πρόσκαιρα τὴ φυσικὴ δίψα. Τὸ ζῶν ὕδωρ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωοποιὸς Θεία Χάρη πού ἀναζωογονεῖ καὶ ξεδιψάει τὴν ψυχή, πού τὴν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ἀκόμα βρίσκεται στὴν παροῦσα .Ὅταν ἡ ζωοποιὸς αὐτὴ Χάρη εἰσέρχεται στὸν ἄνθρωπο, ἀνοίγει μέσα του μιὰ ἀνεξάντλητη πηγὴ ζωῆς, χαρᾶς καὶ δύναμης.
«Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν»(Ἰωάν. 15). Ἡ γυναίκα βρίσκεται ἀκόμα ἐγκλωβισμένη στὴ δική της ἀντίληψη, σκέφτεται ἀκόμα τὸ ἐπίγειο νερό. Στὴν καλλίτερη περίπτωση θὰ ‘παιρνε τὸν Κύριο γιὰ κάποιον μάγο, ἱκανό νὰ κάνει ἕνα θαῦμα μὲ ἀπάτη. Γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει λοιπὸν τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ ἀντίληψη τῆς γυναίκας ὁ Κύριος, γυρίζει ξαφνικὰ τὴ συζήτηση σὲ ἄλλο θέμα.
«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας» (Ἰωάν. δ’ 16-18). Τῆς τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν μάθει νὰ σκέφτεται πνευματικά, ὄχι σαρκικά. Ὁ Κύριος δὲν τὸ λογαριάζει συνετὸ νὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστά της, μὰ νὰ δείξει πώς ὁ Ἴδιος εἶναι προφήτης. Ξέρει πώς αὐτὸ θὰ ἔχει τὸ ἴδιο δυνατὸ ἀποτέλεσμα μὲ τὴ θαυματουργία. Ὑπάγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς δὲν ἔχει ἄντρα, μὰ θέλει ν’ ἀκούσει τὴ δική της ἀπάντηση. Τὴν ταρακουνᾶ, φανερώνοντας τὴν παντογνωσία Του.
Πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες. Αὐτὴ ἦταν μιὰ δυνατὴ ἔκπληξη γιὰ τὴ γυναίκα. Τώρα ὅμως ἀκούει κι ἕνα ἔνοχο μυστικό της, πού πολὺ θὰ ‘θελε νὰ κρύψει, ὅπως, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ. Αὐτὸ λειτούργησε σὰν κεραυνὸς πού ἄστραψε στὸν γαλανὸ οὐρανό.
Ἀλλά μὴν κατακρίνεις τὴ Σαμαρείτιδα, ἀνθρώπινη ψυχή. Μὴ τὴν καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τὸν ἑαυτό σου: «Ποιὸς εἶναι ὁ σύζυγός μου;» Δὲν εἶχες ἤδη πέντε ἄντρες ἴσαμε τώρα; Κι ὁ σύντροφος πού ἔχεις τώρα δὲν εἶναι κάποιος ἄλλος κι ὄχι ὁ νόμιμος σύζυγός σου; Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκκλησία. Κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Μὲ λίγα λόγια, σύζυγος (Νυμφίος) τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως παραμένεις δεμένη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἂν εἶσαι «συζευγμένη» μ’ αὐτὸν κι ἂν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου εἶναι ταιριασμένες μαζί του, τότε θὰ βρίσκεσαι στὴν ἴδια ἁμαρτωλὴ καὶ δύστυχη κατάσταση ὅπου βρέθηκε κι ἡ Σαμαρείτιδα. Ἂν εἶσαι δυσαρεστημένη κι ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις σου, τότε τὶς ἔχεις πραγματικὰ ἀπορρίψει, ἔχεις πάρει διαζύγιο ἀπ’ αὐτές. Τότε θὰ εἶναι σὰν πέντε νεκροὶ σύζυγοι, ὁπότε ἐσύ ἀποφασίζεις νὰ ζήσεις μὲ τὸν ἕκτο σύντροφο, πού βέβαια δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου, ἀλλά διάδοχος τῶν ἄλλων πέντε, πού ὅλοι μαζὶ ὁλοκληρώνουν τὴν αἰσθητική σου ἀντίληψη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ψέμμα κι ἡ λάσπη πού ἔχουν μαζέψει οἱ αἰσθήσεις μέσα σου κι ἔχουν σχηματίσει ἕνα σωρὸ ἀπὸ σκουπίδια.
Ἡ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι συζήτηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἄπιστη ψυχή. Ἡ συνομιλία αὐτὴ περιέχει ἕνα μήνυμα γιὰ σένα. Εἶναι συνομιλία ἀνάμεσα στὸν Οὐράνιο Νυμφίο καὶ τὴ νύμφη Του, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Κύριος ἐπικέντρωσε τὴ συζήτησή Του στὸν ἄντρα τῆς Σαμαρείτιδας. Θὰ μποροῦσε νὰ ἐκτυλιχτεῖ διαφορετικὰ ἡ συζήτηση μαζί της, νὰ τῆς φανέρωνε μὲ ἄλλον τρόπο πώς ἦταν προφήτης. Θὰ μποροῦσε νὰ τῆς ἀποκαλύψει κάποιο ἄλλο μυστικὸ δικό της ἤ τῶν γονιῶν της ἡ τῶν γειτόνων της στὸ Συχάρ. Κι ἡ γνώση αὐτὴ νὰ εἶχε καταπλήξει ἐξίσου τὴ γυναίκα. Σκόπιμα ὅμως ἔφερε τὴ συζήτηση στὸ σύζυγο τῆς γυναίκας, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει νὰ προσφέρει κάτι καὶ σὲ σένα. Σὲ σένα καθὼς καὶ σ’ ὅλες τὶς ψυχὲς πού δημιούργησε ἀπὸ τὴν ἀρχή καὶ θὰ συνεχίσει νὰ δημιουργεῖ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Ἡ ἐρώτηση γιὰ τὸ σύζυγό σου, ψυχή, εἶναι ἡ σπουδαιότερη κι ἡ πιὸ ἀποφασιστική. Ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ σύντροφός σου, εἶσαι σύζυγος τοῦ προσώπου αὐτοῦ. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ὁ κόσμος, θὰ καταστραφεῖς μαζί του. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ πεθάνεις μαζί της. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ὁ διάβολος, θὰ εἶσαι μαζί του αἰώνια. Σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς παραπάνω περιπτώσεις, θὰ πίνεις νερὸ πού θὰ σοῦ προκαλεῖ ὅλο καὶ περισσότερη δίψα. Μόνο ἂν ὁμολογήσεις τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς νόμιμο Σύζυγό σου καὶ τὸν συζευχθεῖς μὲ πίστη κι ἀγάπη, θὰ πίνεις τὸ ζῶν ὕδωρ, τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερὸ πού θὰ σὲ ξεδιψάσει γιὰ πάντα καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή.
«Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν» (Ἰωάν. δ’ 19-22). Ὁ Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν’ ἀγγίξει μιὰ πνευματικὴ χορδὴ τῆς Σαμαρείτιδας. Καὶ τὸ κατορθώνει αὐτὸ ἀναφέροντας τὸ παρελθόν της. Ἡ γυναίκα, πού ὡς τότε ἔνιωθε μόνο τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψη νὰ κυριαρχοῦν μέσα της, ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ αἰσθάνεται πώς ξυπνάει ἡ πνευματικὴ ἀντίληψη, πού ὡς τότε ἦταν ναρκωμένη.
Καὶ τὸ πρῶτο πού κάνει, εἶναι ν’ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ ὡς προφήτη. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ σὰν ἀρχή. Κι ἀμέσως μετὰ ἄρχισε ν’ ἀναπτύσσεται ραγδαία τὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα. Ἔτσι θέτει στὸν Κύριο ἕνα ἐρώτημα πού ἦταν πολὺ ἐπίκαιρο στὶς μέρες της. Ποιὸ ἦταν αὐτό; οἱ ἀτέλειωτες φιλονικίες πού εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐποχὴ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες γιὰ τὸν τόπο ὅπου ἔπρεπε νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Ποιὸς ἦταν πιὸ θεάρεστος τόπος; Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἡ τὸ βουνὸ τῆς Σαμάρειας; Ποιὸς λατρεύει καλύτερα καὶ προσεύχεται σωστότερα στὸν Θεό, αὐτὸς πού κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐδῶ ἡ ὁ ἄλλος πού κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐκεῖ; οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν. Ἡ γυναίκα δὲν λέει «ἐμεῖς», ἀλλά «οἱ πατέρες ἡμῶν». Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στὸ ὄρος αὐτὸ καὶ νὰ δικαιώσει ἔτσι περισσότερο τούς Σαμαρεῖτες τῆς ἐποχῆς της. Ἦταν σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Δὲν διαλέξαμε ἐμεῖς τὸ ὄρος τοῦτο γιὰ τόπο λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ πατέρες μας· κι ἐκεῖνοι ἦταν ἀνώτεροι ἀπό μᾶς καὶ πιὸ κοντὰ στὸν Θεό.
Πάλι ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾶ στὴ γυναίκα μ’ ἕνα «ναὶ» ἡ ἕνα «ὄχι». Προχωρεῖ προσπαθώντας ν’ ἀφυπνίσει καὶ νὰ στηρίξει τὴν ψυχή της. Γύναι, πίστευσον μοι… Πίστεψε Ἐμένα, γυναίκα, ὄχι ἐκείνους πού σοῦ λένε πώς πρέπει νὰ λατρεύεις τὸν Θεὸ στὸ ὄρος αὐτὸ ἡ στὴν Ἱερουσαλήμ. Θὰ ἔρθει καιρὸς πού προσκυνήσετε τῷ πατρί οὔτε στὸ ὄρος αὐτὸ οὔτε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Κύριος σκόπιμα χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «πατὴρ» ἀντὶ γιὰ «θεοὺς» (οἱ Σαμαρεῖτες προσκυνοῦσαν καὶ «Θεὸ» καὶ «θεούς»). Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ γυναίκα θὰ κατανοήσει πώς μὲ τὴν καινούργια ἀντίληψη γιὰ τὸν Θεὸ θὰ μάθει καὶ τὴ νέα λατρεία. Ἡ λατρεία τοῦ Πατέρα δὲν θὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ συγκεκριμένο τόπο. Κι ἔτσι ἡ ἀποκλειστικότητα πού διεκδικοῦσαν οἱ Σαμαρεῖτες κι οἱ Ἰουδαῖοι καταργεῖται. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος προφητεύει κάτι πού θὰ γίνει σύντομα καὶ πού ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο.
Μ’ ὅλο πού ὁ Κύριος δίνει καὶ στὶς δυὸ αὐτὲς μορφὲς ἀποκλειστικότητας τὸ ἴδιο βάρος καὶ προφητεύει τὸ τέλος καὶ τῶν δύο, στὰ θέματα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ δίνει κάποια ὑπεροχὴ στοὺς Ἰουδαίους, ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὅ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὅ οἴδαμεν. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς ἡ γυναίκα τὸν βλέπει σὰν Ἰουδαῖο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλάει σὰν Ἰουδαῖος. Ἐσεῖς οἱ Σαμαρεῖτες, εἶπε, δὲν γνωρίζετε ποιὸν προσκυνᾶτε, γιατί προσκυνᾶτε πολλοὺς θεοὺς καὶ εἴδωλα. Ὁμολογεῖτε τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ταυτόχρονα ὅμως προσφέρετε θυσία στὰ πολυάριθμα εἴδωλα τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ Ἰουδαῖοι γνωρίζουν τουλάχιστον πώς ὑπάρχει ἕνας Θεός, μ’ ὅλο πού τὸν προσκυνοῦν καὶ κεῖνοι, ὅπως καὶ σεῖς, μὲ πετρωμένες καρδιές, μὲ σκοτισμένο νοῦ καὶ νεκρὲς συνήθειες. Παρὰ ταῦτα, ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος, ὁ Μεσσίας θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Ἰουδαίους. Ἀπὸ Ἐκεῖνον θὰ ἔρθει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στοὺς προπάτορές μας καὶ τὸ ἴδιο προφήτεψαν οἱ προφῆτες. Ἔτσι φρόντισε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ἔγιναν τὰ πράγματα.
«Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. δ’ 23-24). Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν δὲν εἶναι ἀληθινή, γιατί δὲν ξέρουν ποιὸ θεὸ προσκυνοῦν. Ἡ λατρεία στὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν εἶναι παρὰ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, «σκιὰ τῶν μελλούμενων ἀγαθῶν» (Ἑβρ. ι, 1). Τόσο τὸ ψεύτικο, τὸ μὴ ἀληθινό, ὅπως καὶ ἡ σκιά, σύντομα θὰ ἐξαφανιστοῦν καὶ στὴ θέση τους θὰ βασιλέψει ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἥλιος τῆς καινούργιας μέρας ἀνέτειλε. Ἡ αὐγὴ τῆς καινούργιας μέρας χαράζει καθαρὰ καὶ διαλύει τὸ σκοτάδι καὶ τὶς σκιές. Περνάει πολὺς καιρὸς κι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι χαραυγή. Ὅταν τὸ φῶς τῆς καινούργιας μέρας λάμψει παντοῦ, τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ θὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν γιοί Του, ὄχι σὰν δοῦλοι Του. Δὲν θὰ τὸν λατρεύουν μὲ λέξεις καὶ θυσίες νεκρές, ἀλλ’ ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια, μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα, μὲ πίστη καὶ ἒργα, μὲ σοφία κι ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος στὴν πληρότητά του θὰ λατρεύσει τὸν Θεὸ στὴ δική Του πληρότητα. Ὁ ἄνθρωπος πού συνίσταται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, θὰ τὰ καθαγιάσει καὶ τὰ δύο στὸν Θεό, καὶ θὰ τὸν προσκυνήσει μὲ τὰ δύο. Οἱ προσκυνητὲς θὰ ὑποκλιθοῦν ὄχι σὲ κάποιο πλάσμα, μὰ στὸν Ἴδιο τὸν Δημιουργό, ὄχι σὲ κακοὺς δαίμονες πού ἐμφανίζονται σὰν θεοί, ἀλλά στὸν Ἕνα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀλήθειας. Τέτοιοι εἶναι οἱ προσκυνητὲς πού ἀναζητοῦν τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Πνεῦμα ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δὲν εἶναι οὔτε σάρκα οὔτε ἄγαλμα οὔτε νεκρὸς λόγος ἤ ἕνας τόπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ τὸ κάνουν ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια. Ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ θνητὸ κόσμο γύρω του, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τοὺς θνητοὺς συμπεριφέρεται κι αὐτὸς ὡς θνητός. Ὅταν ὅμως ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ἀθάνατο Θεό, πρέπει νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ ὅ,τι εἶναι ἀθάνατο. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «οὗ γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλά ὑμᾶς» (Β’ Κόρ. ιβ’,14).
Ὁ παλιὸς κόσμος ὑπηρετοῦσε τὸν Θεὸ μὲ νομικὲς φόρμες. Πρόσφερε θυσία στὸν Θεὸ τράγους καὶ κριάρια, σεβόταν τὸ Σάββατο κι ἐκτελοῦσε τοὺς ἀπαραίτητους καθαρισμούς, εἶχε λησμονήσει ὅμως τὸ ἒλεος καὶ τὴν ἀγάπη. Διάβαζε τὰ λόγια, «θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμὲνην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’, 17), μὰ δὲν τὰ καταλάβαινε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ τηροῦσε. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς ὅμως θὰ λατρεύει τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἦρθε ὁ Κύριος στὴ γῆ, γιὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα τέτοιας λατρείας καὶ προσκύνησης. Ἡ δυσωδία τῶν τράγων καὶ τῶν κριαριῶν πού προσφέρονταν θυσία ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ πέτρινες καρδιὲς καὶ σκοτισμένες ψυχές, ἦταν προσβλητικὴ γιὰ τὸν Θεό. Παλιότερα ὅμως νὰ μὴν ἦταν δυσωδία ἀλλά εὐωδία. Τότε ὅμως οἱ θυσίες προσφέρονταν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸ Μωυσῆ. Ἡ εὐωδία αὐτὴ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὶς σάρκες τῶν ζώων, ἀλλ’ ἀπὸ τὶς εὐλαβικὲς ψυχὲς καὶ τὶς φιλόθεες καρδιὲς τῶν πιστῶν δούλων Του.
Ἀργότερα πού οἱ ψυχὲς ἐκείνων πού ἒκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν κι οἱ καρδιὲς τους πέτρωσαν, καμιὰ θυσία δὲν μποροῦσε νὰ προσφέρει εὐωδία στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν ζητᾶ τὴ μυρουδιὰ πού βγαίνει ἀπὸ τὶς σάρκες καὶ τὸ αἷμα, ἀλλ’ ἐκεῖνο πού βγαίνει ἀπὸ τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ὅλες οἱ μυρουδιὲς πού ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια, γιὰ τὸν Κύριο ἦταν δυσωδία. Κι αὐτὸ ἴσχυε γιὰ ὅλα τὰ θυσιαστήρια, εἴτε τῆς Ἱερουσαλὴμ εἴτε τῆς Σαμάρειας. Πάνω σ’ ὅλη τὴν κόπρο τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅπου ἀναδυόταν ἡ μυρουδιὰ κι ὁ θάνατος, ἦρθε ὁ Κύριος νὰ σπείρει τὰ ἄνθη τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀλήθειας, πού θὰ κατέστρεφαν τὸ θάνατο καὶ θ’ ἀφάνιζαν τὴ δυσωδία. Ἔτσι ὁ νέος κόσμος παρουσιάζεται στὸν Θεὸ ὡς «νύμφη», ἁγνὴ καὶ καταστόλιστη.
«Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·» (Ἰωάν. δ’ 25-28). Τί παράξενο σκηνικό! Τί περίεργη ἀλληλουχία σκηνῶν καὶ γεγονότων! Ὁ Κύριος στέκεται στὸ κέντρο μόνος Του, ἀκίνητος, ὅπως ἡ αἰωνιότητα.
Ἡ γυναίκα προκλήθηκε ἀπὸ τὰ πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ξαφνικὰ θυμήθηκε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, πού τὸν περίμεναν κι οἱ Σαμαρεῖτες ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα, εἶπε ἡ γυναίκα. Γιὰ ἐκείνην, ὅπως καὶ γιὰ ὅλους τούς ἄλλους, ἡ ἰδέα τοῦ Μεσσία ἦταν κάτι μακρινό, κάτι πού βρισκόταν πιὸ μακριὰ κι ἀπὸ τὴ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα. Κι ἔνιωσε μεγάλη ἒκπληξη ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκάλυψε πώς Ἐκεῖνος ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. Ἡ γυναίκα ἒμεινε ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲν τοῦ ἀπάντησε. Κι ἐκείνη τὴν ὥρα ἔφτασαν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ θαύμασαν πού εἶδαν τὸν Κύριο νὰ μιλάει μὲ μιὰ γυναίκα καὶ μάλιστα ἄπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι ἔμειναν ἄφωνοι κι ἐκεῖνοι.
Ἡ γυναίκα δὲν ἤξερε τί ἄλλο νὰ ρωτήσει ἤ νὰ πεῖ. Παράτησε τὴ στάμνα της ἐκεῖ κι ἔτρεξε στὴν πόλη. Ἤθελε τὸ συντομότερο ν’ ἀναγγείλει αὐτὸ πού ἀνακάλυψε. Αὐτὴ ἦταν μιὰ πολὺ ἐκφραστικὴ σκηνή, πιὸ εὔγλωττη ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Ἡ γυναίκα ἔτρεξε, ἔφτασε στὴν πόλη καὶ μίλησε σὲ ὅλους γιὰ τὸν παράξενο ἄνθρωπο πού γνώρισε στὸ πηγάδι. «Μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Δὲν τολμάει νὰ πεῖ πώς, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», μ’ ὅλο πού εἶχε ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς σπάνιας πνευματικῆς σοφίας Του. Ἔτσι, σὰ νὰ διστάζει γι’ αὐτὸ πού θέλει νὰ πεῖ ρωτάει: Μήτι οὗτος ἐστὶν ὁ Χριστός; Εἶναι σὰ νὰ ἤθελε νὰ πεῖ: Εἶμαι μιὰ ξένη γυναίκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι σίγουρη γι’ αὐτὸ· ἐσεῖς εἶστε ἄντρες κι ὁπωσδήποτε πιὸ προσεχτικοὶ καὶ πιὸ λογικοὶ ἀπὸ μένα. Γι’ αὐτὸ «ἔρχου και ἴδε». Ἔτσι ἡ γυναίκα, τόσο μὲ τὴν ἐπιτηδειότητά της ὅσο καὶ μὲ τὴ μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς Συχάρ, πού «ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν».
Μόλις ἒφυγε ἡ γυναίκα ξεκίνησε μιὰ συζήτηση ἀνάμεσα στὸ Διδάσκαλο καὶ τοὺς μαθητές Του.«᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε». Εἶχαν ἀγοράσει τρόφιμα στὴν πόλη καὶ τοῦ ἔφεραν νὰ φάει. Κι ὁ δάσκαλός τους σίγουρα πεινοῦσε. Ἀντὶ νὰ φάει ὅμως, συνέχισε τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθε στὸν κόσμο. Δὲν ἔδωσε προσοχὴ στὴ σωματικὴ πείνα. Ἦταν πολὺ σπουδαία στιγμὴ καὶ δὲν ἤθελε νὰ περάσει ἀνεκμετάλλευτη. Δὲν θ’ ἀντάλλαζε μὲ τίποτα τὴν ἀνὰγκη τῆς ψυχῆς γιὰ λίγο φαγητό. Ἔτσι ἀπάντησε στοὺς μαθητές Του:
«Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;» (Ἰωάν. δ’ 32-33). Ὁ Κύριος τούς μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητές Του γιὰ σωματική. Ἡ ἴδια περίπου σκηνὴ εἶχε γίνει καὶ νωρίτερα, ὅταν ὁ Κύριος μιλοῦσε στὴ γυναίκα γιὰ πνευματικὸ νερὸ καὶ κείνη ἔλεγε γιὰ τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ. Τώρα Ἐκεῖνος μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητὲς Του σκέφτονταν τὴ σωματική.
«Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. δ’, 34). Τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ θέλημα, ἀφοῦ ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱὸς μοιράζονται τὴν ἴδια ὕπαρξη. Πῶς λοιπὸν τώρα ὁ Κύριος τούς ἔλεγε γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Γιατί μιλοῦσε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τὸ δικό Του; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο θέλημα; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ἔργο; Ναί, τὸ ἴδιο ἔχουν. Κατονομάζει ὅμως τὸ θέλημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθοδηγεῖται: τοῦ Πατέρα Τοῦ· τὸ ἔργο πού ἔχει νὰ ἐκτελέσει: τοῦ Πατέρα Του. Κι αὐτὰ γιὰ χάρη μας. Γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνυπάκουους καὶ ὑπερήφανους τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση.
Προσέξτε ὅμως πόσο εὐχάριστο εἶναι στὸν Κύριο τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του! Δὲν τὸ βλέπει σὰν καθῆκον, ἀλλά σὰν τροφή! · ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, τοῦ Πατέρα μου. Τί θεϊκὸ παράδειγμα, τί εὐγενικὸς ἔλεγχος σὲ ὅλους ἐμᾶς, πού ὅλη μέρα μιλᾶμε γιὰ τὸ καθῆκον μας, λὲς καὶ πρόκειται γιὰ βάρος. Ἂν πράγματι κοιτάξουμε τὸν Κύριο καὶ τὴν τήρηση τοῦ θελήματός Του ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τὸ βαρὺ καθῆκον Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἄλλη, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε λογικὰ πώς κανένας στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν τὸ δέχεται τόσο εὐχάριστα, ὅπως τὴν καθημερινὴ τροφή Του. Αὐτὸ εἶναι πού λέει ὁ Κύριος: πώς κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, ὄχι τὸ δικό Του, ὅπως λέει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλά τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Ἰωάν. στ’, 38). Αὐτὸ δὲν σημαίνει πώς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δείχνει ἀπλά τὴ μεγάλη ἀγάπη πού τρέφει ὁ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα Του.
Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει ἐπίσης πώς ὁ Πατέρας ἀκούει πάντα τὸν Υἱό. «Ἐγώ δὲ ἤδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις» (Ἰωάν. ια’, 42). Ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα ἀνταποκρίνεται ἔτσι στὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνταποκρίνεται στὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Κι ἡ τέλεια ὑπακοὴ κυριαρχεῖ σὲ ἑνότητα μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Υἱοῦ εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα. Ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Πάτερα εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ. Κι ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ.
«Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ’, 35). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος μιλοῦσε στοὺς μαθητές Του γιὰ πνευματικὴ τροφή, τώρα τοὺς λέει γιὰ πνευματικὸ θερισμό. Ὁ πνευματικὸς θερισμὸς εἶναι κοντά, φαίνεται, ὅπως φαίνεται καὶ ὁ ἐπίγειος θερισμός. Ὅταν τὰ στάχυα γίνονται κίτρινα ἤ λευκά, ὅλοι ξέρουν πώς ὁ θερισμὸς πλησιάζει. Ὅταν πλήθη ἀνθρώπων ἔρχονται κοντὰ στὸν Χριστό, εἶναι φανερὸ πώς ὁ πνευματικὸς καρπὸς ἔχει ὡριμάσει.
Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες ἄκουσαν γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα, δὲν εἶπαν πώς ἡ γυναίκα αὐτὴ τρελλὰθηκε, ἀλλά παράτησαν τὴ δουλειά τους κι ἔτρεξαν ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν δοῦν. Ἐπάρατε τούς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε, δεῖτε τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων πού τρέχουν κοντά μας! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὥριμη σοδειὰ πού περιμένει τοὺς θεριστές. Ἔτσι εἶναι.«Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι» (Λούκ. ι’, 2). Ἐσεῖς εἶστε οἱ θεριστὲς τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ. Γιατί μοῦ προσφέρετε ὑλική, πρόσκαιρη τροφή, ὅταν ὑπάρχει μπροστὰ μας τόσο πλούσιος κι ὑπέροχος θερισμός; Ὅταν ὁ νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δὲν ξεχνάει νὰ φάει ἀπὸ τὴ χαρά του; Κι ὅταν βρεθεῖ μπροστὰ σὲ τέτοια θαυμάσια θέα, δὲν τρέχει ἀμέσως νὰ θερίσει τὴ σοδειά του καὶ νὰ τὴν μαζέψει στὶς ἀποθῆκες ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, προτοῦ τὴν καταστρέψει ἡ καταιγίδα; Γι’ αὐτὸ μὴ φροντίζετε ὑπερβολικά γιὰ τὴν τροφή σας ἤ γιὰ τὸν ἑαυτό σας ἡ γιὰ Μένα. Τρέξτε γρήγορα στὸ θερισμὸ γιὰ νὰ μὴ χάσετε τὸ μισθό σας.
«Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε» (Ἰωάν. δ’, 36-38).
Στὸν ἀπέραντο ἀγρό τοῦ Θεοῦ, πολλὲς φορὲς δὲν προλαβαίνουν οἱ ἴδιοι ἐργάτες καὶ νὰ σπείρουν καὶ νὰ θερίσουν, ἐπειδὴ οἱ μέρες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετρημένες. Μερικοὶ ἄνθρωποι σπέρνουν καὶ πεθαίνουν προτοῦ προλάβουν νὰ δοῦν τὸν καρπὸ τοῦ κόπου τους. Μετὰ γεννιοῦνται ἄλλοι, ὅταν ὁ καρπὸς πού ἔσπειραν μεγάλωσε, ὡρίμασε κι ἔγινε κίτρινος γιὰ θερισμό. Κι ἔτσι αὐτοὶ γίνονται θεριστὲς καὶ μαζεύουν τὸν ὥριμο καρπὸ πού δὲν ἔσπειραν.
Ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἔχει σπαρεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή μὲ ζωή. Σποριάδες ἦταν οἱ προπάτορές μας, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, προφῆτες καὶ δίκαιοι, κυρίως οἱ προφῆτες. Ἐκεῖνοι ἔσπειραν, μὰ δὲν εἶδαν τὸν καρπὸ ν’ αὐξάνει καὶ νὰ ὡριμάζει. Ἔζησαν ὅλοι μὲ πίστη καὶ πέθαναν μὲ πίστη, χωρὶς νὰ δοῦν τοὺς καρποὺς τῆς ἐπαγγελίας. Τοὺς εἶδαν μόνο ἀπὸ μακριά, μὲ τὴν πνευματική τους ὅραση (βλ.Ἑβρ. ια’, 13).
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶπε κάποτε στοὺς μαθητές Του: «Πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν» (Ματθ. ιγ’, 17). Οἱ σποριάδες δὲν βλέπουν ἐκεῖνα πού βλέπουν οἱ θεριστές: τὸν καρπὸ καὶ τὸ θερισμό. Κι οἱ δυό τους ὅμως θὰ λάβουν μισθὸ γιὰ τὸν κόπο τους, γιατί κι οἱ δυό τους εἶναι ἐργάτες στὸν ἀγρό τοῦ Θεοῦ, «ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρη καὶ ὁ θερίζων».
Ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν προφητῶν καὶ τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ταυτόχρονα ὅμως ἐνθαρρύνει τοὺς ἀποστόλους στὸν ἀγώνα τοῦ θερισμοῦ τους. Εἶναι σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Αὐτοὶ ἔκαναν μεγαλύτερους ἀγῶνες ἀπό σᾶς, γιατί εἶναι πιὸ δύσκολο καὶ πιὸ κουραστικὸ νὰ σπέρνεις, χωρὶς νὰ βλέπεις τὸν καρπὸ στὸν ἀγρό σου, παρὰ νὰ θερίζεις τὸν ὥριμο καρπό. Ἐσεῖς μπήκατε στὸ δικό τους κόπο.Ἐκεῖνοι ἀγωνίστηκαν καὶ πέθαναν σὰν μισθωτοὶ καὶ δοῦλοι, χωρὶς νὰ δοῦν στὸ μεταξὺ τὸν Κύριο τοῦ ἀγροῦ. Ἔσεῖς ἔχετε τὸν Κύριο ἀνάμεσά σας, ἐργάζεστε σὰν γιοί, ὄχι σὰν μισθωτοὶ ἤ δοῦλοι. Στὴν οὐσία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐργάζεται, ἐσεῖς εἶστε οἱ συν-εργάτες Του. Γι’ αὐτὸ εὐφρανθεῖτε καὶ σπεύσετε μὲ χαρὰ νὰ θερίσετε τὸν ὥριμο καρπό.
«᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. δ’, 39). Δέστε πόσο ὥριμος εἶναι ὁ καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος εἶναι ὁ θερισμός! Ἡ διψασμένη γῆ ρούφηξε γρήγορα τὸ νερό. Πολλοὶ Σαμαρεῖτες πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἀκόμα καὶ προτοῦ τὸν δοῦν, μόνο μὲ τὰ λόγια πού ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν ἦταν ἀπόστολος, οὔτε κι ἔκανε κάποιο θαῦμα. Ἀντίθετα μάλιστα, ἦταν μιὰ γυναίκα ἁμαρτωλή. Κι ἔτσι ὅμως τὰ λόγια της εἶχαν πλούσιο θερισμὸ ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες.
Τί ντροπή, τί ἀμηχανία γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν Ἐκλεκτὸ Λαό! Ἐκεῖνοι ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα Του ὅλα τὰ δυνατὰ λόγια, μὰ παράμειναν κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἀμετανόητοι καὶ σκληρόκαρδοι! Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτὸ της τὰ καλὰ λόγια πού ἄκουσε ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἔτρεξε ἀμέσως νὰ τὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἄλλους, γι’ αὐτὸ καὶ τῆς ἀξίζει κάθε ἔπαινος. Εἶναι σὰν τὴ γυναίκα πού βρῆκε τὴ χαμένη δραχμὴ κι ἀμέσως φώναξε τὶς γειτόνισσες τῆς λέγοντας:«Συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα» (Λουκ. ιε’, 9).
«Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ» (Ἰωάν. δ’ 40-41). Οἱ Ναζαρηνοὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ ὅρους (βλ. Λουκ. δ’, 29), «διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ». Οἱ Γαδαρηνοὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριὰ (Λουκ.η΄, 37). Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ Σαμαρεῖτες ὅμως τοῦ ζήτησαν νὰ μείνει μαζί τους, «ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς». Ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημά τους κι ἔμεινε μαζί τους δυὸ μέρες. Κι ὁ θερισμὸς ἦταν πραγματικὰ μεγάλος, πλούσιος, τόσο γιὰ ἐκείνους πού τὸν πίστεψαν ἀπὸ τὰ λόγια πού ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναίκα, ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους πού πίστεψαν ἄμεσα στὰ δικά Του λόγια.
Στή συνέχεια ἔλεγαν στὴ γυναίκα: «οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς» (Ἰωάν. δ’, 42). Δὲν μᾶς εἶναι γνωστὰ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος τὶς δυὸ αὐτὲς μέρες στοὺς πνευματικὰ πεινασμένους καὶ διψασμένους ἀνθρώπους. Δὲν γράφτηκε τίποτα γι’ αὐτά. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅμως πώς τὰ λόγια Του εἶναι ὕδωρ ζῶν, πού ὅταν τὸ πίνει ὁ ἄνθρωπος δὲν ξαναδιψάει ποτὲ πιά. Αὐτὸ φαίνεται πρῶτον ἀπὸ τὸ μεγάλο πλῆθος ἐκείνων πού πίστεψαν στὸν Κύριο καὶ δεύτερον ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ὁμολογία τῆς πίστης τους: «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς».
Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς θεοὺς πού πίστευαν οἱ Σαμαρεῖτες, μέσα τους διατηροῦσαν καὶ κάποια πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ κρατοῦσαν τὴν πίστη αὐτὴ ὄχι ἐπειδὴ γνώριζαν τὸ Θεὸ αὐτό, ἀλλ’ ἀπὸ σεβασμὸ στὸν Ἰσραὴλ (Ἰακώβ), πού κάποτε εἶχε ζήσει ἀνάμεσά τους. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Σαμαρείτιδα μίλησε γιὰ τὸν «πατέρα μας Ἰακὼβ» (Ἰωάν. δ’, 13). Οἱ Σαμαρεῖτες σίγουρα θὰ εἶχαν ἀκούσει τὴν προφητεία γιὰ τὸ ἄστρο πού θ’ ἀνατείλει ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ ᾿Ιακώβ», (Ἀριθμ., κδ’, 17). Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Μωαβιτῶν Μπαλὰκ ξεκίνησε πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, κάλεσε τὸν προφήτη Βαλαὰμ ν’ ἀνακοινώσει νίκη ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸ στρατό του. Ὁ Μπαλὰκ ὑποσχέθηκε στὸ Βαλαὰμ νὰ τοῦ δώσει μεγάλα δῶρα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του κι ὁ Βαλαὰμ πῆγε στὸ στρατόπεδο τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν ὅμως προσπάθησε νὰ κάνει τὰ μαγικά του καὶ νὰ προφητεύσει αὐτὰ πού ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ξαφνικὰ τὸν ἐπισκέφτηκε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἄρχισε νὰ προφητεύει ὄχι αὐτὰ πού ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ἀλλ’ ἐκεῖνα πού ἤθελε ὁ Θεός. «Ὡς καλοὶ οἱ οἶκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ». Ὅταν ὁ Μπαλὰκ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἐπιτίμησε τὸν Βαλαάμ, ἐκεῖνος ὅμως δὲν πτοήθηκε καὶ συνέχισε: «Φησὶ Βαλαὰμ υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς ὁρῶν, φησὶν ἀκούων λόγια ἰσχυροῦ, ὅστις ὅρασιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ·… ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραὴλ» (Ἀριθμ. κδ’).
Καὶ νὰ πού ἐμφανίστηκε Ἐκεῖνος πού προεῖδε ὁ Βαλαὰμ ἀπὸ παλιά. Τὸ ἄστρο ἔλαμψε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰακὼβ κι ἦταν λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ καλλίτερο ὄνειρο. Κι οἱ Σαμαρεῖτες τὸ εἶδαν καὶ χάρηκαν. Τὸ εἶδαν καὶ πίστεψαν. Ἤπιαν μέχρι κορεσμοῦ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν κι ἔζησαν στὸν αἰώνα. Ὁ Σωτήρας μας Χριστὸς δὲν ἔδωσε τὸ ζῶν ὕδωρ μόνο στοὺς Σαμαρεῖτες καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Τὸ ἔδωσε κι ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ δίνει μέχρι σήμερα σὲ κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του δίψας στὴν ἔρημο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάποτε ὁ Κύριος στάθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (Ἰωάν. ζ’, 37).
 Πρόσεξε πῶς τὸ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής: ἔκραξε, λέει. Ὁ Καλὸς Ποιμὴν δὲν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει τὸ ποίμνιό Του, τὸ καλεῖ στὸ νερό. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Χριστὸς στέκεται στὴ μέση τῆς ἐρήμου αὐτοῦ τοῦ κὸσμου καὶ κράζει σ’ ὅλους τούς ταξιδιῶτες πού εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὴ δίψα. Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦν τὴ φωνή Του καὶ τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη. Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ τοὺς ρωτήσει οὔτε ποιὰ γλώσσα μιλᾶνε οὔτε σὲ ποιὸ ἔθνος ἀνήκουν. Οὔτε τὴν ἡλικία τους θέλει νὰ μάθει οὔτε ἂν εἶναι πλούσιοι ἢ φτωχοί. Θὰ δώσει σὲ ὅλους ὕδωρ ζῶν γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει καὶ νὰ τοὺς ἀναζωογονήσει, νὰ τοὺς ἀνανεώσει καὶ νὰ τοὺς ἀναγεννήσει, νὰ τοὺς υἱοθετήσει, νὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὸ πύρινο καμίνι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Πόσο ὑπέροχο εἶσαι, ὕδωρ ζῶν! Γλυκύτατε Σωτήρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ἀνανεωτικὴ πηγή, πόσο πλούσιος καὶ ζωοποιὸς εἶσαι! Πνεῦμα Ἅγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στὸν Κύριο Ἰησοῦ ὅλους ἐκείνους πού οἱ ψυχὲς τους διψοῦν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ κραυγάζουν: «Ἡ ψυχή μου διψᾶ γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Ζῶντα Θεό!»
Δόξα καὶ ὕμνος σὲ Σένα, Κύριε Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Ἀπό τό βιβλίο: Ἀναστάσεως ἡμέρα
Ἐκδ. Πέτρου Μπότση