Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Πρόγραμμα Ιεράς Πανηγύρεως Αγίου Λουκά του Ιατρού


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΑΣ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ 
ΑΓ. ΛΟΥΚΑ  ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ  



ΠΕΜΠΤΗ 9 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016, ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ 

 7.00π.μ. Όρθρος και Θεία Λειτουργία της εορτής 
 6.30μ.μ. Οι Χαιρετισμοί του Αγίου Λουκά του Ιατρού, προ του ιερού αυτού λειψάνου και το Μυστήριο του Ευχελαίου

 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016 

7.00μ.μ. Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας
  και Θείου Κηρύγματος. 

ΣΑΒΒΑΤΟ 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016

  7.00π.μ. Όρθρος και Πανηγυρική Θεία Λειτουργία μετ’ αρτοκλασίας και Θείου Κηρύγματος  και λιτάνευσις του Ιερού Λειψάνου του Αγίου πέριξ του Ιερού Ναού 
6.30μ.μ. Ο Μεθέορτος Εσπερινός και η Ιερά Παράκλησις  του Αγίου Λουκά του Ιατρού     

ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΘΑ TΙΘΕΤΑΙ  ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ ΤΕΜΑΧΙΟ ΕΚ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓ. ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ 

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Κωνσταντινούπολη 29 Μαΐου 1453: Η Πόλις Εάλω



Πεντακόσια εξήντα χρόνια συμπληρώνονται από την Αλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου του 1453, ημερομηνία η οποία σήμαινε επί της ουσίας και τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τους Οθωμανούς. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης συνοδεύθηκε από ένα μείγμα θρύλων και παραδόσεων που προσπαθούσαν να την ερμηνεύσουν, ενώ αντικείμενο θρύλων και μύθων έγινε ο τελευταίος αυτοκράτοράς της ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος.

Η λαϊκή παράδοση, βρίθει από θρύλους και δοξασίες, σύμφωνα με τις οποίες η Αλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν «θέλημα Θεού», αλλά σύμφωνα με τους ιστορικούς, η πτώση της Κωνσταντινούπολης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η οποία διήρκεσε για περίπου χίλια εκατό χρόνια, ήταν θέμα χρόνου, καθώς τότε το Βυζάντιο βρισκόταν σε πλήρη οικονομική, πολιτική και πολιτισμική παρακμή και ήταν η σκιά της άλλοτε πανίσχυρης Αυτοκρατορίας.



Ποια είναι τα γεγονότα για την Αλωση της Πόλης

Σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Φραντζή και έμπιστο σύμβουλο του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τα πρώτα Οθωμανικά στρατεύματα κατέφθασαν στις 2 Απριλίου, ενώ ολόκληρο το στράτευμα έφτασε σταδιακά έξω από τα τείχη της πόλης έως στις 5 Απριλίου. Την ίδια ημερομηνία έφτασε και ο σουλτάνος με τις τελευταίες μονάδες και αμέσως απέκλεισε την πόλη από στεριά και θάλασσα. Στις 6 Απριλίου, ο Τούρκος Σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής κήρυξε και επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, αφού πρώτα πρότεινε στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να εγκαταλείψει την Πόλη, υποσχόμενος ότι θα σεβαστεί τη ζωή των κατοίκων. Ο Παλαιολόγος αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να αρχίσει η πολιορκία. Η μάχη ήταν σφοδρή, με τον βυζαντινό στρατό (ενισχυμένο από Γενουάτες μισθοφόρους) να αμύνεται με επιτυχία για αρκετό καιρό εναντίον του τεράστιου όγκου του οθωμανικού στρατού. Στις 21 Μαΐου ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη, πρόταση που ο Παλαιολόγος εκ νέου απέρριψε. Στις 29 Μαΐου έγινε η τελική επίθεση στην Πόλη. Ενας από τους κύριους υπερασπιστές της, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Λίγο αργότερα, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επί της ουσίας ήταν πλέον δικιά τους. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος παράλληλα, βρήκε τον θάνατο πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης.

Μύθοι, θρύλοι και δοξασίες για την Πόλη και τον Παλαιολόγο

Λόγω του ότι ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν έγινε με καμία επισημότητα, αλλά αντίθετα σκοτώθηκε σαν κοινός στρατιώτης, το λαϊκό αίσθημα δεν το έκανε ποτέ αποδεκτό. Αντίθετα δημιουργήθηκαν μύθοι και θρύλοι οι οποίοι μιλούν για εσωτερική προδοσία, αλλά και για «ανάληψη στους ουρανούς» του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.



Ο θρύλος της Κερκόπορτας
Στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στο Παλάτι του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου υπήρχε μια μικρή πόρτα. Η μισή ήταν κάτω από το επίπεδο του εδάφους και λεγόταν Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σε ένα ιπποδρόμιο (circus) έξω από τα τείχη. Κατά την παράδοση, από αυτήν εισήλθαν πιθανόν από εσωτερική προδοσία στην Πόλη οι γενίτσαροι κατά τη μεγάλη έφοδο στις 29 Μαΐου 1453, διασπώντας έτσι την άμυνα των πολιορκούμενων και προκαλώντας την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, αναφέρει το wikipedia.

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς
Η λαϊκή παράδοση αρνήθηκε να πιστέψει τον θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας αποτέλεσε σημείο αντίστασης για πολλά χρόνια στη μεταβυζαντινή περίοδο από τον υποδουλωμένο ελληνικό λαό, ο οποίος «γέννησε» και τον θρύλο του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά». Σύμφωνα με τον θρύλο λοιπόν, όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, «άγγελος Κυρίου» άρπαξε το βασιλιά και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί να κατεβεί ο άγγελος στη σπηλιά, να τον ξεμαρμαρώσει. Και θα σηκωθεί πάλι ο βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη και θα διώξει τους Τούρκους ως την Κόκκινη Μηλιά.

Ο παπάς της Αγια-Σοφιάς
Στους θρύλους για την Αλωση της Πόλης, σημαντικό ρόλο παίζει και η Εκκλησία, η οποία ήταν -τουλάχιστον- η δεύτερη μεγαλύτερη Αρχή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Σύμφωνα λοιπόν με εκκλησιαστικές δοξασίες, την ώρα που μπήκαν οι Τούρκοι στην Αγια-Σοφιά δεν είχε τελειώσει ακόμα η λειτουργία. Ο παπάς που έκανε τη λειτουργία πήρε αμέσως το Αγιο Δισκοπότηρο και μπήκε σε μια πόρτα η οποία σφραγίστηκε αμέσως. Οπως αναφέρεται στις παραδόσεις, είναι θέλημα Θεού να ανοίξει μόνη της η πόρτα όταν επιστρέψει η Κωνσταντινούπολη στους Βυζαντινούς και να βγει από εκεί ο παπάς, να τελειώσει τη λειτουργία.

Τα μισοτηγανισμένα ψάρια
Την ημέρα που έπεσε η Πόλη ένας γέροντας τηγάνιζε ψάρια, και όταν του είπαν «Εάλω η Πόλις», είπε πως για να πιστέψει πως έπεσε η Πόλη, έπρεπε να βγουν τα ψάρια από το τηγάνι. Και σύμφωνα με τις δοξασίες έτσι έγινε, με τον γέροντα μάλιστα να «προφητεύει» πως όταν φύγουν οι Οθωμανοί από την Κωνσταντινούπολη, θα ολοκληρωθεί το τηγάνισμα των ψαριών που είναι τηγανισμένα μόνο από την μία τους πλευρά.

Τι λένε οι ιστορικοί: H Κωνσταντινούπολη έπεσε λόγω παρακμής

Για τους ιστορικούς, ωστόσο, η Αλωση της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν παρά μία φυσική εξέλιξη της Ιστορίας, καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στο τελευταίο διάστημα της ζωής της είχε συρρικνωθεί ουσιαστικά μόνο στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, ενώ παράλληλα η θρησκευτική έριδα εκμηδένισε τις όποιες πιθανότητες είχαν οι Βυζαντινοί για να αμυνθούν αποτελεσματικά.

O στρατός του Μωάμεθ

Οπως αναφέρουν οι νεότεροι ιστορικοί, τα τακτικά στρατεύματα του Μωάμεθ έφταναν τους 80.000-100.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Τα στρατεύματα του Μωάμεθ αποτελούνταν από άριστα εκπαιδευμένο πεζικό και πυροβολικό ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην κατασκευή πυροβόλων όπλων και κανονιών. Μάλιστα ο Μωάμεθ, είχε προσλάβει έναν φημισμένο τεχνίτη από την Ουγγαρία τον Ουρβανό, προκειμένου να του κατασκευάσει μεγάλα κανόνια για να γκρεμίσουν της περίφημα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο Ουρβανός, ο οποίος δούλευε παλαιότερα για τους Βυζαντινούς, δέχθηκε έναντι τεράστιας αμοιβής.

Ο Μωάμεθ γνώριζε επίσης ότι χωρίς να μπορέσει πρώτα να ελέγξει τη θαλάσσια περιοχή της Πόλης πολύ δύσκολα θα κατάφερνε την άλωσή της μόνο από την ξηρά. Γι΄ αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο ο οποίος ωστόσο δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης

Ο ιστορικός Φραντζης, αναφέρει ότι οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης αποτελούνταν από μόλις 4.937 Βυζαντινούς και 2.000 ξένους. Από αυτούς ξεχώριζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες του Γενοβέζου Ιωάννη Ιουστινιάνι Λόγκο, ο οποίος θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους πολεμιστές της εποχής του. Στην κρισιμότερη καμπή της μάχης ωστόσο, τραυματίστηκε από ένα βλήμα και έφυγε με το πλοίο του, αποδυναμώνοντας σημαντικά το ηθικό των Βυζαντινών.

Τα προβλήματα στην Κωνσταντινούπολη ωστόσο, εστιάζονταν κυρίως στο θέμα της Ενωσης των Εκκλησιών. Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δύσης, χωρίς ωστόσο να έρθουν ποτέ σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις στην Πόλη. Η Σύνοδος της Φλωρεντίας που επικύρωνε την Ενωση των δύο Εκκλησιών και υπογράφηκε το 1431 από τον αδερφό του Κωνσταντίνου, Ιωάννη, δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον βυζαντινό πληθυσμό, οι οποίοι με επικεφαλής τον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά αντιδρούσαν πεισματικά. Ο ίδιος ο Νοταράς, όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη μάλιστα, προσέγγισε τον Μωάμεθ, με την παράδοση να αναφέρει ότι του παρέδωσε τα πλούτη του με αποτέλεσμα τον θάνατό του, καθώς ο Οθωμανός Σουλτάνος εξοργίστηκε με το γεγονός ότι δεν βοήθησε ποτέ τον αυτοκράτορά του....

Η πλειονότητα των παραδόσεων όμως, απορρίπτει το γεγονός της Αλωσης της Πόλης λόγω της στρατιωτικής δύναμης του Μωάμεθ και της παρακμής του Βυζαντίου. Προσέθεσε τη μεταφυσική παρεμβολή με ιστορίες όπως ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» ή τους θρύλους για την «Κερκόπορτα», προκειμένου να κρατήσει ψηλά το εθνικό στοιχείο των Ελλήνων, το οποίο αντιμετώπισε τα 400 χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας.




Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Ο Βίος του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου


Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690 μ.Χ., από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.

Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».

Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».

Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.

Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.

Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.

Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.

Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.

Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.

Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.

Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.

Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».

Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.

Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.

Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.

Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 μ.Χ.

Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.

Όταν, κατά το 1832 μ.Χ., επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β', επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.

Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.

Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.

Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.

Η δεξιά του Οσίου Ιωάννου δόθηκε από τους κατοίκους του παλαιού Προκοπίου το 1881 μ.Χ., στον αντιπρόσωπο της Μονής Παντελεήμονος Αγίου Όρους Ιερομόναχο Διονύσιο, σε αντάλλαγμα για την μεγάλη βοήθεια της Μονής στην ανέγερση του Ναού του Οσίου πάνω στον τάφο του.

Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Νυκτερινή Θεία Λειτουργία για την εορτή της Μεσοπεντηκοστής και της Ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Ιωάννου του Προδρόμου.


Η Μεσοπεντηκοστή αποτελεί μία εορτή με βαθύτατο θεολογικό νόημα η οποία σε παλαιότερες εποχές εορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Το γεγονός αυτό άλλωστε αποδεικνύει και ότι η επίσημη πανήγυρις της Μεγάλης Εκκλησίας της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ήταν κατ' αυτή την ημέρα. Ευρισκόμενοι στο μέσο ακριβώς της περιόδου του Πεντηκοσταρίου η Εκκλησία, μας προβάλει το πρόσωπο του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι το ύδωρ το ζών από το οποίο όποιος πιει δεν πρόκειται ποτέ πνευματικά να διψάσει.

Για να καταλάβουμε λοιπόν  και να βιώσουμε το νόημα αυτής της ημέρας και θέλοντας όσο τον δυνατόν περισσότεροι πιστοί να συμμετέχουν σε αυτήν, την Τρίτη 24 Μαΐου και αμέσως μετά την Παράκληση του Αγίου Λουκά του Ιατρού θα τελέσουμε τον Εσπερινό, Όρθρο και την Θεία Λειτουργία  η οποία και συμπίπτει με την προδρομική εορτή της Ευρέσεως της Τ . Κεφάλης του Ιωάννου του Βαπτιστού. 

Η Εθελοντική Αιμοδοσία στην Ενορία μας

Πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 22 Μαΐου η 2η Εθελοντική Αιμοδοσία την οποία διοργάνωσε η ενορία μας σε συνεργασία με τον Δήμο Αγίας Βαρβάρας και το Αττικό Νοσοκομείο. Από τις 10.00 το πρωί έως τις 2.00 το μεσημέρι. 




Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Ο Βίος του Αγίου Κωνσταντίνου


Ως γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ωστόσο η άποψη που επικρατεί φέρει τον Μέγα Κωνσταντίνο να έχει γεννηθεί στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ.

Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.

Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.

Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού. Ήθελε να προσευχηθεί, να ζητήσει βοήθεια, αλλά καθώς διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στη σκέψη του όλους αυτούς που μαζί τους συνδιοικούσε την αυτοκρατορία. Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, πίστευαν σε πολλούς θεούς και όλοι τους είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.

Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.

Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Όμως το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς. Πολύ σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση της Εκκλησίας της Αφρικής και ενισχύει από το δημόσιο ταμείο τα έργα διακονίας αυτής.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.

Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.

Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 - 328 μ.Χ.) και τον Άρειο. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.

Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. στο μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορα, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής. Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως. Η κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Η εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.

Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες πιο κόλπους της Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στην συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας (τιμάται 21 Φεβρουαρίου). Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε την ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του νά προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.

Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.

Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Οι πηγές μάς πληροφορούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά. Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο: «Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».

Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής, γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου. Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους. Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.

Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.

Σημείωση: Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Άγιος Κωνσταντίνος κατηχήθηκε και βαπτίστηκε από τον Άγιο Σιλβέστρο, Πάπα Ρώμης (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Διαβάστε εδώ την πολύ ωραία ανάλυση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη σχετικά με το θέμα αυτό.

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίου του Χλωρού.

Μεταξύ των ετών 272 - 288 μ.Χ. γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του Διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος. Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.

Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή). Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.

Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και τους εγγονούς της.

Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό αυτών στην κινστέρνα του Βώνου.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Η Εκκλησία τιμώντας την γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.


Τα ‘’Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 2015’’ (έκδοσις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος) ‘’έχουν αφιερωθή, Συνοδική Διαγνώμη, εις την γενοκτονίαν του Ποντιακού Ελληνισμού επί τη συμπληρώσει εκατονταετηρίδος από της απαρχής των διώξεων και εκκαθαρίσεων (1915) των Ελλήνων του Πόντου και των λοιπών περιοχών της Ανατολής’’ (σελ. 5).
Το εισαγωγικό σημείωμα με τίτλο ‘’Τα άμωμα σφάγια του Ελληνισμού του Πόντου’’, με ανάθεση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ‘’συνέταξεν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος ως επίγονος προσφύγων εκ του μαρτυρικού Πόντου’’ (σελ. 5).
Στο σημείωμα ο Σεβ. Δράμας κ. Παύλος προτάσσει τον αποστολικό λόγο: ‘’ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι… Εβρ. 11,37’’, (σελ. 7). Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρια, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν σε στερήσεις, υπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες. Η αναφορά αυτή στον αποστολικό λόγο συμπυκνώνει και ιεροποιεί όλο το απερίγραπτο δράμα των χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου και της Μικρασίας.
Μέσα στις 25 σελίδες του σημειώματός του ο Σεβ. παραθέτει με τον πιο αδρό τρόπο τους εξευτελισμούς και τα πάνδεινα (για τα οποία φρικιά ο νους του ανθρώπου) που υπέστησαν οι κυνηγημένοι πληθυσμοί από την καταδιωκτική μανία των φανατισμένων και υποστηριζόμενων από τους ισχυρούς της γης και από τις τουρκικές κρατικές αρχές, άτακτων στιφών, των τσετών αλλά και από κρατικούς επισήμους.
Το προλογικό σημείωμα περιλαμβάνει τον πρόλογο και 4 κεφάλαια.
Στον πρόλογο, για την αθλιότητα των γεγονότων, αποδίδεται ιστορική ευθύνη στη Γερμανία: ‘’Η ιστορία μαρτυρεί ότι η Γερμανία του Κάιζερ είναι ο ηθικός αυτουργός των εγκλημάτων κατά των εν Τουρκία χριστιανών και πάντων των Ελλήνων. Η Γερμανία δεν εδίστασε να ενδώση εις τας απαιτήσεις του παντουρκισμού και εις βάρος των χριστιανικών λαών της Ανατολής’’ (σελ. 8).
Στο κεφάλαιο 1, με τίτλο: ‘’Ο α’ παγκόσμιος πόλεμος. Η σφαγή των Αρμενίων’’, ο Σεβ. Δράμας περιγράφει όλη την ασύλληπτη βαρβαρότητα: ‘’Το καλοκαίρι του 1915 το αρμενικόν έθνος της Μικράς Ασίας και του Πόντου εκηρύχθη εκτός νόμου και παρεδόθη εις τας αγρίας ορμάς και τα κτηνώδη ένστικτα της τουρκικής φυλής. .. Τα στρατιωτικά και αστυνομικά όργανα συνελλάμβανον τας οικογενείας των Αρμενίων, τας ωδήγουν έξωθι των πόλεων και των χωρίων και τας παρέδιδον εις τα άτακτα στίφη των τσετών, άτινα τας έσφαζον με μαχαίρας, πελέκεις, ρόπαλα και ξιφολόγχας και παντός είδους αιχμηρά όργανα. Τους ετυφέκιζον, τους έκαιον ζωντανούς και τους ηκρωτηρίαζον…Αι ωραιότεραι των γυναικών επεδίδοντο εις φρικτοτάτους βιασμούς και ακατανόμαστα όργια μέχρις εξαντλήσεως των θυμάτων των, άτινα τελικώς κατεσφάζοντο και τα πτώματά των ερρίπτοντο εις την θάλασσαν, εις διάφορα ποτάμια και τας άκρας των δρόμων’’ (σελ. 12). Η λέξη φρίκη ωχριά μπροστά στις πράξεις.
Βαρβαρότητα και απεχθέστατες πράξεις που επαναλήφθηκαν (χωρίς ντροπή, ανάνηψη και ανάληψη ευθυνών ούτε από την τουρκική εξουσία ούτε από το φανατισμένο όχλο ούτε από τη διεθνή κοινότητα) και επί του ελληνικού γένους του Πόντου και της Μικρασίας, όπως στα υπόλοιπα 2, 3 και 4 κεφάλαια του σημειώματός του αναφέρει με στοιχεία, ονόματα, τόπους και χρονολογίες ο Σεβ. Δράμας κ. Παύλος.
Στο κεφάλαιο 2, με τίτλο: ‘’Η τραγωδία των Ελλήνων του Πόντου’’, αναφέρεται ο Σεβ. με συγκεκριμένα στοιχεία στο ‘’σχέδιο εξοντώσεως’’ του ελληνικού πληθυσμού, του οποίου (σχεδίου) ‘’κύριος εμπνευστής και καθοδηγητής ήτο ο Γερμανός στρατηγός Liman von Sanders’’. (σελ. 13). ‘’Ο Πόντος τότε ήτο διηρημένος εις εξ (6) μητροπολιτικάς επαρχίας: Τραπεζούντος, Χαλδίας, Κολωνίας, Νεοκαισαρείας, Αμασείας και Ροδοπόλεως’’ (σελ. 15). Το σχέδιο εξόντωσης ‘’εφηρμόσθη εις ολόκληρον τον Πόντον κατά τα τέλη Απριλίου 1916 και έλαβε τεραστίας διαστάσεις τον χειμώνα του έτους 1916-1917’’ (σελ. 13). Τα θύματα υπήρξαν πολλά: ‘’Από της ενάρξεως του πολέμου μέχρι του Μαρτίου 1924 (οι Έλληνες του Πόντου, σφαγιασθέντες και εξολοθρευθέντες) οι φονευθέντες, απαγχονισθέντες και αποθανόντες εκ πείνης, ασθενειών, κακουχιών και εκτοπίσεων ανέρχονται εις τριακοσίας πεντήκοντα τρεις χιλιάδες (353.000)’’. (σελ. 16).
Στο κεφ. 3 με τίτλο: ‘’Τα μαρτύρια των Ελλήνων της Μητροπόλεως Ροδοπόλεως’’, γίνεται εκτενής αναφορά στις διώξεις των κατοίκων ‘’της περιφερείας αυτής οι οποίοι υπέστησαν τα πάνδεινα…’’. (σελ. 17). Τέτοιες ήταν οι φρικαλεότητες των ατάκτων, ώστε ‘’οι εξέχοντες του Τζεβιζλίκ Τούρκοι έντρομοι κατήλθον εις Τραπεζούντα διαμαρτυρόμενοι διά τα ανήκουστα ταύτα μέτρα, τονίζοντες εις τας αρχάς ότι: το Τζεβιζλίκ κράζει προς τον ουρανόν καθ’ ημών. Θα είμεθα καταδικασμένοι μεταξύ των εθνών’’ (σελ. 22). Η δίκαιη διαμαρτυρία τους έπεσε στο κενό: ‘’Εις μάτην όμως διεμαρτύροντο, διότι αι διαταγαί, άνωθεν προερχόμεναι, την εξόντωσιν των Ελλήνων επεδίωκον και ήσαν ρηταί’’ (σελ. 22).
Στο κεφ. 4, με τίτλο: ‘’Η καταστροφή των τριών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών μονών του Πόντου’’, αναφέρεται στα ‘’τρία μεγάλα μοναστήρια του Πόντου, του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, της Παναγίας Σουμελά και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα’’ (σελ. 28) στην προσφορά τους στο λαό και στις λεηλασίες, τις καταστροφές, τους τουφεκισμούς και τις σφαγές μοναχών και ειρηνικών πληθυσμών που ζητούσαν εναγωνίως προστασία σε αυτά.
Το σημείωμα του Σεβ. κ. Παύλου τελειώνει με την αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάνης (30 Ιανουαρίου του 1923) ‘’περί ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας’’ (σελ. 33). Με τη Συνθήκη, γράφει ο Σεβ., ‘’εκρίθη η τύχη του υποδούλου ελληνισμού του μικρασιατικού χώρου και αι χώραι εκείναι, αίτινες επί χιλιετίας υπήρξαν κοιτίδες του εθνικού μας βίου, μεγαλείου και πολιτισμού του αυτοδημιούργητου ελληνισμού κατεδικάσθησαν εις ερήμωσιν. Αι παντός είδους ατιμώσεις, αι σφαγαί και οι εξανδραποδισμοί και οι επαχθείς διωγμοί, τους οποίους υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας ενομιμοποιήθησαν’’ (σελ. 34).
Στον επίλογο του σημειώματος ο Σεβ. Δράμας κ. Παύλος αναφέρεται σε δυο σημαντικές προσωπικότητες από τον τουρκικό και τον ελληνικό χώρο: στον Τούρκο διανοούμενο Ali Ertem και στον Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο.
Ο πρώτος (ο Ali Ertem) διαμένει στην Φραγκφούρτη της Γερμανίας, είναι πρόεδρος του ‘’Συλλόγου ενάντια στη γενοκτονία’’ και το 2002 προλογίζοντας το 14τομο έργο του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη ‘’Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου’’ προβαίνει σε καταγγελία προς το τουρκικό κράτος για τις απάνθρωπες πράξεις του στους πληθυσμούς του Πόντου και της Μικρασίας και επισημαίνει τους μελλοντικούς πιθανούς κινδύνους από τη ‘’στάση αυτή του κράτους στην Τουρκία που προωθεί την κοινωνική κατάπτωση και καταστρέφει το μέλλον μας’’ (σελ. 35). ‘’Η τουρκική δημοκρατία (γράφει ο Τούρκος Ali Ertem) ως νόμιμος διάδοχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει την ηθική, πολιτική και νομική ευθύνη για τα εγκλήματα των Νεοτούρκων, έστω κι αν προσπαθεί να αποποιηθεί την ευθύνη…’’ (σελ. 36). Γνωρίζοντας τον σκληρό πυρήνα του τουρκικού κράτους και την απέλπιδα προσφυγή σ’ αυτό, προσφεύγει στη διεθνή κοινότητα: ‘’Είναι αδύνατο δίχως πίεση της δημοκρατικής διεθνούς γνώμης, χωρίς διεθνή υποστήριξη των δημοκρατικών δυνάμεων στην Τουρκία και το εξωτερικό να σπάσει αυτό το ταμπού. Παρακαλούμε όλους τους δημοκρατικούς-προοδευτικούς θεσμούς και προσωπικότητες να στηρίξουν την επιθυμία μας, δηλαδή την απαίτηση για αναγνώριση της γενοκτονίας και την απαίτηση για δικαιοσύνη και δίκαιο σ’ αυτούς που το δικαιούνται’’. (σελ. 37). Ali Ertem, Τούρκος διανοούμενος. Να μια καλή ευκαιρία για την ελληνική διανόηση: να ξεκινήσει ένα διάλογο αλήθειας, δικαιοσύνης και ειρήνης.
Το σημείωμα κλείνει με τη διαπίστωση του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθου, για τα αίτια της καταστροφής, όπως περιγράφεται στο έργο του ‘’Η Εκκλησία της Τραπεζούντος’’. Γράφει τις πικρές αλήθειες:
‘’Τη ενόχω συνεργία δύο μεγάλων χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας, κατά τα έτη 1914-1918 εσφάγη υπό των Νεοτούρκων ολόκληρον έθνος, το Αρμενικόν και εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων βιαίως απεσπάσθησαν από των εστιών αυτών και απέθανον εν τη εξορία’’ (σελ. 37).
‘’Τη ενόχω συνεργία των συμμάχων χριστιανικών Δυνάμεων της Δύσεως κατά τα έτη 1919-1922 το εθνικόν κίνημα των Τούρκων του Μουσταφά Κεμάλ πασά συνεπλήρωσε το έργον των Νεοτούρκων και κατά εκατοντάδας απηγχονίζοντο Έλληνες κληρικοί και πρόκριτοι του Πόντου…ενώ χιλιάδες άλλαι στρατευσίμων νέων κατεδικάζοντο εις τον διά της πείνης και των ταλαιπωριών θάνατον εν τη εξορία’’ (σελ. 37).
Το αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό: ‘’Και επήλθε κατά τον Αύγουστον του 1922 η Μικρασιατική καταστροφή και επηκολούθησεν εν έτει 1923 η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εντεύθεν ερήμωσις του Πόντου, Μικράς Ασίας και Θράκης και η καταστροφή ολόκληρου χριστιανικού πολιτισμού’’ (σελ. 37-38).
Η ελληνική διανόηση και πολιτική, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και άλλες προσωπικότητες, ας αναπτύξουν πρωτοβουλίες και δράσεις με πίστη και τόλμη. Εξ άλλου ερείσματα καλής προαιρέσεως υπάρχουν παντού. Σε όλα τα έθνη και σε όλους τους λαούς. Ωστόσο ‘’μέχρι της σήμερον αι ψυχαί όλων αυτών των αμώμων θυμάτων….. πτερυγίζουν ανά τους θόλους του ουρανού και επιμόνως δονούν τας Πύλας του, ζητούσαι την επανόρθωσιν… και την αποκατάστασιν της δικαιοσύνης’’ (σελ. 34).
Για όλα τα παραπάνω ευχαριστούμε τον άγιο Δράμας. Ο Θεός να τον έχει καλά.
π. Κωνσταντίνος Ι. Κώστας, παπαδάσκαλος (19-1-2015)

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Μετάνοια είναι η επιστροφή στο σπίτι του Πατέρα μας, εκεί από όπου φύγαμε

[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/23ABTWI]



Τώρα ας δούμε: μετάνοια τι είναι; Μετάνοια σημαίνει ότι κατάλαβα ότι έφυγα από την ζωή και τώρα είμαι στον θάνατο. Και τι πρέπει να κάνω; Να επιστρέψω «όθεν εξήλθον» που λέει, να ξαναγυρίσω εκεί από όπου έφυγα. Τι είναι αυτό; Να γυρίσω ξανά στο σπίτι του πατέρα μου. Ποιος είναι ο πατέρας μου; Ο Χριστός. Θυμηθείτε την παραβολή του ασώτου. Είναι το 15 κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Διαβάστε το πολλές φορές. Έχει κι άλλα δύο παραδείγματα εκεί. Την παραβολή με το πρόβατο που χάθηκε στα βουνά και την παραβολή με τη δραχμή που είχε μια κυρία και την έχασε κλπ, και το τρίτο κομμάτι είναι η παραβολή του ασώτου. Η παραβολή περιγράφει ακριβώς αυτό το σωστό τρόπο μετανοίας. Δηλαδή επιστροφής στο σπίτι του πατέρα μου. Άμα κανείς δεν το κατανοήσει αυτό από κει και μετά θα μείνει η μετάνοια ακριβώς ένα νοσηρό μετάνοιωμα και δεν θ  ἀλλάξει τίποτα. Θα συχτιρίσουμε τον εαυτό μας πολλές φορές και θα μείνουμε εκεί που είμαστε. Ενώ η μετάνοια σημαίνει επιστρέφω εκεί απ  ὅπου έφυγα. Επιστρέφω ξανά στο σπίτι του πατέρα μου, αναγνωρίζω τον πατέρα μου ως ζωή και επιστρέφω σ  Αὐτόν, γιατί μένοντας μακρυά του πεθαίνω. Και είπα πιο πριν υπάρχουν δύο πρόσωπα στην ιστορία του Χριστού που προσδιορίζουν την κατάσταση.

Τον ένα πρόσωπο είναι ο Ιούδας και το άλλο πρόσωπο είναι ο Πέτρος. Φαντάζεστε ότι ο Ιούδας ήταν ένας αναίσθητος και ασυνείδητος ο οποίος εν ψυχρώ πήγε και Τον πρόδωσε. Γιατί αυτοκτόνησε; Αναίσθητοι άνθρωποι δεν αυτοκτονούν. Αν θέλετε ευαίσθητοι αυτοκτονούν. Αλλά η ευαισθησία δεν σημαίνει απαραιτήτως προσόν. Ούτε είναι ποιότητα. Μπορεί να είναι ένας εγωισμός εκλεπτυσμένος. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος μπαίνοντας σ  αὐτήν την λογική του μετανοιώματος συχτήρισε τον εαυτό του και είπε: «Έλεος, ρε, συ. Τι έκανα; Για 30 δεκάρες πούλησα Αυτόν με τον οποίο έφαγα ψωμί κι αλάτι για τρία χρόνια. Γιατί; Με ξεχώρισε από τους άλλους; Μου συμπεριφέρθηκε σκάρτα; Και γω πήγα και τον πούλησα για 30 δεκάρες;» Και πνιγμένος μέσα στις εγωιστικές του τύψεις, στις ενοχές που γέννησε στην ψυχή του αυτή η πράξη, οδηγήθηκε σε ένα αδιέξοδο και το αδιέξοδο τον έφερε στην τραγωδία της αυτοκτονίας.

Ο Πέτρος είχε κάνει ίσως χειρότερα πράγματα από τον Ιούδα. Ο Ιούδας είχε κι ένα πάθος ο έρημος και προσπαθώντας να το ικανοποιήση βρέθηκε σ  αὐτή τη τραγωδία. Ο Πέτρος ορκιζόταν μπροστά στα κοριτσόπουλα, γέρος άνθρωπος, 50 χρόνων, ότι, μα τον Θεό, δεν τον ξέρω. Ήταν αδιανόητο πράγμα για Εβραίο να ορκιστεί. Θυμηθείτε την εντολή που έλεγε «ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω». Και τώρα μπροστά σε ένα κοριτσόπουλο, μια δούλη μικρή, που του λέει «Α! και συ απ  αὐτούς παρέα τους είσαι. Σε καταλαβαίνω και από την ομιλία σου Γαλιλαίος είσαι», αυτός να ορκίζεται, να καταναθεματίζει και να ομνύει, ότι δεν Τον ξέρω. Μετά από το γεγονός κι εκείνος βρέθηκε στην ίδια κατάσταση ενοχών. Όμως οι ενοχές του δεν μπήκαν στο αδιέξοδο των τύψεων των προσωπικών. Κατάλαβε ότι έκανα το λάθος της ζωής μου. Όμως αν μείνω εδώ τα πράγματα θα πάνε πολύ στραβά και πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι του πατέρα μου. Ο ένας είχε τύψεις και μετανοιώματα, ο άλλος είχε μετάνοια σωστή και επιστροφή. Γιατί μετάνοια ακριβώς αυτό σημαίνει: την επιστροφή στο σπίτι του πατέρα μου, εκεί απ  ὅπου έφυγα.

Αν αυτό δεν το καταλάβουμε, δεν θα μπορέσουμε να περπατήσουμε μέσα μας την μετάνοια. Είναι μοιραίο ότι στην αρχή, όταν κανείς κάνει ένα λάθος, θα γεννηθεί μέσα στην ψυχή του ενοχικό βίωμα, ενοχικό αίσθημα. Θα καταλάβει ότι είναι ένοχος. Όταν αυτό όμως δεν καλλιεργηθεί ούτως ώστε από ενοχή, εγωιστική αν θέλετε μερικές φορές, από ένα στείρο μετάνοιωμα που δεν γεννάει τίποτα δεν μεταφερθεί στο να γίνει μια μετάνοια, που σημαίνει να καταλάβω ότι αυτό που έκανα ήταν θάνατος και λάθος και κάτι που εμένα, όχι τον Θεό, ζημιώνει. Από την αμαρτία μου δεν ζημιώνεται κανείς άλλος παρά μόνον εγώ, τότε κινδυνεύει γι  ὅλα τα ενδεχόμενα.

αρχιμ. Θεοδόσιος Μαρτζούχος, Εφημέριος Ι.Ν. Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Πρεβέζης

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Η Κυριακή των Μυροφόρων


Η δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα είναι αφιερωμένη στις Μυροφόρες σ’ εκείνες τις γυναίκες οι οποίες, τηρώντας τα ιουδαϊκά έθιμα πήγαν να μυρώσουν το νεκρό σώμα του δασκάλου τους, του Ιησού.

Ο Κύριός μας, όπως τουλάχιστον γνώριζαν οι γυναίκες αυτές, είχε αποκαθηλωθεί από τον Σταυρό από τον Ιωσήφ, που ήταν άρχοντας στην περιοχή της Ιουδαίας που ονομαζόταν Αριμαθαία. Ο άρχοντας αυτός ζήτησε την άδεια από τον Πιλάτο να πάρει το σώμα του Ιησού και να το ενταφιάσει. Πράγματι, το πήρε και το έβαλε σε έναν τάφο, όπου κανένας δεν είχε ταφεί μέχρι τότε.

Εδώ, θα πούμε ότι δεν πρέπει να έχουμε στον νου μας έναν τάφο σαν αυτούς που υπάρχουν σήμερα στα χριστιανικά κοιμητήρια, τα νεκροταφεία. Οι Ιουδαίοι, και γενικότερα οι Εβραίοι, θάβουν τους νεκρούς τους σε τάφους θολωτούς, κάτι σαν σπηλιά. Για να το καταλάβετε, θυμηθείτε την εικόνα της Ανάστασης του Λαζάρου. Επίσης, δεν βάζουν τους νεκρούς μέσα σε φέρετρο, αλλά τους τυλίγουν με τα σάβανα, που είναι φαρδιές λωρίδες από λευκά πανιά. Αφού τους βάλουν μέσα στον τάφο, τον κλείνουν. Έτσι έκλεισαν και τον Τάφο του Κυρίου μας με μια πολύ μεγάλη πέτρα.

Σύμφωνα με τα έθιμα, μερικές μέρες μετά τον θάνατο κάθε ανθρώπου, έπρεπε να πάνε στον τάφο του και να αλείψουν με αρώματα (μύρα) το νεκρό σώμα του, σε ένδειξη σεβασμού, τιμής αλλά και ευχαριστίας. Το ίδιο ακριβώς θέλησαν να κάνουν και οι μαθήτριες του Κυρίου. Αλλά κανείς άνδρας δεν τις ακολουθούσε, κι οι ίδιες αισθάνονταν πολύ αδύναμες για να κυλήσουν τη μεγάλη πέτρα, που είχε μπει σαν πόρτα μπροστά στην είσοδο του Τάφου. Κι ήταν μεγάλη η έκπληξή τους όταν αντίκρισαν την πέτρα να είναι πεσμένη κάτω. Διστακτικά μπήκαν μέσα στον Τάφο κι είδαν έναν Άγγελο, που τις ανάγγειλε την Ανάσταση του δασκάλου τους και τις έστειλε να το πουν και στους μαθητές. Έτσι οι Μυροφόρες έγιναν οι πρώτες που αξιώθηκαν να μάθουν  για την Ανάσταση.

Ο Άγιος Αχίλλιος Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης


Ο άγιος Αχίλλειος γεννήθηκε περί το 270 στην Καππαδοκία από ευσεβείς γονείς. Έλαβε σπουδαία χριστιανική και θύραθεν μόρφωση, αλλά μόλις κοιμήθηκαν οι δικοί του, μοίρασε την περιουσία που του κατέλιπαν στους φτωχούς και πήγε στους Αγίους Τόπους, για να ζήσει κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Έζησε κατά πάντα ασκητικό βίο και διακρίθηκε σε όλες τις μοναστικές αρετές. Αργότερα μετέβη στη Ρώμη και στη Θεσσαλία, όπου κήρυξε το Χριστό και έκανε πολλά θαύματα. Έτσι διαδόθηκε πολύ η φήμη της αρετής του και όταν χήρευσε ο θρόνος της Λαρίσης, αναδείχθηκε Αρχιεπίσκοπός της το 310.

Συμμετείχε στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325), στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου σύμφωνα με την παράδοση τέλεσε θαύμα (έκανε να αναβλύσει λάδι από μια πέτρα). Μαρτυρείται ακόμη ότι το πλήθος των αρετών του είχε γοητεύσει και τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, που τον τιμούσε με βαθιά φιλία. Η τοπική παράδοση θέλει να σώζεται ως το 1853 το «Ευαγγέλιο της Κομνηνείου Μονής» που ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα σε περγαμηνή και είχε σημειώσεις του ίδιου του αγίου!

Κοιμήθηκε το 355, έχοντας προϊδεί το επίγειο τέλος του και συμβουλεύοντας κατάλληλα το λαό. Το χαριτόβρυτο λείψανο του ανέβλυζε μύρο κι έκανε πολλά θαύματα. Αργότερα, το ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε από τον τσάρο των Βουλγάρων Σαμουήλ σε ναό του αγίου, κοντά στο ανάκτορό του στην Πρέσπα. Τα λείψανα επεστράφησαν με λαμπρή τελετή το 1981.

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

Παράκληση για τους μαθητές της ενορίας μας


Την Τρίτη 10 Μαΐου 2016 και αμέσως μετά την Παράκληση του Αγίου Λουκά του Ιατρού, θα διαβαστεί ευχή υπέρ Θείας Βοηθείας για τους μαθητές των Γυμνασίων και Λυκείων της ενορίας μας, οι οποίοι ξεκινούν την διαδικασία των εξετάσεων. 

Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως


 Χρήστου Γ. Γκότση

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε στὶς Μυροφόρες. Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ (τὸ «Μὴ μοῦ ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»). Ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ εἰκόνα δείχνει αὐτό.

Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη… Ὁ ἀνεξιχνίαστος χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀναστάσεως.

Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση. Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ – τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ».

]Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση («Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική. Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς της Ἀναγέννησης.

Ὑποστηρίχθηκε πῶς «ἡ μεγάλη προτίμηση γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν, ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης… σ. 357).

Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει ἴδια τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων, τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας Στὴ βάση τῆς εἰκόνας ἀνάμεσά σε ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος. Διακρίνουμε Τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, Τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ Τίς σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ Τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ «κατώτατά της γής», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».

Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:

Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην ᾍδου μόνος, Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκύλα (=λάφυρα). Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.α.

Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος κρατάει στὸ χέρι τοῦ τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».

Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πῶς «ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ᾿ ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ὁ Μυστικὸς Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων» 

 Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία

2η ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ



Μέσα στο κλίμα της Αναστάσιμης χαράς, η Ενορία Παναγίας Ελεούσης και ο Δήμος Αγίας Βαρβάρας, σας καλεί την ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΜΑΪΟΥ 2016 από τις 10.00 το πρωί έως 13.00 το μεσημέρι, στην 2η ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ η οποία θα πραγματοποιηθεί στο παρεκκλήσιο του Αγίου Λουκά του Ιατρού. Ας αφιερώσουμε λίγα λεπτά από τον χρόνο μας για να βοηθήσουμε τους αδελφούς μας που έχουν ανάγκη, ακολουθώντας τα χνάρια του Κυρίου μας, ο οποίος πρώτος από όλους έχυσε το Πανάγιο Αίμα Του στον Σταυρό για να μας σώσει από το κράτος του θανάτου και της αμαρτίας. Σας Περιμένουμε. 

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος


Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστόφορος καταγόταν από ημιβάρβαρη φυλή και ονομαζόταν Ρεμπρόβος, που σημαίνει αδόκιμος, αποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.), όταν στην Αντιόχεια Επίσκοπος ήταν ο Άγιος Ιερομάρτυς Βαβύλας (τιμάται 4 Σεπτεμβρίου).

Ο Άγιος ως προς την εξωτερική εμφάνιση ήταν τόσο πολύ άσχημος, γι' αυτό και αποκαλείτο «κυνοπρόσωπος».

Η μεταστροφή του στον Χριστό έγινε με τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αιχμάλωτος σε μάχη, που διεξήγαγε το έθνος του με τα Ρωμαϊκά αυτοκρατορικά στρατεύματα. Κατατάγηκε στις Ρωμαϊκές λεγεώνες και πολέμησε κατά των Περσών, επί Γορδίου και Φιλίππου.

Όταν ήταν ακόμη κατειχούμενος, για να ευχαριστήσει τον Χριστό, εγκαταστάθηκε σε επικίνδυνη δίοδο ποταμού και μετέφερε δωρεάν επί των ώμων του εκείνους που επιθυμούσαν να διέλθουν τον ποταμό. Μια μέρα παρουσιάσθηκε προς αυτόν μικρό παιδί, το οποίο τον παρακάλεσε να τον περάσει στην απέναντι όχθη. Ο Ρεμπρόβος πρόθυμα το έθεσε επί των ώμων του και στηριζόμενος επί της ράβδου του εισήλθε στον ποταμό. Όσο όμως προχωρούσε, τόσο το βάρος του παιδιού αυξανόταν, ώστε με μεγάλο κόπο κατόρθωσε να φθάσει στην απέναντι όχθη. Μόλις έφθασε στον προορισμό του, κατάκοπος είπε στο παιδί ότι και όλο τον κόσμο να σήκωνε δεν θα ήταν τόσο βαρύς. Το παιδί του απάντησε: «Μην απορείς, διότι δεν μετέφερες μόνο τον κόσμο όλο, αλλά και τον πλάσαντα αυτόν. Είμαι Εκείνος στην υπηρεσία του Οποίου έθεσες τις δυνάμεις σου και σε απόδειξη αυτού φύτεψε το ραβδί σου και αύριο θα έχει βλαστήσει», και αμέσως εξαφανίσθηκε. Ο Ρεμπρόβος φύτεψε την ράβδο και την επομένη την βρήκε πράγματι να έχει βλαστήσει. Μετά το περιστατικό αυτό βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον Άγιο Ιερομάρτυρα Βαβύλα, ο οποίος τον μετονόμασε σε Χριστόφορο. Η άκτιστη θεία Χάρη, που έλαβε την ώρα του βαπτίσματος και του Χρίσματος, μεταμόρφωσε όλη του την ύπαρξη. Και αυτή ακόμα η δύσμορφη όψη του φαινόταν φωτεινότερη και ομορφότερη.

Στην Ορθόδοξη αγιογραφία ο Άγιος εικονίζεται να μεταφέρει στον ώμο του τον Χριστό. Εξ' αφορμής ίσως του γεγονότος αυτού θεωρείται προστάτης των οδηγών και στο Μικρόν Ευχολόγιον και συγκεκριμένα στην Ακολουθία «επί ευλογήσει νέου οχήματος» υπάρχει, πρώτο στη σειρά, το απολυτίκιό του.

Κατά τον τότε εναντίον των Χριστιανών διωγμό, λίγο μετά την βάπτισή του, είδε Χριστιανούς να κακοποιούνται από τους ειδωλολάτρες. Από αγανάκτηση επενέβη και έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις προς αυτούς, διέφυγε δε τη σύλληψη χάρη στο γιγαντιαίο του παράστημα και την ηράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε όμως στον αυτοκράτορα και διατάχθηκε η σύλληψή του. Για τον σκοπό αυτό απεστάλησαν διακόσιοι στρατιώτες. Αυτοί, αφού ερεύνησαν σε διάφορα μέρη, τον βρήκαν κατά την στιγμή την οποία ετοιμαζόταν να γευματίσει ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Κατάκοποι οι στρατιώτες και πεινασμένοι ζήτησαν από τον Άγιο Χριστόφορο να τους δώσει να φάγουν και ως αντάλλαγμα του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον κακομεταχειρίζονταν. Ένας από τους στρατιώτες, βλέποντας ότι πλην του ξερού άρτου δεν υπήρχε καμία άλλη τροφή, ειρωνευόμενος τον Χριστόφορο, του είπε ότι ευχαρίστως θα γινόταν Χριστιανός, εάν είχε την δύναμη να τους χορτάσει όλους με το κομμάτι εκείνο του άρτου. Τότε ο Άγιος, αφού γονάτισε, άρχισε να παρακαλεί τον Χριστό να πολλαπλασιάσει το κομμάτι εκείνο του άρτου, όπως πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους στην έρημο, για να χορτάσουν οι πεινώντες στρατιώτες και να φωτισθούν στην αναγνώριση και ομολογία Αυτού. Η παράκληση του Αγίου εισακούσθηκε και το τεμάχιο του άρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οι στρατιώτες το θαύμα αυτό, προσέπεσαν στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσαν να τους γνωρίσει καλύτερα τον Θεό του. Ο Άγιος εξέθεσε με απλότητα τη Χριστιανική διδασκαλία και αφού όλοι εξέφρασαν την επιθυμία να γίνουν Χριαστιανοί, τους οδήγησε προς τον Επίσκοπο Αντιοχείας Βαβύλα, ο οποίος, αφού τους κατήχησε, τους βάπτισε. Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε το γεγονός, τους μεν στρατιώτες συνέλαβε και αποκεφάλισε, τον δε Χριστόφορο προσπάθησε με υποσχέσεις και κολακείες να μεταπείσει, αλλά οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην επίμονη άρνηση αυτού. Κατόπιν τούτου έστειλε προς αυτόν δύο διεφθαρμένες γυναίκες, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, ελπίζοντας ότι με τα θέλγητρά τους θα τον σαγήνευαν και θα τον παρέσυραν. Οι δύο γυναίκες, αφού άκουσαν την προτροπή του Αγίου, για να επανέλθουν στον δρόμο της αγνότητας και της αρετής, έγιναν Χριστιανές και, αφού παρουσιάσθηκαν ενώπιον του αυτοκράτορα Δεκίου, ομολόγησαν τον Χριστό. Γι' αυτό και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.

Στη συνέχεια ο Άγιος Χριστόφορος υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και τέλος υπέστη τον δι' αποκεφαλισμού θάνατο το 251 μ.Χ.

Η Σύναξη αυτού ετελείτο στο Μαρτύριο αυτού κοντά στο ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στο Κυπαρίσσιον και στο ναό του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον της Αγίας Ευφημίας των Ολυβρίου.


Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Ο Βίος του Αγίου Γεωργίου

Ἐχθροὺς ὁ τέμνων Γεώργιος ἐν μάχαις,
Ἑκὼν παρ' ἐχθρῶν τέμνεται διὰ ξίφους.
Ἦρε Γεωργίου τρίτῃ εἰκάδι αὐχένα χαλκός.


Βιογραφία
Ο λαοφιλής Άγιος Γεώργιος ο μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος γεννήθηκε περίπου το 275 μ.Χ. στην Καππαδοκία, από γονείς χριστιανούς. Ο πατέρας του, μάλιστα, πέθανε μαρτυρικά για το Χριστό όταν ο Γεώργιος ήταν δέκα χρονών. Η μητέρα του τότε τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της την Παλαιστίνη, όπου είχε και τα κτήματα της. Όταν έγινε 18 χρονών, στρατεύθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Αν και νέος στην ηλικία, διεκπεραίωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις τέλεια. Όλοι τον θαύμαζαν για το παράστημα του. Γι' αυτό, γρήγορα τον προήγαγαν σε ανώτερα αξιώματα και του έδωσαν τον τίτλο του κόμη και ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.

Ομολογητής
Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 283 μ.χ., η Χριστιανική Εκκλησία μεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί επικρατούσε ειρήνη. Οι Χριστιανοί πήραν πολλές δημόσιες θέσεις, έκτισαν πολλούς και μεγάλους ναούς, διάφορα σχολεία και οργάνωσαν την διοίκηση και τη διαχείριση των εκκλησιών και της φιλανθρωπίας.

Ο Διοκλητιανός αρχικά εργάστηκε για την οργάνωση του κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς για βοηθούς του που τους ονόμασε αυτοκράτορες και Καίσσαρες κι αφού πέτυχε να υποτάξει τους εχθρούς του κράτους και να σταθεροποιήσει τα σύνορα του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς, στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής Θρησκείας για να ανορθώσει την ειδωλολατρία. Γι' αυτό το λόγο λοιπόν, κάλεσε τους βοηθούς του Καίσσαρες το 303 μ.χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Ανάμεσα τους βρισκότανε και ο 28χρονος Γεώργιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.

Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της Χριστιανικής πίστης. Πρώτος μίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σε όλους ν' αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική Θρησκεία από το Ρωμαϊκό κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος σηκώθηκε και είπε: «Γιατί, βασιλιά και άρχοντες, θέλετε να χυθεί αίμα δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσετε τους Χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα»; Και διακήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής Θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.

Μόλις τέλειωσε, όλοι συγχυστήκανε μ' αυτή την ομολογία του και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, καταπραΰνοντας έτσι και τον Διοκλητιανό. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διακήρυσσε την Χριστιανική του πίστη.

Στη φυλακή
Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή κα να του περισφίγξουν τα πόδια στο ξύλο και αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα, να βάλουν πάνω στο στήθος του μεγάλη και βαριά πέτρα.

Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο για να τον ανακρίνει . Και πάλι αυτός έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του και παρ' όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις του αυτοκράτορα διακήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Ο Διοκλητιανός οργίστηκε από τα λόγια του και διέταξε τους δήμιους να δέσουν τον Άγιο σε ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύτηκε την ανδρεία του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστεί και δέχτηκε με ευχαρίστησε να υποστεί το φοβερό αυτό μαρτύριο, που χώριζε σε μικρά λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω γύρω από τον τροχό υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που μοιάζανε με μαχαίρια. Πραγματικά μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε : «Μη φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον Άγιο, λύνοντας τον από τον τροχό και θεραπεύτηκε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.

Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημα του, με όψη αγγελική, παρουσιάστηκε στον Διοκλητιανό που είχε πάει με άλλους να κάνει θυσία. Μόλις τον είδαν έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μερικοί δε ισχυριζόντουσαν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Καθώς όμως σχολιάζανε το γεγονός, εμφανίστηκαν μπροστά στον βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέοντας και ο Ανατόλιος (βλέπε 23 Απριλίου) με χίλιους στρατιώτες και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε αμέσως.

Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και αφού ρίξουν μέσα τον Γεώργιο, να τον αφήσουν μέσα τρεις μέρες και τρεις νύχτες έτσι που να διαλυθούν και τα κόκκαλα του.

Πραγματικά οι δήμιοι ρίξανε τον Άγιο στον ζεματιστό ασβέστη και κλείσανε το στόμα του λάκκου. Μετά από τρεις μέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες να ανοίξουν το λάκκο. Με μεγάλη τους έκπληξη όμως βρήκαν τον Γεώργιο όρθιο, μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό, που φώναζε: «Ο Θεός του Γεωργίου είναι μεγάλος». Ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, που έμαθε τις μαντικές τέχνες και πως τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι τα γεγονότα ήταν αποτέλεσμα της θείας χάρης και δύναμης και όχι μαγείας και γοητείας.

Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και τον εξαναγκάσουν να περπατά. Ο Άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφτηκε να φωνάξει του άρχοντες για να συσκεφτούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιο. Και αφού τον δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια και καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του Αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, που έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν Άγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι το φαινόμενο αυτό οφειλόταν στις μαγικές του ικανότητες. Γι' αυτό κάλεσε τον μάγο Αθανάσιο (βλέπε 23 Απριλίου), για να λύσει τα μάγια του Γεωργίου.

Αβλαβής από το δηλητήριο
Ήλθε, λοιπόν ο μάγος Αθανάσιος, κρατώντας στα χέρια του δύο πήλινα αγγεία, όπου υπήρχε δηλητήριο. Στο πρώτο αγγείο το δηλητήριο προξενούσε τρέλα, ενώ στο δεύτερο τον θάνατο.

Αμέσως οδήγησαν τον Άγιο στον Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο. Ο βασιλιάς διέταξε να του δώσουν να πιει το πρώτο δηλητήριο. Ο Άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου, αφού προηγουμένως προσευχήθηκε , λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμον τι πίωτιν, ου μη αυτούς βλάψει, θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε απολύτως τίποτα!

Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε απολύτως τίποτα, ο βασιλιάς διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερο αγγείο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθει το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι από αυτό το θαύμα. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επειμένει ότι για να μην πεθάνει ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια, αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα, ομολόγησε την πίστη του στον αληθινό Θεό. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και φόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα (βλέπε 21 Απριλίου), που ομολόγησε την πίστη της στον αληθινό Θεό. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.

Το μαρτυρικό τέλος του Αγίου
Ο Άγιος Γεώργιος κλείστηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στ' όνειρο του τον Χριστό, που του ανάγγειλε ότι θα πάρει το στεφάνι του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε διατάχτηκαν οι στρατιώτες από τον ο Διοκλητιανό να παρουσιάσουν μπροστά του τον Άγιο. Πραγματικά ο Άγιος βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφτασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στον ναό του Απόλλωνα για να θυσιάσει στο είδωλο του. Όταν μπήκε ο Άγιος στον ναό, σήκωσε το χέρι και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως τούτο έπεσε και έγινε κομμάτια.

Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσο πολύ θύμωσαν, που φώναζαν στον βασιλέα να θανατώσει τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός έβγαλε διαταγή και του έκοψε το κεφάλι.

Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα μαζί με αυτό της μητέρας του Αγίας Πολυχρονίας (βλέπε 23 Απριλίου) και το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.

Κατά την Εκκλησία μας, ο ένδοξος αυτός μεγαλομάρτυρας είναι ο μαργαρίτης ο πολύτιμος, ο αριστεύς ο θείος, ο λέων ο ένδοξος, ο αστήρ ο πολύφωτος, του Χριστού οπλίτης, της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος