Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 525 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβοῦς καὶ εὔπορης οἰκογένειας. Ἔλαβε πλούσια μόρφωση, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «σχολαστικό», ἀλλὰ σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Γέροντος Μαρτυρίου, στὸ ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ θάνατό του.
Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε μοναχικὲς κοινότητες στὴ Σκήτη καὶ Ταβέννιση τῆς Αἰγύπτου, ἀργότερα δὲ ἐγκαταστάθηκε σὲ κελὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, Δανιὴλ ὁ Ραϊθηνός, μᾶς δίνει μερικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του, κυρίως ὅμως μᾶς παρουσιάζει τὸ πῶς ἀναδείχθηκε δεύτερος Μωϋσῆς καθοδηγώντας τοὺς νέους Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν γῆ τῆς δουλείας στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Μὲ τὴν λίγη τροφὴ νίκησε τὸ κέρας τοῦ τύφου τῆς οἰήσεως καὶ τῆς κενοδοξίας, πάθη πολὺ λεπτὰ καὶ δυσδιάκριτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐμπλέκονται στὶς κοσμικὲς ἐνασχολήσεις. Μὲ τὴν ἡσυχία, νοερὰ καὶ σωματική, ἔσβησε τὴν φλόγα τῆς καμίνου τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγώνα ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν δουλεία στὰ εἴδωλα. Ἀνέστησε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε. Μὲ τὴν ἀπονέκρωση τῆς προσπάθειας καὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος, ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πλασμένος καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀνακαινισμένος. Καὶ μὲ ὅσα ἔγραψε δὲν μετέφερε σὲ ἐμᾶς μόνο τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις ἀλλὰ τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του εἶναι ἀφοπλιστικὸς καὶ θεραπευτικός.

Μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἄσκηση στὴν ἔρημο, σὲ προχωρημένη πλέον ἡλικία, ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς Σινᾶ, ἐνῷ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ἀποσύρθηκε πάλι στὴν ἔρημο, ὅπου κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 600 μ.Χ.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν «Κλίμακα» καὶ τὸ «Λόγο πρὸς τὸν Ποιμένα». Ἡ «Κλίμακα» εἶναι συνέχεια τῶν ἡσυχαστικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης παρουσιάζει τὰ στάδια τῆς τελειώσεως σὲ τριάντα κεφάλαια. Τὴν ἰδέα τῆς κλίμακος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἰακώβ, τὸν δὲ ἀριθμὸ τριάντα ἀπὸ τὴν ἡλικία τῆς ὡριμότητας κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄρχισε τὴν δημόσια δράση Του.Κατ’ ἀρχὰς περιγράφει τὸ πρῶτο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ποὺ συνίσταται στὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπενθυμίζει τὸν κόσμο, τὴν ξενιτεία. Ἔπειτα ἔρχεται ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀσκητοῦ, μεταξὺ τῶν ἀρετῶν καὶ κακιῶν, οἱ ὁποῖες περιγράφονται ἀνάμεικτες: λύπη, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατὰ Θεὸν πένθος, ἀοργησία, μνησικακία, καταλαλιά, σιωπή. Τὰ τελευταία κεφάλαια ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐν ἀγάπῃ τελείωση, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πᾶσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ σῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μεθέξιν

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Άγιος γέροντας Παΐσιος: Γιατί δεν πρέπει να κατακρίνετε τους αμελείς μοναχούς.



Μεγάλες αλήθειες και συμβουλές από το στόμα του

Οι λένε ότι για να κρίνεις κάποιον άνθρωπο, πρέπει να τον βλέπεις όπως τον βλέπει ο .

Πρέπει επίσης να μπαίνεις στην θέση του.
Κάποτε ένας νεαρός είπε στον άγιο Παΐσιο ότι είδε στις Καρυές έναν μοναχό που καθόταν στο καφενείο και σκανδαλίστηκε.
Τότε ο άγιος του απάντησε:
-Κοίταξε, παιδί μου, Αυτός ο άνθρωπος άφησε την οικογένειά του, την δουλειά του, την περιουσία του και ήρθε εδώ στο Άγιον Όρος και αγωνίζεται για την σωτηρία του.
Του έχει μείνει μία κακή συνήθεια, με την οποία παλεύει.
Αν θέλεις να κάνουμε μία συμφωνία:
Να αφήσεις και εσύ όλα αυτά που άφησε εκείνος, να έλθεις να γίνεις , και εγώ θα σε αφήνω μία φορά την εβδομάδα να πηγαίνεις στις Καρυές.
Ο νέος έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένος και είπε:

-Δεν μπορώ, .
Το αυθεντικό αυτό περιστατικό καταγράφεται στον βίο του του Ι. Ησυχαστηρίου Αγίου Θεολόγου Σουρωτής (Βασιλικά 2015, σελ. 460-461).
Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ας μην νομίσουμε αμέσως ότι ο τα είπε μόνο για αυτόν τον νέο.
Ας βάλουμε ένα ερωτηματικό μήπως τα λέει και για μας, που είμαστε έτοιμοι να πετάξουμε την πέτρα μόλις δούμε έναν μοναχό ή άλλον αφιερωμένο κληρικό, με αταίριαστη στο σχήμα του συμπεριφορά, ενώ ταυτόχρονα ξεχνάμε ότι εμείς δεν έχουμε κάνει για τον ούτε τα ελάχιστα από όσα έχει κάνει αυτός, και για αυτό άλλωστε δεν δεχόμαστε από τον διάβολο τις ίδιες επιθέσεις με αυτές που δέχεται ο μοναχός ή ο αφιερωμένος κληρικός.
Πηγή:  Βήμα ορθοδοξίας

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Το πιο άδειο κάρο κάνει το μεγαλύτερο θόρυβο

Βάδιζα με τον πατέρα μου όταν σταμάτησε στη στροφή του δρόμου και μετά από μια μικρή σιωπή με ρώτησε:
-Πέρα από το κελάηδημα των πουλιών ακούς κάτι άλλο;
Τέντωσα τα αυτιά μου και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα απάντησα:
-Ακούω το θόρυβο ενός κάρου.
-Αυτό είναι,είπε ο πατέρας μου.Είναι ένα άδειο κάρο.
Τότε τον ρώτησα:
-Πώς ξέρεις ότι το κάρο είναι άδειο,αφού δεν το έχουμε δει;
Ο πατέρας μου είπε:
Είναι εύκολο να γνωρίζω πότε ένα κάρο είναι άδειο...από το θόρυβο.Όσο πιο άδειο είναι το κάρο τόσο μεγαλύτερο θόρυβο κάνει.

Όταν ενηλικιώθηκα ,ακόμη και σήμερα,όταν βλέπω ένα πρόσωπο να μιλάει πολύ,διακόπτοντας
τη συζήτηση όλων,να είναι ενοχλητικό ή ξιπασμένο,να νιώθει υπεροχή και να ταπεινώνει τους
άλλους,έχω την εντύπωση ότι ακούω τη φωνή του πατέρα μου να λέει:
-Το πιο άδειο κάρο κάνει το μεγαλύτερο θόρυβο!

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Γ΄ Κυριακή των Νηστειών - Σταυροπροσκυνήσεως

Η άσκηση των αρετών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πέρα από την προσωπική ισχυρή θέληση, είναι απαραίτητη και η αγιαστική δύναμη της Εκκλησίας μας. Έτσι οι άγιοι Πατέρες όρισαν, καταμεσής της αγίας Τεσσαρακοστής να προσκυνείται ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, για να λαμβάνουμε οι πιστοί από αυτόν χάρη και δύναμη για να συνεχίσουμε με σθένος τον πνευματικό μας αγώνα.
Ο Σταυρός του Χριστού είναι το καύχημα της Εκκλησίας μας και το αήττητο όπλο κατά των δυνάμεων του κακού. Πάνω σε αυτόν συντρίφτηκε το κράτος του διαβόλου και εκμηδενίστηκε η δύναμή του. Από αυτόν πήγασε η απολύτρωση και η αθανασία στο ανθρώπινο γένος. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον Σταυρόν Σου ημίν δέδωκας , φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν » και «Νυν εμφανιζόμενος ο Σταυρός, δύναμιν παρέχη εν τω μέσω των νηστειών, τοις το θείον σκάμμα, ανύουσι προθύμως ΄ αυτόν μετ ' ευάβείας , κατασπαζόμεθα ».
Από φονικό και έχθιστο μέσον εκτέλεσης κακούργων μεταβλήθηκε σε μέσον αγιασμού και νοητή ασπίδα προστασίας από τις επιβουλές του Εωσφόρου και των σκοτεινών πεσόντων αγγέλων του. Άλλοι τον παρομοιάζουν με ισχυρό κυματοθραύστη κατά των κλυδωνισμών της ζωής, που προκαλεί το κακό και η αμαρτία. Η σωματική κόπωση της νηστείας και η ψυχική νωχέλεια του πνευματικού αγώνα είναι δυο βασικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να αναστείλουν τη νηπτική πορεία του πιστού. Η αγιαστική δύναμη του Σταυρού είναι το αντίδοτο σ' αυτή την κατάσταση.
Ο Σταυρός του Χριστού, εκτός από θείο σύμβολο της Εκκλησίας μας, έχει και ηθική σημασία για τον κάθε πιστό. Όπως ο Κύριος έφερε το δικό Του Σταυρό στο Γολγοθά, φορτωμένος τις ανομίες ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, έτσι και ο πιστός του Χριστού, φέρει αυτός τον προσωπικό του σταυρό, τον αγώνα για σωτηρία και τελείωση. Ο δρόμος για τη σωτηρία είναι πραγματικός Γολγοθάς και απαιτεί αυταπάρνηση σε όσους τον ανεβαίνουν. Το βεβαίωσε ο Κύριος: « όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν , απαρνησάσθω ευατόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι » (Μαρκ.8,34). Η αγία περίοδος του Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν σταυρική πορεία και νοητή σταύρωση των παθών μας.
Γι' αυτό η αγία μας Εκκλησία αφιέρωσε την Κυριακή αυτή στην προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Οι πιστοί αντλώντας χάρη από αυτόν, δυναμωμένοι πια και ανανεωμένοι, αντιπαρερχόμαστε τα εμπόδια που στήνει ο πονηρός και βαδίζουμε την ουρανοδρόμο ατραπό με οδηγό τη χαρά και τη λαχτάρα να συναντήσουμε τον αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό την αγία και λαμπροφόρο η ημέρα της εγέρσεώς Του.



Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο Κρήτης.


Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μύρων καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης, τὸ σημερινὸ Ἡράκλειο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. 
Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Δημήτριος καὶ ἦταν δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ὁ Ἅγιος ἦταν σεμνὸς καὶ σώφρων καὶ ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὴν παρθενία καὶ τὴν ἄσκηση. Ἐργαζόμενος ὡς ράπτης στὸ Ἡράκλειο συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τὸν φθονοῦσαν, ὅτι δῆθεν ἀποπλάνησε μία Τουρκοπούλα. 
Στὸ δικαστήριο ὁ Ἅγιος ἀπέρριψε ἀπολογούμενος τὴ συκοφαντία, ἀλλὰ ἐτέθη σὲ αὐτὸν δίλημμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἢ τοῦ θανάτου. Ὁ Μάρτυρας Μύρων ἀποκρίθηκε μὲ παρρησία ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὴν πίστη του, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποστεῖ κάθε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καθ’ ὅσον γεννήθηκε Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλει νὰ πεθάνει.Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή.
Ὅταν τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ αὐτή, τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὅπου ὁ Ἅγιος ἐπαναλάμβανε συνεχῶς ὅτι θέλει νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανός. Ἔτσι καταδικάσθηκε στὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο. Λίγο πρὶν τὸ μαρτύριο, ὁ Μάρτυρας Μύρων ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τοὺς δημίους καὶ πλησίασε τὸν πατέρα του. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φίλησε τὸ χέρι. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐχή του προσῆλθε πρὸ τῶν δημίων καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ ἔτος 1793.

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στὴν Δαμασκὸ τῆς Συρίας περὶ τὸ ἔτος 580 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβῶν καὶ ἐνάρετων γονέων, τοῦ Πλινθᾶ καὶ τῆς Μυροῦς. Λόγω τῆς καταγωγῆς του ἀποκαλεῖται καὶ Δαμασκηνός.  Κατὰ τὴν νεαρή του ἡλικία ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ ἀββᾶ Θεοδοσίου, ὅπου συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν ἐκεῖ ἀσκούμενο Ἰωάννη τὸν Μόσχο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε πολλά.  Μὲ τὴν συνοδεία αὐτοῦ ἐπισκέφθηκε τὴν Αἴγυπτο, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν κύκλο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος καὶ τὴ Ρώμη. Τότε πέθανε καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Μόσχος (620 μ.Χ.). Ὁ Σωφρόνιος μετακόμισε τὸ λείψανο αὐτοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ τὰ ἐνταφίασε στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, ἐπανέκαμψε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ προσβλήθηκε τότε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν. Ἐπισκέφθηκε τότε τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου στὸ Ἀμπουκὶρ καὶ θεραπεύθηκε. Τὸ θαῦμα αὐτὸ περιέλαβε σὲ ἐγκώμιό του πρὸς τοὺς Ἁγίους αὐτούς.  Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Πατριάρχη Σέργιο Α’ (610 – 638 μ.Χ.) στὶς θέσεις του κατὰ τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ νὰ ἐκφράσει τὶς διαφωνίες του κατὰ τοῦ ἑνωτικοῦ σχεδίου, τὸ ὁποῖο ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύρος ὁ ἀπὸ Φάσιδος (630 – 643 μ.Χ.) ἑτοίμαζε γιὰ νὰ σιγάσει τὴν διαμάχη μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Μονοφυσιτῶν. Ἀλλὰ ἀπέτυχε καὶ ἀπογοητευμένος ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὅταν πέθανε ὁ Ἅγιος Μόδεστος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 16 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του, ἀνῆλθε τὸ ἔτος 634 μ.Χ. στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας. Ἡ κατάσταση ἦταν θλιβερή. Ἐσωτερικὰ ἡ Ὀρθοδοξία ὑπέφερε ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ἐξωτερικὰ οἱ Ἄραβες περιέσφιγγαν τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Ἤδη κατεῖχαν τὴ Βηθλεὲμ καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος μὴ δυνάμενος, κατὰ τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 634 μ.Χ., νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ γιορτάσει τὴν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, θρηνεῖ. Γιὰ τὴν ἀποκατάσταση κάποιας ἠρεμίας στὸ ποίμνιό του, συγκαλεῖ Σύνοδο καὶ καταδικάζει τὸν Μονοφυσιτισμό. Γιὰ τὴν ἀπόκρουση τῶν Ἀράβων ὀργανώνει τὴν ἄμυνα τῆς πόλεως. Τὸ ἔτος 637 μ.Χ. ὅμως ἀναγκάζεται νὰ παραδώσει τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων στὸν χαλίφη Ὀμάρ. Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἑπόμενο ἔτος, 638 μ.Χ. Τὸ συγγραφικό του ἔργο εἶναι σαφῶς καὶ καθαρὰ ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στὴν συγγραφὴ ἰδιομέλων καὶ τοῦ βίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρω

Ἡ μητέρα μου....(Γέροντος Πετρωνίου Τανάσε)

https://antexoume.files.wordpress.com/2014/05/untitled.png?w=660Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.
Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια.

Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.

Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατον πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε.

Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.

Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.

Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.

Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.

Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της...

Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.

Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».

Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».

Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».


Σάν γερόντισσα στήν ἡλικία, παρότι ἔπασχε ἀπό ἀσθένειες, οὐδέποτε ἀπουσίασε ἀπό τήν ἐκκλησία. Διατηροῦσαν μία συνήθεια οἱ νοικοκυρές νά ἀσπάζωνται τό χέρι τῶν γερόντων καί τῶν χηρῶν καί νά τούς βάζουν στό χέρι χρήματα. Κάποτε μ᾿ἐρώτησε, ἄν εἶναι καλό αὐτό πού κάνει δηλαδή, νά παίρνη χρήματα.

Μοῦ ἔλεγε: «Ποτέ δέν ἐξοδεύω αὐτά τά χρήματα γιά μένα, ἀλλά ἀγοράζω μέ αὐτά κεριά καί τά ἀνάβω μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο· καί στό σπίτι μου γιά κάθε φράγκο κάνω καί ἀπό δέκα μετάνοιες, γιά τήν ὑγεία πού μοῦ ἔδωσε.

Ἄλλη φορά ἤθελα νά μάθω τί ξέρει ἡ μητέρα μου ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μοῦ ἔλεγε τότε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό Ὄνειρο τῆς Παναγίας, τήν Ἐπιστολή, τά ὁποῖα ἀπήγγειλλε ἀπό στήθους. Ἐπίσης ὁλόκληρα κείμενα ἀπό τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τούς Ψαλμούς. Μοῦ ἔλεγε τόν 49ον Ψαλμό. Ἐγνώριζε ἀπό στήθους πολλές προσευχές, τρο¬πάρια, στιχηρά τῶν ἑορτῶν, τά ὁποῖα ἐμάθαινε στήν ἐκκλησία. Ἐθαύμασα γιά ὅλα αὐτά διότι δέν μοῦ εἶχε δώσει κάποια αἴσθησι ὅτι τά ἐγνώριζε καί τά κρατοῦσε μέσα της μέ πολλή ἀφοσίωσι.

Πάντοτε στήν προσευχή. Πρίν νά βγοῦμε ἀπό τό σπίτι, τήν ἐβλέπαμε ἀμέσως καί ἐπήγαινε στά εἰκονίσματα. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἔκανε μερικές μετάνοιες καί μετά ἄρχιζε τίς δουλειές της. Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου τά ἔλεγε μέ πολλή ψυχική θερμότητα, μέ ἐμπιστοσύνη καί ἀκλόνητη ἐλπίδα στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Γιά τόν θάνατό της ἦτο προετοιμασμένη, πρίν ἀπό πολύ καιρό. Τό φόρεμά της γιά τόν τάφο της, τό σεντόνι γιά τό φέρετρό της καί ἕνα μάτσο κεριά τά εἶχε ἑτοιμάσει καί τά κρατοῦσε στό σεντοῦκι της.

Μερικές ἑβδομάδες πρίν ἀπό τόν θάνατό της, πηγαίνοντας νά τήν ἰδῶ ἀκόμη μιά φορά, τῆς ἔδωσα μία δεσμίδα κερί καθαρό, πού μοῦ τό χάρισε ὁ π. Μακάριος. Τῆς ἔδωσα μεγάλη χαρά γι᾿ αὐτά. Τά ἔβαλε στό σεντοῦκι της καί μ᾿ αὐτή τήν εὐκαιρία εἶδα τί εἶχε μέσα.

Ἐπέρασε στήν αἰωνιότητα στίς 4 Ἰουλίου 1967, μετά ἀπό κάποια ὀλιγόμηνη ἀσθένεια.

Ἀκόμη, πρίν ἀπό τήν νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων-τήν χρονιά αὐτή διαρκοῦσε μόνο τρεῖς ἡμέρες-ἐκάλεσε τήν ἀδελφή μου Γλυκερία: «Νά καλέσης τόν πάτερ Ἰονίκα νά μέ ἐξομολογήση καί νά μέ κοινωνήση».

Ἐνήστευσε τρεῖς ἡμέρες, ἐξωμολογήθηκε καί κοινώνησε. Τό Σάββατο 1η Ἰουλίου πλύθηκε, ἄλλαξε, κατά τήν συνήθειά της, χτενίσθηκε καί εἶπε στήν Γλυκερία:

-Πάρε τό σεντόνι καί σκέπασέ με, διότι νά, βλέπεις, ἔρχονται στόν δρόμο τρεῖς γυναῖκες στά λευκά ντυμένες.

-Ποῦ εἶναι μαμά; Τήν ἐρώτησε ἡ Γλυκερία κυττάζοντας πρός τό παράθυρο χωρίς νά ἰδῆ κάποιον..

-Ἄφησε. Αὐτές ἔχουν δουλειά μέ μένα καί ὄχι μέ σένα...

Κάποια νύκτα ἀπό τίς τελευταῖες της εἶδε στό ὄνειρό της τόν Δημήτριο, τόν μικρότερο γυιό της πού πέθανε πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους μας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἦτο πάντοτε ἀπαρηγόρητη...Ἦτο τό παιδί μέ λευκό ὑποκάμισο, μέ τό κεφάλι ἄσκεπο, μέσα σ᾿ ἕνα μεγάλο λιβάδι καί συνέλλεγε λουλούδια.

-Τί κάνεις ἐδῶ; Τόν ἐρώτησε ἐκείνη.

-Μαζεύω λουλούδια, τῆς ἀπήντησε ὁ γυιός της.

-Καί γιατί εἶσαι ἀσκέπαστος στό κεφάλι; Ἐγώ σοῦ φόρεσα καπελλάκι.

-'Εδῶ δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, τῆς ἀπήντησε χαρούμενος ὁ γυιός της....

Μετά τήν Θεία Κοινωνία τό πρόσωπό της ἀλλοιώθηκε. Δέν ἔφαγε πλέον πάλι τίποτε, ἀλλά ζητοῦσε μόνο κρῦο νερό γιά νά δροσίζεται, ἐπειδή καιγόταν στόν πυρεττό. Κατόπιν εἶχε μεγάλη εὐθυμία, τήν ὁποία οὐδέποτε εἶχε δείξει καί ἄρχισε νά ψάλλη ἀπό τά τροπάρια πού εἶχε μάθει στήν ἐκκλησία: «Χριστός ἀνέστη...», «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...», «Ἡ Γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...», τό τροπάριο τῆς Πεντηκοστῆς καί ἄλλα. Ἀκόμη προσευχόταν ἀκατάπαυστα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τήν ἁμαρτωλή. Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, ἐλέησόν με τήν ἁμαρτωλή». «Κύριε μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με», τόν 50ον Ψαλμό καί ἐπανελάμβανε πάντοτε: «Δέξου Κύριε αὐτούς πού ἔρχονται σέ Σένα καί μετά δέξου καί μένα...».

Τήν τελευταία ἡμέρα, μῆνα καί νύκτα πρός τήν ἡμέρα Τρίτη, δέν κοιμήθηκε καθόλου, ἀλλά προσευχόταν συνεχῶς ψιθυριστά. Κατόπιν εἶπε στήν Γλυκερία: «Νά μοῦ κάνης ὡραῖο μνημόσυνο μέ κόλυβα, μέ πρόσφορο, μέ λουλούδια καί....νά δώσης στόν πάτερ (Πετρώνιο) λευκή τήν λύσι τῶν ἁμαρτιῶν μου νά τήν ἔχη σάν ἐνθύμιο ἀπό τήν μάννα του...».

Τήν τρίτη τό πρωΐ, 4η Ἰουλίου, ὅταν ἤρχοντο οἱ πρῶτες ἀκτῖνες στό παράθυρο τοῦ δωματίου της, ἐζήτησε ἀπό τήν Γλυκερία τό κερί, ἄνοιξε τά μάτια της καί ἐψιθύρισε: «Συγχώρεσέ με...!», κατόπιν ἐστράφη πρός τό ἄλλο μέρος καί ἐκοιμήθη ὁριστικά...Ἡ ψυχή της ἐπέταξε ἀπό τό χωμάτινο σκεῦος τοῦ σώματός της, πού τόσο πολύ βασανίσθηκε καί ταλαιπω-ρήθηκε. Τό πρόσωπό της ἦτο εἰρηνικό καί ἕνα χαμόγελο κρεμόταν ἀπό τά χείλη της...

Ἔζησε περίπου 87 χρόνια, ἀπό τά ὁποῖα 39 μέ τόν ἄνδρα της καί τά ὑπόλοιπα 25 σάν χήρα. Γεννήθηκε στίς 8 Σεπτεμβρίου 1880, παντρεύθηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1903, ἀπέθανε στίς 4 Ἰουλίου 1967.

Ὁ πατέρας μου γεννήθηκε τό 1873 καί ἀπέθανε τήν 1ην Αὐγούστου 1942.


Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια υπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους Ἄθω

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
 
                                                                                                                                                      Πηγή: Εκδόσεις Χρυσοπηγή

Θαύμα 1966:Ο αχθοφόρος που ανέστησε τον βλάσφημο νεκρό

Συγκλονιστικό σύγχρονο το έτος 1966

https://workersectingreece.files.wordpress.com/2015/08/saint-paisius-1.jpgΉταν φτωχός αχθοφόρος στον Πειραιά. Μικρός είχε μείνει ορφανός από πατέρα και για αυτό αγαπούσε πολύ τον πεθερό του, ο οποίος όμως ήταν και παρά τις πολλές του παρακλήσεις παρέμενε αμετανόητος.

Μία ημέρα, επιστρέφοντας από την εργασία του, βρήκε τον πεθερό του να έχει πεθάνει και ανησύχησε τόσο πολύ για την ψυχή του, που αυθόρμητα και με πολύ πόνο παρακάλεσε τον Θεό να τον αναστήσει για να μετανοήσει.
Και, ώ του θαύματος, ο αναστήθηκε και έζησε άλλα πέντε χρόνια με μετάνοια.
Το περιστατικό αυτό διηγήθηκε στον το 1966, όταν ακόμη ζούσε στην Σκήτη των Ιβήρων, ο ίδιος ο αχθοφόρος, λέγοντας:

«Πάτερ μου, ποιος ήμουν εγώ; Το μόνο που θέλω στη ζωή μου είναι να ευχαριστώ τον Θεό, που έκανε αυτό το καλό».
Καταγράφεται στο βιβλίο «Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης», έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σ. 267, με την εξής προσθήκη:
«Ο επέστρεψε εκείνη την ημέρα στην Καλύβη του πολύ ωφελημένος από την απλότητα και την ταπείνωση του αχθοφόρου· ταπείνωση που ούτε καν του περνούσε ο λογισμός ότι χάρη στον ίδιο είχε αναστηθεί ένας νεκρός».
Πηγή: Βήμα ορθοδοξίας

Η Θεία Κοινωνία τη Μεγάλη Σαρακοστή

Γράφει ο

https://xfd.gr/wp-content/uploads/2013/03/%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CF%8D%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CF%82.jpgΤο γνώρισμα της Μεγάλης δεν είναι μόνο η αλλά και η και η συχνότερη συμμετοχή στη . Πώς αλλιώς θα γινόταν άλλωστε, αφού είναι το «στάδιο των αρετών»;

Όταν κανείς αγωνίζεται για να πετύχει κάτι μεγάλο, χρειάζεται εφόδια, δυνάμεις. Κι όσο πιο σπουδαίος και σημαντικός είναι ο στόχος, τόσο και οι ενισχύσεις θα πρέπει να είναι σημαντικές.
Την περίοδο της Μ. καλούμαστε να πορευτούμε πιο δυναμικά από το θάνατο τής αμαρτίας στη ζωή του Θεού. Αυτή η αλλαγή, η μετάβαση, ονομάζεται, στη γλώσσα της Εκκλησίας, μετάνοια. Άλλο η μεταμέλεια κι άλλο η μετάνοια. Το πρώτο σημαίνει συνειδητοποίηση του λάθους, το δεύτερο αλλαγή νοοτροπίας. Το πρώτο αναγκαίο για το δεύτερο αλλά δεν σημαίνει ότι πάντα οδηγεί στη μετάνοια, που είναι μια συνεχής πορεία προς την ατέλευτη τελειότητα, που είναι το γνώρισμα κάθε χριστιανού για όλη τη ζωή του και κυρίως για την Εκκλησιαστική περίοδο που διανύουμε.
Επειδή στην πορεία της Μ. Σαρακοστής είναι απαραίτητη η συμπόρευση του μας, η συμμετοχή μας στη Θεία Κοινωνία γίνεται πηγή Ζωής. Γιατί η Θεία Κοινωνία δεν είναι βραβείο για την όποια πιθανή αρετή μας, δεν είναι επιβράβευση του αγώνα μας, αλλά είναι «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον». Γι’ αυτό, όσο πιο συχνά συμμετέχει κανείς τόσο πιο πολλή αίσθηση έχει της αφέσεως των αμαρτιών του και της αιωνίου ζωής, εφόσον η «αιώνια ζωή» είναι, κατά το λόγο του Κυρίου, η εμπειρική γνώση του Θεού (Ιω. 17,3).
Την περίοδο της Μ. Σαρακοστής τελούνται τρεις λειτουργίες: Του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου και των Προηγιασμένων Δώρων. Η πρώτη, που είναι η πιο γνωστή, τελείται κάθε Σάββατο και την Κυριακή των Βαΐων. Η δεύτερη, τις πέντε Κυριακές της Μ. Σαρακοστής, τη Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο. Των Προηγιασμένων Δώρων, τελείται συνήθως Τετάρτη και Παρασκευή αλλά μπορεί και να τελεστεί από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή μόνο τη Μ. .

Ο λόγος που τελείται η λειτουργία των Προηγιασμένων, είναι γιατί η περίοδος αυτή έχει πένθιμο χαρακτήρα – γι’ αυτό και η νηστεία. Η κανονική Λειτουργία, όπως του Χρυσοστόμου και του Βασιλείου, έχει χαρούμενο χαρακτήρα, εφόσον επαναλαμβάνεται η ζωή του Χριστού. Ενώ στην Προηγιασμένη, είναι αγιασμένος ο άρτος και ο οίνος από την προηγούμενη κανονική Λειτουργία, γι’ αυτό και λέγεται των Προηγιασμένων Δώρων.
Έτσι τη Μ. Σαρακοστή, που ’ναι κατεξοχήν περίοδος μετάνοιας, ο Χριστός, με τη συχνή , γίνεται συνοδοιπόρος, «βοηθός και σκεπαστής», οικείος και Κύριός μας, ανάλογα με τη δεκτικότητα και τη μετάνοια του καθενός.
Αλήθεια, μέσα στον κυκεώνα που ζούμε, με τις αντιπαλότητες, τα συμφέροντα, τα πάθη και τα μίση του κόσμου, δεν είναι σημαντικό να έχουμε το Χριστό μέσα μας; Δεν είναι ωραίο το Φως Του να γεμίσει την ύπαρξή μας και να γινόμαστε και ’μεις για τους γύρω μας ένα κερί που θα δείχνει την εικόνα Του; Το εύχομαι!
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Μπαμπινιώτης: «Οι νέοι θα πληρώσουν ακριβά τα greeklish».


Τον κίνδυνο της «αποξένωσης» των Ελλήνων από την εικόνα των ελληνικών λέξεων, λόγω της αυξανόμενης χρήσης των «greeklish», επισήμανε ο καθηγητής της Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης, προειδοποιώντας ότι «οι νέοι άνθρωποι θα το πληρώσουν ακριβά».
Τον κίνδυνο της «αποξένωσης» από την εικόνα των ελληνικών λέξεων, λόγω της αυξανόμενης χρήσης των «greeklish», επισήμανε ο καθηγητής της Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης.
Μιλώντας στα Χανιά, σε ημερίδα του Ινστιτούτου Επαρχιακού Τύπου για τη γλώσσα, ο πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών αναφέρθηκε στην ανάγκη στήριξης της ελληνικής γλώσσας σε ένα επίπεδο ποιότητας.

«Εγώ θα έλεγα στον κόσμο που μας ακούει: ‘’τη γλώσσα και τα μάτια σας’’. Θα έλεγα ότι σε ημέρες κρίσης θα πρέπει να σκύψουμε σε ό,τι καλύτερο διαθέτει αυτός ο τόπος, που είναι ο πολιτισμός μας, η παράδοση μας και με τον πιο εύγλωττο τρόπο η γλώσσα μας», ανέφερε ο κ. Μπαμπινιώτης και πρόσθεσε:

 
«Δεν είναι απλό εργαλείο η γλώσσα. Είναι ο πολιτισμός μας, είναι η ιστορία μας, είναι η σκέψη μας, είναι η νοοτροπία μας, είναι η ταυτότητά μας. Πάνω από όλα η γλώσσα είναι αξία».
Αναφερόμενος στην ευρέως διαδεδομένη χρήση των «greeklish» (Ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες) μεταξύ των νέων που στέλνουν γραπτά μηνύματα από τα κινητά τηλέφωνα ή συνομιλούν μέσω του Διαδικτύου, ο Ομότιμος και Επίτιμος Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τόνισε:
«Τα greeklish είναι ο καλύτερος δρόμος αποξένωσης από την εικόνα της λέξης. Αυτό μπορεί οι νέοι άνθρωποι να το πληρώσουν ακριβά. Έχουμε ελληνικές γραμματοσειρές και μπορούμε, αξιοποιώντας το Διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά μέσα, να χρησιμοποιούμε τις ελληνικές γραμματοσειρές που έχουν το προτέρημα να δίνουν την εικόνα της λέξης, το οπτικό ίνδαλμα, και να μας συμφιλιώνουν με την ορθογραφία της λέξης και με τη σημασία της»

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Ταφή η καύση: Αμετάκλητη λήθη η αιώνια μνήμη;


Υπάρχουν δυό βασικές αλήθειες για την χριστιανική πίστη σχετικά με τον άνθρωπο. Η πρώτη είναι ότι ο άνθρωπος έχει ψυχοσωματική οντότητα και η δεύτερη ότι η του είναι αιώνια στη φύση της. Το σώμα του είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του και η ψυχή με την θεική πραγματικότητα.

Η δεν έχει μόνο διδασκαλία περί της , αλλά βαθιά εμπειρία της. Δεν έχει απλά άποψη επί του θέματος έχει βίωση αληθείας. Η αποκάλυψή της δεν της προσφέρεται μόνον διδακτικά, αλλά της επαληθεύεται βιωματικά. Δεν λέει αυτό που ξέρει αλλά μεταγγίζει αυτό που ζεί. Όταν βλέπει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, δεν αντικρίζει σ᾿ αυτόν μόνο το σώμα του η τη χρονική παρουσία του, αλλά βλέπει την εικόνα του Θεού να αντικατοπτρίζεται στην ψυχή του και διακρίνει την αιώνια διάστασή του. Αυτό πως να το αρνηθεί η ;
Άνθρωπος δεν είναι το , η υγεία, αυτό που βλέπουμε. Ούτε πάλι η ψυχή ως διάθεση, ως ψυχισμός, ως έκφραση των εγκεφαλικών λειτουργιών, ως φυσικό στοιχείο συμπεριφοράς – αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Ο θησαυρός της ανθρώπινης υπόστασης είναι η ψυχή ως πρόσωπο, ως εικόνα της θεικής δόξης, ως αυτεξούσιο, ως δυνατότητα μετοχής στην αιωνιότητα, ως χάρις αυθυπέρβασης. Κάθε τι που σχετίζεται με την ψυχή αποτελεί ιερό γεγονός η στοιχείο έχει να κάνει με την σωτηρία, τον εξαγιασμό, την ένωση με τον Θεό, την βίωση της αιώνιας προοπτικής του ανθρώπου. Αυτό είναι το στοιχείο που, επειδή είναι υπαρκτό καθιστά τον άνθρωπο ιερό.

Η ψυχή μ᾿ αυτήν την έννοια, περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα που διαφυλάσσει το θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα όμως που εν ζωή δεν το σεβαστήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής ένα σώμα στο οποίο η ιατρική δεν καλείται να θεραπεύσει μόνο τις συνέπειες της φυσιολογικής φθοράς επάνω του, αλλά και του ανορθόδοξου τρόπου και της αντίληψης ζωής μέσα του, ένα σώμα που η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις και τις αμαρτωλές διαθέσεις της -και μάλιστα με την αποδοχή και νομική κάλυψη της κοινωνίας-, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά τους.
Για την Εκκλησία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το σώμα, όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή, το βλέπει ως θυσιαστήριο. Γι᾿ αυτό και η βάναυση επέμβαση επάνω του και η υποταγή του στις ορμές, που δουλώνουν το αυτεξούσιο, δηλώνουν ασέβεια και αποτελούν βεβήλωση και αμαρτία. Η συντήρηση και τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή -προσευχές της τραπέζης- η φροντίδα της υγείας του που συνδυάζεται με μυστήριο – το ευχέλαιο-, η αναπαραγωγή του με άλλο μυστήριο – το γάμο- και τέλος ο εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με την μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ᾿ αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μίας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο – της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μίας άλλης που τώρα «αγνώστως» συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την «ετέρα μορφή του» (Μαρκ. ιστ´ 12), την αναμόρφωσή του «εις το αρχαίον κάλλος». Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη φθορά στοιχείο του ανθρώπου. Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και όσο μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ο Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί η η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του. Όταν και η φύση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;
Τα οστά υπαινίσσονται ότι τα σώματα έχουν μεν όλα μία ομοιότητα, αλλά έχουν και διαφορές. Άλλα είναι τα κοκαλάκια ενός μικρού παιδιού στη θέα τους και άλλα ενός ενήλικα. Άλλα ενός ανθρώπου και άλλα κάποιου ζώου. Όταν όμως καούν, η στάχτη εξομοιώνει τα πάντα. Και στην περίπτωση αυτή που διατηρείται και δεν σκορπίζεται, δεν διακρίνονται οι διαφορές, έχουν εξαλειφθεί για πάντα. Μαζί με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έχει εξαφανιστεί και η εικόνα του ανθρώπου μόλις δε σκορπιστούν και τα υπολείμματα της στάχτης,μαζί με τα ψήγματα του κοινωνικού σεβασμού, οριστικοποιείται και η διαγραφή κάθε ίχνους παρουσίας του. Ο υπαρκτικός θάνατος έχει προσυπογράψει τον φυσιολογικό.
Το υπόλειμμα του ανθρώπου δεν είναι η ισοπέδωση και η απουσία, αλλά η ταυτότητα και του είδους και του προσώπου και η παρουσία. Ο αγώνας να διατηρήσουμε τα οστά, τα λείψανα, ο,τι περισσότερο από τον άνθρωπο μπορούμε σ᾿ αυτόν τον κόσμο, ισοδυναμεί με την ανάγκη μας να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται το πρόσωπό του στον άλλο. Ο σεβασμός μας στα νεκρά λείψανα πιστοποιεί την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή.
Οι δεν είναι «πεθαμένοι» αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο «νεκροταφεία» και επιμένει στον όρο «κοιμητήρια». Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεώς τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.
Η δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται – αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.
Η ψυχή ζεί. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μία εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!
Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρι τους η η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγυτα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζές της. Αν αυτά κάψει, θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θα έχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.
Η υπάρχει, ζεί και αναγνωρίζει το σώμα της και μετά θάνατον. Βλέπει και μπορεί να αντικρύσει την καύση του. Άραγε θα την εγκρίνει; Η ίδια στην κατάσταση που είναι δεν βλάπτεται από τις δικές μας ενέργειες ούτε και όταν της καταστρέφουν το δικό της σώμα.
Η ασέβεια επάνω της όμως φθείρει εμάς. Το ηθικό κριτήριο σε μία τόσο καίρια απόφαση για την Εκκλησία είναι πνευματικό δεν έχει να κάνει με τις επιλογές μίας πεθαμένης κοινωνίας, μίας κοινωνίας που αρνείται την αθανασία της, αλλά με τις προτιμήσεις της αθάνατης ψυχής, της ψυχής που επιβεβαιώνει την αιωνιότητά της.
Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ᾿ αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας: από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, η να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ᾿ αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πως εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ᾿ αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.
Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή. Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου. Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι᾿ αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι᾿ αυτόν που αποδέχεται.
Έτσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μόνον έλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του «πολιτισμένου» κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες. Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπερ-απασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου.
Αυτοί που αγνόησαν το δικαίωμα του ανθρώπου για το Θεό και πρόσβαλαν τα απαράγραπτα δικαιώματα του Θεού για τον άνθρωπο, αυτοί και μόνον μπορούν να επικαλούνται τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα για να νομιμοποιήσουν την ασέβειά τους στον άνθρωπο.
Η καύση των δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου. Η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -και ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον … κάψουμε εμείς! Το θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί. Είναι αν η κοινωνία θα δεχθεί να τον κάψει.
Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος: τον μηδενισμό της. Μία κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μία κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μία κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μία κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μία κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν), η όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν, με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.Φαίνεται πως το αποτέλεσμα του ανθρωπισμού χωρίς Θεό, του πολιτισμού χωρίς αξίες και του μηδενισμού χωρίς σκοπό, το αποτέλεσμα της σύγχυσης της αθείας, είναι η εξαφάνιση του ανθρώπου, η καύση και του τελευταίου υπολείμματός του. Η καύση των νεκρών οδηγεί στην καύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μία απλώς χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεικότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της, τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζεί την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ᾿ όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Μη αποστρέψης το πρόσωπον σου από του παιδός σου ότι θλίβομαι...".

Πόσο  συγκλονιστική  είναι  αυτή  η  έκφραση της  Εκκλησίας  μας  κατά  την  περίοδο  του  τριωδίου.
Με  πόνο  ψυχής  ο  υμνογράφος  αγωνιά,  ικετεύει, παρακαλεί, ώστε  ο  Κύριος  μην  αναγκαστεί λόγω  των  ανομιών  μας, να  αποστρέψει  το  πρόσωπό  του, αλλά να συνεχίζει  σαν  τον  νοητό  ήλιο  να  φωτίζει  τα  μύχια  της  ύπαρξής  μας.
Μή  αποστρέψεις  λοιπόν, όχι  γιατί  δεν  σ' έχω  ανάγκη  τώρα  που  τα  προβλήματά  μου  είναι  λυμένα, τώρα που  είμαι  υγιής, τώρα που  στη  δουλειά  μου  πάνε  όλα  καλά, με  δυο  λόγια  δεν  έχω  ιδιαίτερη  ανάγκη ...αλλά  θλίβομαι όταν  νοιώθω  την  απουσία  σου.
Ναι  θλίβομαι, μαραζώνει  η  ψυχή  μου, σβήνω, χάνεται  η  ύπαρξή  μου  από  την  απουσία  σου.
Υπάρχω,  γιατί  πρώτος  υπάρχεις  Εσύ.
Σε  βρήκα  πριν  από  μένα, δεν  σε  έφτιαξα...Συ  με  δημιούργησες.
Εσύ  με  βρίσκεις,  όταν  εγώ  χάνομαι  στα  δύσκολα  τα  μονοπάτια, δεν  σε  ζητώ  τυφλωμένος  όπως  είμαι  απ' τα  πάθη  μου, αλλά  Εσύ  με  βρίσκεις  και  αυτό  είναι  που  μου  πληγώνει  την  καρδιά  και  κάποια  στιγμή  αντιδρώ, δεν  θέλω, είναι  βλέπεις  και  η  άσχημη  ζωή  μου  που  δεν  μ' αφήνει, αλλά...
Θλίβομαι, θλίβομαι  όταν  είμαι  μακρυά  σου.
Μην  ακούς  τι  σου  λεν τα  χείλη  μου,  όταν  από  άσχημη  συνήθεια αρχίζουν  ν΄αντιδρούν,
αλλ' άκου  την ψυχή  μου, άκου  τους  χτύπους  της  καρδιάς μου,
θλίβομαι  λεν   μαζί  και  το  φωνάζουν δυνατά.
Οι  άλλοι όμως  δεν  τ'ακούν,  μόνο Εσυ  κι' εγω...οι  δυό  μας  το  ακούμε.
Θλίβομαι, θλίβομαι  όταν  ειμαι  μακρυά  σου.
Μάταια  του  κόσμου  οι  χαρές,  καρφιά  γυρνούν  να  βρούν
 γυρνώντας  δώθε κει, τον  πάτο  της  καρδιάς ζητούν να  στερεώσουν.
Αλλά πως  ν' αδειάσεις   το  κενό,   χώρο να βρείς,  να μπείς,  να κάτσεις...
μόνος  μου  δεν το  μπορώ, δεν  το  κατόρθωσα  ακόμη...δώς  μου  καιρό.
Θλίβομαι, θλίβομαι  όταν  ειμαι  μακρυά  σου.
Κράτα  το  βλέμμα Σου  επάνω  μου,  μην  τύχει  και  τ' αφήσεις.
 Σαν  χάρη  στο ζητώ....σαν  τελευταία  χάρη! 
Πηγή : Ψήγματα Ορθοδοξίας