Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Ο Προφήτης Ιερεμίας


Ο Προφήτης Ιερεμίας γεννήθηκε πιθανώς κατά το 650 π.Χ., στην μικρή πόλη της φυλής Βενιαμίν Αναθώθ, βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν Χελκίας. Ανατράφηκε στην ιερατική αυτή οικογένεια με αυστηρότητα. Μελετούσε τους προ αυτού Προφήτες Ησαΐα και Ωσηέ. Νεότατος στην ηλικία, περίπου 23 - 25 ετών, περί το 627 - 625 π.Χ., καλείται από τον Θεό στο προφητικό αξίωμα. Ανταποκρίνεται στο θέλημα του Κυρίου και έτσι το όνομά του (Ιερεμίας), που σημαίνει ο Θεός ανυψώνει ή καθιστά, εκφράζει και την αποστολή του.

Κατάπληκτος από την τιμή αυτή ο Ιερεμίας, αρνείται την υψηλή τιμητική κλήση, προβάλλοντας τις ασθενείς νεανικές του δυνάμεις. Ο Θεός όμως ενισχύει αυτόν υποσχόμενος, όχι υλικές αμοιβές και τιμές, αλλά το πολυτιμότερο όλων: τη βοήθειά Του. Ο Ιερεμίας υπακούει.

Ο Προφήτης Ιερεμίας καθαγιάσθηκε πριν από τη γέννησή του, όπως γράφει ο Άγιος Ιερώνυμος. Πράγματι, στην αρχή του προφητικού του βιβλίου ο Ίδιος ο Θεός του λέγει: «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμεί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακά σε, προφήτην εις έθνη τέθεικά σε».

Σε τέσσερις περιόδους δυνάμεθα να διαιρέσουμε την δημόσια δράση του. Πρώτον, επί του βασιλέως Ιωσίου προ της μετερρυθμίσεως (627 - 621 π.Χ.), δεύτερον, επί του βασιλέως Ιωακείμ μέχρι του Σεδεκίου (609 - 598 π.Χ.), τρίτον, επί Σεδεκίου (598 - 586 π.Χ.) και τέταρτον, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ και την αιχμαλωσία του Σεδεκίου.

Μετά την καταστροφή του βασιλείου του Ισραήλ, το βασίλειο του Ιούδα, όπου βρισκόταν ο Προφήτης Ιερεμίας, τελούσε υπό την επίδραση των Ασσυρίων, όχι μόνο πολιτικά αλλά και θρησκευτικά. Η πολυθεΐα των Ασσυρίων είχε εισχωρήσει στους Ιουδαίους, διότι ο βασιλέας Μανασσής (693 - 639 π.Χ.) ήταν υποτελής των Ασσυρίων και είχε παραδοθεί σε θρησκευτικό συγκρητισμό και σε ειδωλολατρία. Όσες πόλεις υπήρχαν στην Ιουδαία, τόσοι ήταν και οι θεοί, όσοι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ, τόσα θυσιαστήρια του Βαάλ. Υπήρχε η ειδωλολατρία του Μολώχ με τα ανθρώπινα θύματα. Στις αυλές του ναού ήταν θυσιαστήρια των Ασσυρίων θεών και το είδωλο της Αστάρτης. Ο Ιερεμίας, επί της βασιλείας του Ιωσίου, από το 627 π.Χ., επέρχεται κατά της πολυθεΐας κηρύσσοντας τον Ένα και Μόνο Αληθινό Θεό και στηλιτεύοντας τη διαφθορά. Εκτός της ειδωλολατρίας και ανηθικότητας, ο Ιερεμίας πολεμάει κατά την περίοδο αυτή και τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι παραπλανούσαν τον λαό με ψευδείς προφητείες. Ο Προφήτης διαισθάνεται κάποια μεταβολή του λαού, κάποια μετάνοια, διότι στην πρόσκληση του Θεού, ο λαός απαντά: «Ὁδοῦ, πρὸς Σὲ ἔρχομαι». Η μετάνοια όμως αυτή ήταν πρόσκαιρη λόγω της ανομβρίας. Ο Προφήτης πονάει, υποφέρει. Περιέρχεται σε απόγνωση. Όμως η μακροθυμία του Θεού δεν εξαντλείται. Ο Θεός συμβουλεύει τον Προφήτη να ερευνήσει την υπό του κακού τρυγηθείσα άμπελο, το λαό Του, μήπως εύρει ρώγα σταφυλιού, κάποιον άνθρωπο ευσεβή, ατρύγητο από το κακό. Έτσι τονίζεται η μεγάλη αξία του ανθρώπου. Ο Προφήτης δεν βρίσκει δυστυχώς καμία ρώγα σταφυλιού ατρύγητη από το κακό. Στην άκαρπη αυτή προσπάθεια του Προφήτη, ο Θεός συνιστά σε αυτόν και πάλι να συνεχίσει την εργασία του, για να πεισθεί και ο ίδιος ο Προφήτης για το αδιόρθωτο του λαού και τη δίκαιη τιμωρία του. Ο Θεός παρομοιάζει τον Προφήτη με μεταλλουργό που δοκιμάζει τα μέταλλα και φροντίζει από το μείγμα να εξαγάγει αυτά που είναι ευγενή, δηλαδή το χρυσό και τον άργυρο. Μάταια όμως.

Εδώ τερματίζεται η πρώτη περίοδος της δράσεως του Προφήτη Ιερεμία. Κατόπιν έρχεται η κατάλυση του Ασσυριακού βασιλείου διά της πίστεως της Νινευή το 621 π.Χ. Ο ευσεβής βασιλέας Ιωσίας, επωφελούμενος από την κατάρρευση αυτή, ανέλαβε πολιτική εξωτερικής ανεξαρτησίας και προέβη σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, για να ορθώσει την πίστη στον Θεό. Ο Ιερεμίας, κατά το χρονικό διάστημα 621 - 608 π.Χ., αποσύρθηκε πιθανότατα σε μόνωση. Χαρακτηριστικό της ασκητικής του ζωής ήταν ότι αυτός «λινοῦν περίζωμα εἶχε μόνον. Ὡς δὲ τὰ εὐτραφῆ τῶν σωμάτων γυμνούμενα φανερωτέραν δείκνυσι τὴν ἀκμήν, οὕτω καὶ τῶν ἠθῶν τὸ κάλλος, μὴ ἀνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις, τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐνδείκνυται».

Κατά την δεύτερη περίοδο της δράσης του, επί της εποχής του βασιλέως Ιωακείμ (609 - 598 π.Χ.), ο Προφήτης Ιερεμίας στρέφεται κατά των ατόπων της Ισραηλιτικής θρησκείας. Ο μαγικός χαρακτήρας, τον οποίο απέδιδαν οι Ιουδαίοι στο ναό και στις τελετές, τον ενοχλούσε. Έλεγε δε, ότι «ο ναός, ο οποίος χρησιμεύει να καλύπτει τα κακουργήματα, είναι όχι ναός Θεού, αλλά σπήλαιο ληστών».

Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, σε κάποια μεγάλη εορτή, εμφανίζεται ο Προφήτης Ιερεμίας στην αυλή του ναού και μέσα στο ενθουσιώδες από τη θέα του ναού πλήθος, προσβάλλει την εσφαλμένη αυτή πίστη, την οποία είχε ο λαός περί του ναού και κηρύσσει την επερχόμενη καταστροφή του ναού. Όλος ο λαός εξεγείρεται και ζητεί τον θάνατό του. Σώζεται με την επέμβαση του Αχικάμ. Μεταβαίνει στο εργαστήριο του κεραμέως και παρατηρεί ότι ο κεραμέας μεταπλάσσει όσα από τα πήλινα δοχεία δεν αρέσουν σε αυτόν. Έτσι, λέγει ο Προφήτης, θα κάνει ο Θεός σε έθνη και ανθρώπους, τα οποία δεν αρέσουν σε Αυτόν. Για την αποφυγή της καταστροφής συνιστά την εσωτερική μετάνοια του ανθρώπου. Άρχοντες και λαός αντιδρούν. Κουρασμένος ο Προφήτης από τους άκαρπους αγώνες του ζητεί τη μόνωση και προβλέποντας την αμετανοησία του λαού του Θεού, προλέγει την καταστροφή του.

Κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν να τον δηλητηριάσουν στην Αναθώθ. Συνωμοτούν εναντίον του και συγγενείς του. Ο Ιερεμίας αποδίδει την σωτηρία του στον Θεό. Στρέφεται κατά των αρχόντων, του βασιλέως Ιωακείμ και των ανακτόρων, των οποίων κηρύσσει την καταστροφή. Όλος ο κόσμος είναι εναντίον του. Προς στιγμήν κάμπτεται, διότι νομίζει ότι έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό και παραπονείται. Συνέρχεται όμως και συνεχίζει το έργο του. Στην αυλή του ναού κηρύσσει και πάλι την καταστροφή του ναού. Το κήρυγμα αυτό προκαλεί αναταραχή. Γι' αυτό ο στρατηγός του ιερού χώρου του ναού Πασχώρ τον ραβδίζει και τον ρίχνει στη φυλακή. Τα κηρύγματά του γίνονται δεκτά με ειρωνείες. Του απαγορεύουν να επισκέπτεται το ναό. Ο Προφήτης σκέπτεται να εγκαταλείψει τον αγώνα. Η φωτιά όμως του λόγου του Θεού, που είναι μέσα του, δεν τον αφήνει. Κατά το τέλος του 605 π.Χ., μετά την ήττα των Αιγυπτίων στο Χαρκαμύς, επειδή ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να εισέλθει στην αυλή του ναού, δίδει στον μαθητή του Βαρούχ να αναγνώσει στο μέσο της αυλής του ναού, προφητεία, διά της οποίας κηρυσσόταν η καταστροφή του ναού. Όλοι τότε επαναστατούν εναντίον του. Ο Ιερεμίας και ο Βαρούχ κρύβονται, για να μη συλληφθούν. Η προλεχθείσα όμως καταστροφή επήλθε.

Οι Βαβυλώνιοι κατέστησαν φόρου υποτελή, το βασιλέα Ιωακείμ. Αυτός, επιθυμώντας την ανεξαρτησία και αφού παρακινήθηκε από άκριτους ανθρώπους, προκαλεί τη Βαβυλώνιο εκστρατεία κατά της Ιερουσαλήμ. Ο Ναβουχοδονόσωρ επέρχεται εναντίον του και πολιορκεί την Ιερουσαλήμ. Ο Ιερεμίας μάταια συνιστά στον βασιλέα Ιωακείμ, υποταγή στους Βαβυλώνιους. Ο Ιωακείμ πεθαίνει και η πόλη καταλαμβάνεται και πολιορκείται. Ο ναός καταστρέφεται. Ο άμεσος διάδοχος του Ιωακείμ, ο Ιωαχείμ (Ιεχονίας) πορεύεται σε αιχμαλωσία με τους αξιωματούχους της χώρας και δέκα χιλιάδες από το λαό. Ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ορίζει ως διάδοχο του Ιεχονίου, τον Σεδεκία.

Κατά την Τρίτη περίοδο της δράσεως του Προφήτη Ιερεμίου, το 594 π.Χ., απεσταλμένοι των Ιδουμαίων, Αμμωνιτών, Τύρου και Σιδώνος, παρακάλεσαν τον Σεδεκία να συμμαχήσουν κατά των Βαβυλωνίων. Οι ψευδοπροφήτες κηρύσσουν ότι τα ιερά σκεύη του ναού που είχαν κλαπεί θα επιστραφούν. Ο Ιερεμίας αντιτίθεται και συμβολικά θέτει ζυγό στον τράχηλό του, για να δηλώσει ότι θα είναι δούλοι του Ναβουχοδονόσορ. Ο ψευδοπροφήτης Ανανίας σπάζει το ζυγό πάνω στον τράχηλο του Ιερεμία, για να τονίσει την αποτίναξη του ζυγού των Βαβυλωνίων. Ο Ιερεμίας απαντά: «Έσπασες ξύλινους ζυγούς; Σιδερένιους θα θέσει ο Θεός στον τράχηλό σας».

Ο Σεδεκίας τήρησε συνετή πολιτική προς τους απεσταλμένους των άλλων περιοχών και ενέκρινε την γνώμη του Προφήτη Ιερεμία. Όμως, κατά το 588 π.Χ., ο φαραώ της Αιγύπτου Ουαφρής επαναστατεί κατά των Βαβυλωνίων. Το φρόνημα των Ιουδαίων αναπτερώνεται και λαμβάνουν και αυτοί μέρος στην επανάσταση αυτή. Ο Ιερεμίας τους αποτρέπει από το να συμμαχήσουν με τους Αιγυπτίους κατά των Βαβυλωνίων. Οι Ιουδαίοι δεν υπακούν και επαναστατούν. Ο Ιερεμίας επιμένει ότι η πόλη των Ιεροσολύμων θα καταστραφεί. Οι άρχοντες τον ρίχνουν σε λάκκο βορβορώδη, διότι με τον τρόπο που ο Προφήτης ομιλούσε παρέλυε τα χέρια των πολεμιστών. Με την επέμβαση όμως του Αβδεμέλεχ αποσύρεται από τον λάκκο. Η πόλη των Ιεροσολύμων καταλαμβάνεται και ο βασιλέας Σεδεκίας συλλαμβάνεται, τυφλώνεται και οδηγείται στη Βαβυλώνα. Η πόλις παραδίδεται στις φλόγες.

Κατά την τέταρτη περίοδο της δράσεώς του, ο Ιερεμίας, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ, αποφασίζει να διαμείνει πλησίον του Γοδολίου. Τον Γοδολία, ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ εγκαθιστά κυβερνήτη της Ιουδαίας. Μετά από λίγο, όμως, ο Γοδολίας δολοφονείται και ο Ιουδαϊκός λαός, φοβούμενος την τιμωρία από τους Βαβυλωνίους, αποφασίζει να απέλθει στην Αίγυπτο παρά την γνώμη του Ιερεμίου και την εντολή του Θεού. Χωρίς την θέλησή του, παίρνουν μαζί τους και τον Ιερεμία, ο οποίος κηρύττει και στην Αίγυπτο. Προλέγει την εισβολή του Ναβουχοδονόσωρ, η οποία και έγινε. Εκεί οι Ιουδαίοι περιπίπτουν σε ειδωλολατρία. Ο Προφήτης επέρχεται και πάλι εναντίον αυτών. Εκείνοι όμως δεν υπακούουν και ο Προφήτης προλέγει την καταστροφή τους.

Ο Προφήτης Ιερεμίας λιθοβολήθηκε από τους συμπατριώτες του στην πόλη Τάφνα της Αιγύπτου ή απήχθη μαζί με τον Βαρούχ αιχμάλωτος από τον βασιλέα Ναβουχοδονόσωρ σε κάποια εισβολή του στην Αίγυπτο το 568 π.Χ., ως λέγει κάποια Ραββινική παράδοση.

Η Σύναξη αυτού ετελείτο στο ναό του Αποστόλου Πέτρου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.

Το βιβλίο του Προφήτη Ιερεμία στην Παλαιά Διαθήκη δεν παρουσιάζει μόνο υψηλές θρησκευτικές ιδέες, αλλά κυρίως μια ζωηρή θρησκευτική προσωπικότητα, διότι ο Ιερεμίας δεν κήρυττε μόνο, αλλά ζούσε την διδασκαλία αυτή με τόση επιμονή, ώστε όχι μόνο ο θάνατός του υπήρξε μαρτυρικός, αλλά και ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα διαρκές μαρτύριο. Η διδασκαλία του Προφήτη Ιερεμία αφορούσε, α) τον άνθρωπο, β) τον Θεό και γ) το λαό του Θεού. Κέντρο και των τριών αυτών είναι η καρδιά, η βάση της προσωπικότητας του ανθρώπου.
www.saint.gr 



Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Εγκώμιον εις τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Ποίον λοιπόν εγών να εγκωμιάσω περισσότερον; Τον Γεώργιον, οπού έκαμε τον εαυτόν του άξιον της τοσαύτης χάριτος, ώστε οπού να ενοικίση τον Θεόν μέσα εις την καρδίαν του και να χύση δι΄αυτόν τον ίδιον αίμα του; Ή να εγκωμιάσω τον Θεόν οπού ενεδυνάμωσε τον μάρτυρά του και τόσης χάριτος το ανθρώπινον γένος ηξίωσε; Διατί, τις δεν θέλει, θαυμάσει την υπερβολήν της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον; Ότι ημείς μεν ως ασυγχώρητα αμαρτήσαντες, χρεωστούμεν αν όχι άλλο, αλλά το ολιγώτερον ολιγώτερον να υπομείνωμεν πόνους πικροτάτους, δια να ξεπληρώσωμεν την ηδονήν της εν τω Παραδείσω γεύσεως οπού δια του προπάτορος Αδάμ απολαύσαμεν, και δια την ηδονήν των προαιρετικών αμαρτιών οπού επράξαμεν˙  ίνα μη λέγω, ότι χρεωστούμεν ευχαρίστως με πάθος και θάνατον να ανταμείψωμεν το πάθος και τον θάνατον οπου έπαθε ο Χριστός δια λόγου μας, χωρίς να ελπίζωμεν να λάβωμεν δια τούτο κανένα στέφανον˙  και τώρα γίνεται το εναντίον, και ο παθών και θανατωθείς υπέρ ημών Δεσπότης, αυτός και αναξίους όντας ημάς αποδέχεται, και κατοικεί δια της χάριτός του εις τους μάρτυρας, και τους συμβοηθεί εις το μαρτύριον ˙  και όχι μόνον τούτο, αλλά και χαρίζει εις αυτούς αμαραντίνους στεφάνους, και τους ανταμείβει με δωρεάς ανωτάτας, και με εκείνα τα αγαθά, «α οφθαλμός ου είδε και ους ουκ ήκουσε, και επι καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη»˙  και με εκείνα τα χαρίσματα, εις τα οποία επιθυμούν να παρακύψουν και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι ˙  και κάμνει τους δι΄αυτόν πάσχοντας, συγκληρονόμους της εδικής του Βασιλείας.

Το δε θαυμαστώτερον είναι τούτο, ότι και μισθόν και πληρωμήν δίδει εις αυτούς, όχι κατά χάριν και δωρεάν, αλλά κατά χρέος και οφειλήν˙  και μόνον εάν προσέλθη τινάς εις αυτόν μετά πίστεως αδιστάκτου, λέγει εις αυτόν εκείνα οπού είπε και προς τον Αβραάμ, «ου μη σε ανω, ουδ΄ου μη σε εγκαταλίπω». Τόση πολλή και μεγάλη είναι η του Θεού προς τους ανθρώπους αγάπη και αγαθότης. Όντως λοιπόν, καλά είπεν ο προφήτης Δαυΐδ «εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου, πάς άνθρωπος ψεύστης» ˙  διατί όσα και αν ειπή τινάς προς δοξολογίαν Θεού, ποτέ δεν λέγει κανένα άξιον, αλλά πάντως ανάξιον, διατί η φύσις δεν χωρεί το άξιον, όχι μόνον των η ανθρώπων, αλλά και αυτή η φύσις των πρώτων και υψηλοτάτων Αγγέλων.
Δια τούτο, ως μοι φαίνεται, με μόνην την σιωπήν το ακατάληπτον και υπεράξιον της θείας αγαθότητος οι Άγγελοι φανερώνουσι ˙  και με την σιωπήν τιμώσι περισσότερον τον Θεόν, παρά με τον λόγον, ως πολύ της του Θεού αξίας κατώτερον. Αλλ΄ίσως ήθελεν ειπή τινάς ˙  και αν εμαρτάνει και ηγωνίζετο, τι θαυμαστόν είναι ανίσως υπέμεινεν ανδρείως τοσαύα βάσανα; Τούτο γαρ δεν ήτον του Γεωργίου κατόρθωμα, αλλά της χάριτος του ενοικούντος Χριστού εις τον Γεώργιον ˙  «όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις» ˙ προς τον οποίον ημείς ταύτα αποκρινόμεθα. Αληθώς ω αγαπητέ, η χάρις του ενοικούντος Χριστού το παν εκατόρθωσεν, αλλά τι ήτον εκείνο οπού επροξένησεν εις τον Γεώργιον την του Χριστού ενοίκησιν; Στοχάσου λοιπόν πρώτον την αιτίαν της του Χριστού ενοικήσεως, και τότε στοχάσου και τα εξ αυτής κατορθώματα. Την μεν ουν αιτίαν της ενοικήσεως ταύτης, αυτός ο Κύριος δια του υιού της βροντής εις ημάς εφανέρωσεν, ειπών, «εάν τις αγαπά με, αγαπηθήσεται υπο του Πατρός μου ˙  και εγώ αγαπήσω αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ΄αυτώ ποιήσωμεν».
Ώστε το αίτιον της του Χριστού ενοικήσεως είναι η αγάπη. «Ο έχων γαρ, φησί, τας εντολάς μου, και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με». Επειδή λοιπόν ο Γεώργιος εφύλαξε τας εντολάς του Κυρίου και με το έργον τον ηγάπησε, δια τούτο και αυτός παρά του Χριστού ηγαπήθη, και εγκάτοικον εποίησεν ον ηγάπησεν ˙  επειδή δε ο Χριστός εις τον Γεώργιον εκατοίκησεν, αξίως και όχι κατά χάριν, ετίμησεν αυτόν με του μαρτυρίου την αμοιβήν. Ότι δε το μαρτύριον είναι αμοιβή και μισθός έργων αγαθών, αυτού του Κυρίου άκουσον οπού βεβαιοί τούτο εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον λέγων, ότι έχει να δώση πληρωμήν εις τους αξίους δια τους διωγμούς οπού λαμβάνουσιν υπέρ της αγάπης του. Το πρώτον λοιπόν του Γεωργίου κατόρθωμα, και της του Χριστού αγάπης πρόξενον, είναι το να κατασκευάση τον εαυτόν του άξιον της ενοικήσεως του Χριστού με την της ζωής του καθαρότητα ˙  και μ΄όλον οπού ήτον εις ηλικίαν νέαν, και εις αξίαν στρατιωτικήν, το οποίον εις τους ανθρώπους να ευρεθή είναι πολλά δύσκολον.
Δεύτερον δε κατόρθωμα του Γεωργίου εστάθη, το να αγαπήση προθύμως το μαρτύριον, και να ετοιμάση εις τούτο τον εαυτόν του με την των υπαρχόντων του διαμοίρασιν. Κοντά εις αυτά τρίτον κατόρθωμα τούτου είναι, το να επικαλείται σοφώς βοηθόν του τον ενοικούντα Χριστόν, και έτζι δια της εις αυτόν πίστεως και ελπίδος, να εμβαίνη εις τα υπέρ αυτού μαρτύρια. Αυτά είναι του Γεωργίου αι αρεταί και τα κατορθώματα, άρνησις κόσμου και των εν κόσμω, ζωής καθαρότης, πίστις αδίστακτος, προθυμία του μαρτυρίου, καρδίας ταπείνωσις, από τας οποίας αρετάς ταύτας καμμία άλλη ανωτέρα δεν είναι, και χωρίς αυτάς δεν είναι δυνατόν να δείξη τινας την εις Θεόν αγάπην του.
Αυτάς τας αρετάς έχοντας προ του μαρτυρίου ο θείος Γεώργιος και με αυτάς πολλήν δείξας την εις Θεόν αγάπην, υπερβαλλόντως παρά του Θεού και αυτός ηγαπήθη, και φανερά εδέχθη εις την καρδίαν του τον δικαίως αυτόν αγαπήσαντα Κύριον. Δια τούτο με το να ετοιμασθή τοιουτοτρόπως πρωτύτερα από τους αγώνας, δεν εταράχθη εν τω καιρώ των αγώνων ˙   «ητοιμάσθην γαρ φησί και ουκ εταράχθην»˙  αλλά νικήσας εστεφανώθη, με το να είχε τον Χριστόν έτοιμον βοηθόν. Αυτός γαρ με το να ηξεύρη την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως, και το εύκολον αυτής εις υπερηφάνειαν, ούτε το παν της νίκης αφίνει εις το χέρι και δύναμιν την εδικήν μας, δια να μη πάθωμεν ένα από τα δύο ταύτα κακά, και ή να νικηθώμεν ως από την ασθένειάν μας, ή να κρημνισθώμεν ως ο Φαρισαίος από την έπαρσίν μας.
Αλλ΄ούτε πάλιν μόνος ο Χριστός το παν κατορθώνει της νίκης μας, δια να μην είμεθα και ημείς πάντη αργοί και άχρηστοι, και δια να πληρώσωμεν και ημείς κανένα από τα πολλά χρέη μας. Όθεν πραγματευόμενος δια πάντων την σωτηρίαν μας ο φιλάνθρωπος, κατά το μέτρον της πίστεως του καθ΄ενός, ούτω παρακαλούμενος δίδει την βοήθειαν, και ζητούμενος ευρίσκεται, και εις τους κρούοντας ανοίγει τα σπλάχνα του θείου ελέους του, και βοηθεί εις τους κινδυνεύοντας, και συμπολεμεί με αυτούς, και διαφενδεύει όλους εκείνους, οπού προθυμηθούν να πάθουν δια την αγάπην του, μη αφίνωντας αυτούς να πάθουν υπέρ την δύναμίν τους, αλλά μαζί με τον πειρασμόν, ως λέγει ο Παύλος, ίνα με τούτον τον τρόπον λάβουν και τον της δικαιοσύνης αμάραντον στέφανον. Όσοι όμως δια την αμέλειάν μας κρατούμεθα από το γεώδες φρόνημα της σαρκός, και τας αμαρτίας επιθυμούμεν, μένομεν έρημοι από την βοήθειαν του Θεού.
Διό και φοβούμεθα και πίπτομεν, και ουδέ να σταθώμεν δυνάμεθα, όταν μας τύχη κανένας πειρασμός. Δια τούτο είναι ανάγκη και χρεία εις ημάς, παντοτινά να ενθυμούμεθα και να φυλάττωμεν την Δεσποτικήν εκείνην εντολήν την λέγουσαν, «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» ˙ το δε να γρηγορή τινας και να προσεύχετα, άλλο δεν θέλει να ειπή, παρά το να γνωρίζωμεν την εδική μας ασθένειαν, και παντοτινά να επικαλούμεθα την θείαν βοήθειαν. Ο κορυφαίος Πέτρος υποσχόμενος να αποθάνη δια τον Κύριον, και μη ζητήσας την του Κυρίου βοήθειαν, εμπιστευθείς εις την προθυμίαν του πνεύματός του εφάνη η ασθένεια της σαρκός του νικήτρια της προθυμίας του πνεύματός του, δια τούτο και ο Κύριος προς αυτόν αποτεινώσας τον λόγον, έλεγε, «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειραμόν, το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής», και χρεία είναι εις εσάς της εδικής μου βοηθείας.
Αυτόν λοιπόν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν ας επικαλούμεθα και ημείς εις όλας τας περιστάσεις και ανάγκας μας σωτήρα και λυτρωτήν μας, δια μέσου του σήμερον εορταζομένου περιδόξου αοιδίμου και αληθώς τροπαιοφόρου, και καλλινίκου μάρτυρος Γεωργίου, παρακαλούντες να γίνεται το θέλημά του και εις ημάς, καθώς γίνεται και εις τους ουρανούς, δια να είναι ένα και το αυτό φρόνημα και η διάθεσις προς αυτόν, τόσον ημών των επιγείων ανθρώπων, όσον και των ουρανίων αγγέλων ˙  και ούτω να πληρούται εις ημάς η θεία αυτού προς τον Πατέρα φωνή, την οποίαν ενώνωντας ημάς πάντας προς τον Θεόν, έλεγεν, «ίνα καθώς εγώ και συ Πάτερ έν εσμέν ˙  και αυτοί εν ημίν έν ώσιν ˙  εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί ˙ ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν» , δηλαδή εις ένα θεϊκόν φρόνημα. Εάν δε ημείς αγαπήσωμεν τον Χριστόν και κρατήσωμεν αυτόν, και δεν τον αφήσωμεν, έως ου να τον εμβάσωμεν μέσα εις το ταμείον της καρδίας μας, καθώς γέγραπται εις το άσμα «εκράτησα αυτόν, και ουκ αφήκα αυτόν, έως ου εισήγαγον αυτόν εις οίκον μητρός μου, και εις ταμείον της συλλαβούσης με»˙ εάν λέγω με τοιούτον τρόπον αγαπήσωμεν, και ενοικήσωμεν τον Χριστόν εις τον εαυτόν μας, τότε και αυτός ο Χριστός θέλει ενεργεί και εις ημάς εκείνο οπού είπε και προς τον Αβραάμ, «ου μη σε ανω, ουδ΄ου μη σε εγκαταλείπω», και δεν θέλει μας εγκαταλείψει να πέσωμεν εις πειρασμόν, αλλ΄έχει να μας λυτρώση από του πονηρού, και από κάθε ψυχοφθόρον βλάβην και μεθοδείαν αυτού καθώς ελύτρωσε και τον σημερινόν θεόφρονα και πολύαθλον, και αληθώς πανένδοξον Μάρτυρα Άγιον Γεώργιον.
Ώστε οπού να ημπορούμεν και ημείς να λέγωμεν χορεύοντες εκείνο το ψαλμικόν, «η ψυχή ημών ως στρουθίον ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων, η παγίς συνετρίβη, και ημείς ερρύσθημεν, η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην». Διατί όλη η δύναμις της σωτηρίας μας εν καιρώ θλίψεως, άλλου δεν είναι, ει μη μόνον αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών ˙  δια του οποίου, και μετά του οποίου πρέπει και αξίως χρεωστείται τω συνανάρχω Πατρί και τω ομοουσίω και ζωοποιώ Πνεύματιπάσα η δόξα, και η τιμή και η προσκύνησις, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Ο Βίος του Αγίου Γεωργίου (2ο μέρος)


Η φήμη διαδόθηκε γρήγορα. Η βασίλισσα, γεμάτη από θεϊκό έρωτα, κατέφθασε στον τόπο και κήρυττε άφοβα τον Χριστό σαν αληθινό Θεό. Και από τον λαό, όλο και περισσότεροι πίστευαν.Ο βασιλιάς ζήτησε να του φέρουν τον Άγιο και του είπε: «Είμαι σε απορία, ποιός επιτέλους σε κρατάει ζωντανό;». «Γνωρίζω είπε ο Γεώργιος ότι αν σας πω την αλήθεια δεν θα πιστέψετε. Η Θεία Γραφή λέει για σας ότι η σοφία σε κακότεχνη ψυχή δεν εισέρχεται. Γι’ αυτούς όμως που είναι γύρω από σας και πιστεύουν, θα πω ότι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, με φυλάει από κάθε βάσανο, όπως φυλάει και κάθε πιστό. Να λοιπόν, σας το ξαναλέω!».
Απορούσε ο βασιλιάς με ποιό φρικτό θάνατο, θα μπορούσε να νικήσει επιτέλους τον «αθάνατο» αυτό νεαρό, που τον είχε ρεζιλέψει τόσες φορές. Ξεπήδησε τότε ένας μάγος που λεγόταν Αθανάσιος και είπε στον βασιλιά, προκειμένου να αποσπάσει την εύνοιά του: «Διάταξε βασιλιά, να τον ποτίσω ένα δηλητηριώδες ποτό που μόλις το πιεί, θα κοπούν τα σπλάγχα του και με φρικτούς πόνους θα πεθάνει μπροστά μας». «Κάνε γρήγορα του λέγει ο βασιλιάς διότι με έχει ταλαιπωρήσει με τα περίεργα που κάνει. Και για να βεβαιωθούμε για την ενέργεια του δηλητηρίου που λες, να βγει από την φυλακή ένας κακούργος και να πιεί αμέσως από αυτό, για να βεβαιωθούμε μήπως κι εσύ κάνεις κάτι υπέρ του Γεωργίου». Πότισαν τον κακούργο και σχεδόν αμέσως έπεσε σπαράζοντας στην γη, άφριζε και έβγαζε αίμα από το στόμα, μέχρι που πέθανε ελεεινά μέσα σε αφόρητους πόνους.
Χάρηκε ο Διοκλητιανός και είπε στον Γεώργιο: «Έφθασε ο καιρός του θανάτου σου άθλιε. Τώρα θα ελεγχθούν οι προηγούμενες μαγείες σου». Διαταζει τον Αθανάσιο να δώσει στον Γεώργιο το φάρμακο. Όλοι κοίταζαν με φόβο και λύπη προς τον μάρτυρα. Αυτός ομως άρπαξε κυριολεκτικά το δηλητήριο, το σταύρωσε με πίστη και θάρρος και είπε: «Κυριε Ιησού Χριστέ, εσύ που είπες σ’ αυτούς που Σε πιστεύουν, ότι κι αν ακόμα πιουν κάτι θανατηφόρο δεν θα τους βλάψει, δείξε και τώρα την δύναμή σου». Ήπιε όλο το δηλητήριο όπως κάποιος πολύ διψασμένος πίνει νερό και ενώ περίμεναν όλοι να πάθει ότι και ο κακούργος, ο Γεώργιος είπε: «Μάταια κουράζεσαι βασιλιά! Μάθε ότι ούτε δηλητήρια, ούτε φωτιά και θηρία, ούτε τροχοί και μαστίγια, ούτε οποιοδήποτε άλλο μαρτύριο επινοήσεις, θα με χωρίσει από τον Χριστό μου».
Ο Αθανάσιος και πολύ πλήθος κόσμου, βλέποντας τον κακούργο νεκρό και τον Γεώργιο υγιέστατο να μιλάει με τέτοια αφοβία στον βασιλιά, είπαν: «Αλήθεια, τι άλλο είναι αυτό, παρά παρουσία της θεότητος του Χριστού που έσωσε τον Γεώργιο. Ας ξεχάσουμε τις πλάνες των ειδώλων. Ο Θεός του Γεωργίου είναι αληθινός και ζωντανός ανάμεσά μας».
Ο θυμός του βασιλιά ξεπέρασε κάθε όριο. Διατάζει πάραυτα τον θάνατο του Αθανα-σίου και όσων τόλμησαν να πουν ότι ο Χριστός είναι Θεός και γυρνώντας μανιασμένος λέει στον Γεώργιο: «Εγώ θα διαλύσω τα σοφίσματα και τις μαγείες σου». Διέταξε τότε να φερουν σιδερένια παπούτσια γεμάτα καρφιά, τα έκαψαν ισχυρά στην φωτιά, τα φόρεσαν με μανία στα πόδια του Γεωργίου, κρατώντας τα με λαβίδες και τον έστειλε να κλειστεί στην φυλακή.
Έβλεπε κανείς την προθυμία του μάρτυρα, διέκρινε τον θεϊκό του ζήλο, αλλά αδυνατούσε προς στιγμή να περπατήσει από τους πόνους. Τότε με ρόπαλα τον κτυπούσαν να περπατήσει• δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια του. «Τρέχε Γεώργιε» είπε και ταυτόχρονα ψέλλισε: «Κύριε, Κύριε σώσέ με στην θλίψη μου. Εσύ είσαι η καταφυγή μου, για το όνο¬μα σου πάσχω. Γνωρίζεις την προθυμία της ψυχής μου και του σώματός μου την αδυναμία. Μη με εγκαταλείπεις, να μην πουν οι άθεοι αυτοί, που είναι ο Θεός του Γεωργίου; Να μην πει ο διάβολος ότι έγινε ισχυρότερος από Σένα». Και πάλι απάντηση με φωνή δόθηκε από τον Θεό στην ψυχή του: «Θάρρος Γεώργιε, μαζί σου είμαι». Άκουσε την φωνή αυτή και ταυτόχρονα πήρε πνευματική δύναμη, ώστε να περπατήσει μέχρι την φυλακή με τα φοβερά αυτά υποδήματα.
Και πάλι το πρωί στο δικαστικό βήμα ο βασιλιάς του είπε: «Με πολύ θράσος υπομένεις τα βάσανα• μέχρι πότε θα αντέξεις;». Και ο Γεώργιος του είπε: «Εγώ βέβαια, δέχομαι αντιλήψεις της χάριτος του Θεού μου και κάνω υπομονή με την δύναμή του, έτσι που τα βασανιστήριά σου να τα θεωρώ παιχνίδια μικρών παιδιών. Εσύ όμως είσαι πνευματικά τυφλός και παιχνίδι στα χέρια των δαιμόνων• ποιά είναι η ελπίδα σου να λατρεύεις αναίσθητα και κωφά ξόανα για θεούς; Καλύτερα να ντρέπεσαι να ονομάζεις θεούς αυτούς που έζησαν με πορνείες και φόνους και τώρα βρίσκονται στην άσβεστη φωτιά, που περιμένει κι όσους τους σέβονται».
Πάλι ντροπή, έκπληξη και θυμός ακολούθησαν τα λόγια του μάρτυρος και διαταγές να τον μαστιγώνουν με νεύρα βοδιών και νύχια σιδερένια να ξεσχίζουν τις σάρκες του. Αλλά αυτός ήταν έμπλεως θείας Χάριτος και φαινοταν σαν να έπασχε κάποιος άλλος.
Ο Μαγνέντιος υποκρινόμενος φιλανθρωπία, ζήτησε να κατεβάσουν τον Γεώργιο από το ξύλο του μαρτυρίου, το οποίο αφού έγινε, του είπε: «Εάν θέλεις, σύμφωνα με την διδασκαλία σου να γίνουμε Χριστιανοί, δείξέ μας ένα θαύμα. Βλέπεις εκείνους τους τάφους; Ανάστησε έναν από τους νεκρούς και θα πιστέψουμε στον Θεό σου».
Ο Γεώργιος του είπε: «Στον Θεό μου, που δημιούργησε τα πάντα “εκ του μη όντος”, είναι εύκολο να αναστήσει και τον νεκρό, αλλά το σκοτάδι της ασεβείας σας σκεπάζει και είστε μεθυσμένοι από την απάτη του εχθρού. Κι αυτό το θαύμα θα γίνει, και πάλι άπιστοι θα μείνετε. Αλλ’ εγώ για τον κόσμο που είναι γύρω μας, θα παρακαλέσω την φιλανθρωπία του Θεού, να κάνει αυτό το θαύμα μπροστά στα μάτια σας». Γονάτισε κι από το βάθος της καρδιάς προσευχήθηκε: «Χριστέ Βασιλεύ, που για την σωτηρία των ανθρώπων ανέχθηκες Σταυρό και υπέμεινες επονείδιστο θάνατο• Εσύ που θέλεις όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειάς Σου• Εσύ που με τους Αγίους Αποστόλους Σου εμεγάλυνες την παρουσία Σου με τα θαύματα που εργάστηκες δι’ αυτών, για την επιστροφή των πεπλανημένων λαών• Αυτός και τώρα άκουσε την προσευχή μου και ανάστησε έναν από αυτούς τους νεκρούς, για την δόξα του προσκυνητού Σου Ονόματος και του συνανάρχου Σου Πατρός και του Αγίου Πνεύματος».
Τελείωσε την προσευχή του και ισχυρός σεισμός έγινε• σωρός από χωματα μετακινήθηκε και εμφανίστηκε κάποιος από αυτούς που είχαν πεθάνει από παλιά. Το πλήθος έμεινε άναυδο! Ο νεκρός, ζωντανός πλέον, διέσχισε το πλήθος και έπεσε στα πόδια του Μάρτυρος λέγοντας: «Σε παρακαλώ, δούλε του Υψίστου Θεού, δώσε μου την εν Χριστώ σφραγίδα (δηλ. το Βαπτισμα)». Κι ο Γεώργιος του είπε: «Εάν πιστεύεις στον Θεό που σου ξανά¬δωσε την ζωή, θα σωθείς». Κι αυτός: «Πιστεύω –είπε– στον Χριστό, τον μεγάλο Θεό• Αυτόν που μόλις με την προσευχή σου από τους νεκρούς με ανέστησε». Αλλ’ ο βασιλιάς και οι γύρω από αυτόν, γεμάτοι έκπληξη, γρήγορα ρωτούσαν: «Πες μας το όνομά σου• με ποιό τρόπο έζησες και πότε;». Κι αυτός: «Το όνομά μου είναι Τωβίδ, ιερέας δε των ψεύτικων θεών ήμουν και πέθανα πριν την παρουσία του Χριστού και παραπέμφθηκα στους τόπους της αιώνιας κολάσεως με τους ομοίως υποδουλωμένους στην πλάνη μου». Κι ο Γεώργιος: «Σε σένα μιλώ, που επανήλθες παράδοξα από τον θάνατο στην ζωή. Πήγαινε σε έναν ποταμό, κατάδυσε τον εαυτό σου τρεις φορές μέσα στα νερά, στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, καθαρίσου στο θείο αυτό λουτρό και πήγαινε χαρούμενος στον παράδεισο με όποιον τρόπο γνωρίζει ο Κύριος». Ήταν φυσικό, μετά από αυτό το γεγονός, να πιστέψουν πλήθος κόσμου και στρατιωτών στον Κύριο Ιησού Χριστό, θαυμάζοντας την δύναμή Του.
Ο σκληροτράχηλος όμως και αλαζόνας Διοκλητιανός, βλέποντας τι έγινε, γεμάτος από ακάθεκτη μανία είπε: «Μα τους Θεούς, ο Γεώργιος είναι μάγος και παρουσίασε σε σχήμα ανθρώπου κάποιο πνεύμα για να εξαπατήσει τους αφελείς». Κοιτώντας αυτόν και τους περί αυτόν, λυπημένος ο Γεώργιος είπε: «Αλλοίμονο στην αφροσύνη και την ανοησία σας• με τόση πείρα γευθήκατε και είδατε την δύναμη του Θεού μου και ακόμα τολμάτε να βλαστημάτε; Φαντασία θεωρείτε αυτό το τεράστιο γεγονός της δυνάμεώς Του; Ας μην απατάσθε• οι πονηρές φαντασίες δεν αντέχουν ούτε την επίκληση του ονόματος του Χριστού!».
Ο βασιλιάς έστειλε σιδηροδέσμιο τον Γεώργιο πάλι στην φυλακή κι αυτός γεμάτος ντροπή πήγε στο παλάτι.
Το υπερφυές όμως γεγονός της αναστάσεως του νεκρού, διαφημίστηκε σε κάθε πόλη και χώρα, ώστε σαν ποτάμια ο κόσμος έτρεχε στην φυλακή, έδιναν ΧΡΗΜΑΤΑ  και δώρα στους δεσμοφύλακες για να δουν τον Γεώργιο και ν’ ακούσουν την διδασκαλία του. Ταυτόχρονα πολλοί άρρωστοι γίνονταν υγιείς –όπως την εποχή των Αποστόλων– πράγμα που χαροποιούσε το πληθος και πίστευαν• και η πίστη στον Χριστό εξαπλωνόταν.
Την εποχή εκείνη οι αγρότες χρησιμοποιούσαν τα βόδια για το όργωμα και τις μετα-φορες. Ένας αγρότης με το όνομα Γλυκέριος, έφθασε πονεμένος στην φυλακή, διότι ψόφησε το βόδι του και παρακαλούσε τον Γεώργιο λέγοντας: «Κύριε το βόδι αυτό, μου ήταν τόσο χρήσιμο• ζούσα απ’ αυτό και πριν από λίγο ξεψύχησε». «Εάν πιστεύεις στον Θεό μου, θα αναστηθεί το ζώο σου» του είπε ο Γεώργιος και βεβαιώνοντας ο Γλυκέριος ότι πιστευει, ο Γεώργιος του είπε: «Πήγαινε και θα το βρεις υγιές». Πράγματι, έτσι συνέβη! Ομως, ενώ ο Γλυκέριος έγινε απόστολος του γεγονότος, αμέσως τον συνέλαβαν οι στρατιώτες και τον παρέστησαν στον βασιλια, ο οποίος διέταξε να τον κατακόψουν μεληδόν.
Ο Γλυκέριος δάκρυσε και αμέσως ζήτησε με προσευχή την δύναμη του Χριστού, επι-καλούμενος τις προσευχές του Γεώργιου κι άκουσε φωνή που του έλεγε: «Έλα, Γλυκεριε, κοντά μου με χαρά• μου είσαι αγαπητός και χρήσιμος». Μ’ αυτόν τον τρόπο μαρτύρησε.
Τα θαυμαστά γεγονότα συνέχιζαν να συμβαίνουν στην φυλακή συνεχως, ώστε να πληθαίνουν οι πιστοί. Ο Διοκλητιανός, που πίστευε ότι με τον διωγμό θα εξαφανίσει τους πιστούς και την Εκκλησία, βλέποντας αντίθετα αποτελέσματα με την επιρροή του Γεωργίου, έπεσε σε μελαγχολία και γεμάτος μανία διέταξε να πυρωθεί ένα χάλκινο κρεβάτι και να απλώσουν δέσμιο τον Γεώργιο πάνω σ’ αυτό. Κι ενώ ήδη άρχισαν να δαπανώνται οι σάρκες του, ο Γεώργιος έχοντας την πείρα της απερίγραπτης προστασίας του Κυρίου, ζητούσε με προσευχή την ανίκητη του Χριστού συμμαχία, που κατά το πλήθος των θλίψεών του έσπευσε και γέμισε την καρδιά του με παρηγοριά, την φωτιά την έκανε δροσιά, τις αλυσίδες τις έσπασε και τον Γεώργιο τον παρέστησε τελείως υγιή.
Τέτοια απερίγραπτα σε μεγαλοσύνη γεγονότα, διαβάζουμε στους βίους των Αγίων Αποστόλων, όπως του Ιωάννη του Θεολόγου, του Πέτρου και του Παύλου κ.α.. Θαυμάζει όμως κανείς την πόρωση και τον σκοτισμό του ηγεμόνα. Και μπορούμε να θυμηθούμε την παραβολή του πλούσιου και του πτωχού Λαζάρου στο Ευαγγέλιο, όταν ο πλούσιος μέσα από τις τιμωρίες παρακαλούσε να στείλει ο Θεός τον Λάζαρο στους ζωντανούς συγγενείς του, ο Πατριάρχης Αβραάμ του είπε: «Έχουν τον Μωυσή και τους Προφήτες• αν δεν ακούσουν σ’ αυτούς, ούτε και νεκρό αν δουν αναστημένο θα πιστέψουν».
Ο Διοκλητιανός θεώρησε μαγεία το γεγονός και ο Μαξιμιανός ζήτησε να ποτίσουν τον Γεώργιο, λιωμένο σε μεγάλη θερμοκρασία μολύβι «για να δούμε είπε αν μπορεί να νικήσει την εσωτερική φλόγα, όπως νίκησε την έξω». Όμως και πάλι τίποτε δεν συνέβη στον Γεώργιο και η απορία με τον θυμό, κατέκαιγαν τους ηγεμόνες.
Του έδεσαν μια πέτρα στον λαιμό, τον κρέμασαν ανάποδα σε ξύλο, άναψαν φωτιά και τον κάπνιζαν μέχρι το βράδυ που τον έκλεισαν πάλι στην φυλακή.
Την επομένη, τον έρριξαν σε ένα φοβερό χαλκούργημα, όπου κυριολεκτικά κατακο-πηκε το σώμα του από το πλήθος των σπαθιών και μαχαιριών που υπήρχαν εκεί. Σ’ αυτή την φρικτή κατάσταση έθεσαν σε λεκάνη πλέον το σώμα του Αγίου και τον έκλεισαν πάλι στην φυλακή. Την νύκτα όμως αυτός ο ίδιος ο σαρκωθείς Χριστός, μέσα σε φως ουράνιας δόξας, στάθηκε δίπλα του και του είπε: «Έχε θάρρος Γεώργιε! Δεν έφθασε ο καιρός της μεταστάσεώς σου. Πρέπει να ανταγωνιστείς ακόμη τους βασιλείς της γης, μέχρι να καταβάλεις την ασέβειά τους. Και πολλά πλήθη πιστών θα μου προσφέρεις• και μετά θα σε πάρω κοντά μου• θα σε ενδύσω με την στολή της αφθαρσίας και θα κατακοσμήσω το κεφάλι σου με ολόφωτο δοξασμένο στεφάνι της δικής μου βασιλείας».
Η παράδοξη αυτή παρουσία του Κυρίου, του χάρισε αυτομάτως πληρη υγεία, του έδωσε ευεξία και χαρά υπερβάλλουσα, είδε φανερά μπροστά του μέσα στο γλυκύτατο φως σαν αστραπή, τον Κύριο και άκουσε τα γεμάτα γλυκύτητα λόγια Του, έγινε κοινωνός της δοξας που του υποσχέθηκε, πρόσπεσε στα πόδια Του ευχαριστώντας με δάκρυα την τόση πολλή πατρική προστασία Του. Ο Κύριος όμως γεμάτος αγάπη τον ανασήκωσε, τον ευλόγησε με το δεξί Του χέρι και του είπε: «Έχε ανδρεία Γεώργιε• νίκησε μέχρι τέλους την μανία των βασιλέων». Αυτά είπε και εξαφανίστηκε. Ο μάρτυς όμως μέσα στην φυλακή, ήταν όλος μέσα στο φως και στην χαρά και η αγαλλίαση που του άφησε η παρουσία του Κυρίου ήταν ανέκφραστη.
Έμαθε και πάλι ο βασιλιάς ότι ο Γεώργιος στην φυλακή είναι τελείως υγιής και χαρούμενος και έμεινε άναυδος γεμάτος ταραχή και σύγχυση. Αισθανόταν ότι τα γεγονότα ήταν η συμφορά του και δεν γνώριζε με ποιό τρόπο η τιμωρία θα μπορούσε επιτέλους να τον εξοντώσει, εφόσον τα συμβάντα ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα. Αγωνία, φόβος και θυμός τον κατέλαβαν. Ένιωθε την παρουσία του Μάρτυρα να γίνεται δήμιος της ζωής του. Βρίζοντας, έδωσε διαταγή να τον φέρουν και πάλι μπροστά του.
Η διαταγή εκτελέστηκε και ο Γεώργιος οδηγείται δέσμιος μπροστά στον αυτοκράτο-ρα, αλλά για όποιον πρόσεχε την ψυχική του κατάσταση καταλάβαινε ότι υπήρχε κάτι ακατανόητο σε σχέση με τα γεγονότα. Πήγαινε πάλι σε κριτήριο, σε ύβρεις, σε τιμωρίες και θάνατο, αλλά όμως καμμιά ταραχη η ανησυχία διακρινόταν στα μάτια του. Χαμογελούσε σαν να γνωριζε τι θα συμβεί. Φαινόταν να πηγαίνει σε γιορτή και χαρά παρά σε κριτήριο που θα έβγαζε σίγουρα απόφαση θανάτου. Και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
Ο βασιλιάς: «Μέχρι πότε θα υπερηφανεύεσαι για τις ραδιουργίες σου και δεν αλλάζεις γνώμη»;
Και ο Άγιος: «Έως ότου υπάρχει η κατ’ εικόνα Θεού ψυχή στο σώμα μου, δεν θα σταμα-τήσω να ελέγχω την ασέβειά σου. Μην αναβάλλεις, κάνε γρήγορα, γιατί δεν θα έχεις μικρό αγώνα. Αγωνίζεσαι με μένα που αγαπώ τον Θεό και ο αγώνας αυτός είναι κατά του κεφαλιού σου και των κατάπτυστων θεών σου».
Αυτά τα λόγια, προκάλεσαν έκρηξη θυμού στον τύραννο και απάντησε: «Λοιπόν είναι ανάγκη να βγάλω την ψυχή σου από το σώμα σου γρήγορα, για να απαλλαγώ μεμιάς από τον αγώνα εναντίον σου και να έχω επιτέλους και γαλήνια ζωή»; Και η διαταγή ήταν να διχοτομηθεί με πριόνι.
Οι δήμιοι με λύσσα έφεραν σανίδες και με δύναμη τον πίεσαν για να του κόψουν το κεφάλι, αλλά ο ηγεμόνας Δαδιανός σηκώθηκε από την καθέδρα και είπε: «Παρακαλώ αθάνατε και μέγιστε βασιλεύ, δεν πρέπει να πεθάνει τόσο σύντομα ο δυσσεβής αυτός εδώ. Καλύτερα να τον λύσουν και να τον πετάξουν σε καζάνι με λιωμένο μολύβι• να συνεχίζει όμως από κάτω να καίει η φλόγα μέχρι να λιώσουν κι αυτά τα κόκκαλά του». Δέχθηκε ο βασιλιάς το αίτημά του και αφού τον έλυσαν, ετοίμασαν την τιμωρία.
Όταν το μολύβι έβραζε σαν υγρό, τον έδεσαν οι δήμιοι με χειροπέδες και προσπαθούσαν να τον πετάξουν στο καζάνι με το μολύβι. Εμποδίζονταν όμως από την δυνατή φλόγα. Ο Μάρτυρας μόλις τους είδε να απορούν και να δυσκολεύονται είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Εσύ που δημιούργησες τον σύμπαντα κόσμο και φύλαξες ακατάφλεκτους στο καμίνι τους οσίους Παίδες, κι έμένα αν και ανάξιο φύλαξέ με αβλαβή».
Οι χειροπέδες έπεσαν, έκανε τον σταυρό του και πήδησε μόνος μέσα στο καζάνι με θάρρος, όπως πέφτει κανείς σε νερό κατά την ώρα του καύσωνα. Για την πίστη του αυτή, άνεση παρά τιμωρία έγινε γι’ αυτόν το μαρτύριο, γιατί ο Κύριος έδειχνε ποιά είναι η πραγματική δύναμη του Σταυρού Του στα μέλη αυτού του μεγάλου αθλητή της ευσέβειας. Ο Γεώργιος δοξολογούσε μέσα στις φλόγες τον Κύριο. Όσοι όμως ήταν κοντά στην φωτιά, έπαθαν σοβαρά εγκαύματα από το μολύβι που τινάχθηκε. Και πάλι έκσταση και φόβος στους γύρω, ενώ ταυτόχρονα δυνατή βροχή έσβηνε την φωτιά και έκανε τους πάντες να φύγουν.
Μόνος έμεινε και πάλι ελεύθερος γυρνώντας στους δρόμους και στις πλατείες της πόλεως. Περισσότερο με την παρουσία του και λιγότερο με τα λόγια του, έπειθε τους πάντες –παρόλους τους διωγμούς– να γίνονται Χριστιανοι. Τα θαύματα που γίνονταν ανάμεσα στο πλήθος που τον προσήγγιζε ήσαν πολλά και εκπληρωνόταν σ’ αυτόν το ρητό της Σοφίας: «Η Σοφία στις διεξόδους των δρόμων υμνείται και στις πλατείες ο σοφός με παρρησία συμπεριφέρεται».
Έτσι, το μαρτύριο του Διοκλητιανού συνεχιζόταν και διέταξε και παλι να τον συλλάβουν. Αυτός ο «αθάνατος» και «αήττητος», όπως του άρεσε να τον αποκαλούν, πολεμούσε να θανατώσει κάποιον που πέρασε τόσες πολλές φορές μέσα από τον θάνατο, χωρίς να πάθει τίποτε και ταυτόχρονα το ότι πολεμάει με κάποια ξένη υπερφυσική δύναμη που συμμαχούσε με τον Γεώργιο, τον είχε καταβάλει τελείως. Οι καθημερινές υποθέσεις της δημόσιας διοίκησης ήταν πολλές και η θλίψη ότι νικιέται συνεχώς από ένα νεαρό τελείως άοπλο, αυτός ο «αήττητος», σούβλιζαν εσωτερικά την ύπαρξή του.
Όταν ο Γεώργιος βρέθηκε και πάλι δεμένος μπροστά του, το βλέμμα του Διοκλητιανού ήταν τελείως ανήσυχο, ταραγμένο και σκοτεινό, αβυσσαλέο από οργή, που δεν μπορούσε να κορέσει το μίσος που κατοικούσε στην ψυχή του. «Όπως φαίνεται –του είπε– επειδή ασχολούμαι πολύ με τις δημόσιες υποθέσεις, εσύ νόμισες, ότι επιμελούμενος άλλα πράγματα, δεν έχω την δυνατότητα να σε εξαφανίσω από την γη. Περιέρχεσαι λοιπόν και μας διασύρεις και πείθεις τους αφελείς να αφήσουν την πίστη των αθανάτων θεών και να πιστέψουν σ’ έναν Σταυρωμένο• εγώ όμως θα περιποιηθώ αμέσως την αυθάδειά σου». Διέταξε να τον ρίξουν κάτω, να τοποθετήσουν καρβουνα στο κεφάλι του, μετά να τον κρεμάσουν σε ξύλο και να ξένουν με σιδερένια νύχια το σώμα του. Και ενώ ήδη φαίνονταν τα σπλάγχνα και τα κόκκαλα του σώματός του, διέταξε με δαδιά αναμμένα να κάψουν το σώμα του. Κι ενώ τα βασανιστήρια κρατούσαν για πολλή ώρα, ο νους του Μάρτυρα βρισκόταν με προσευχή μέσα στην καρδιά του και το Πνεύμα το Άγιο τον ανακούφιζε, ώστε ούτε αναστεναγμός δεν ακουγόταν. Σε κάποια στιγμή θεωρήθηκε και πάλι από όλους νεκρός. Δόθηκε διαταγή να βάλουν ότι απέμεινε σε ένα κοφίνι και να τον πετάξουν στο βουνό που λεγόταν «Ήλικας», ώστε να μη βρουν τίποτε από το λείψανό του οι Χριστιανοί.
Αυτό έγινε• και καθώς οι στρατιώτες γυρνούσαν από το όρος, έγινε σεισμός και βροχή. Πλύθηκαν και θεραπεύθηκαν οι πληγές του Μάρτυρα κι ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Να είσαι ανδρείος Γεώργιε, Εγώ είμαι μαζί σου». Σαν από ύπνο ξύπνησε υγιέστατος και με όλα τα μέλη του σώματός του άρτια• ευχαρίστησε θερμά τον Χριστό και με θάρρος και σπουδή κατέβηκε στην πόλη κι έφθασε στα ανάκτορα. Οι στρατιώτες που τον είχαν μεταφέρει, τον γνώρισαν. Έκθαμβοι διηγούνταν ο ένας στον άλλο τα γεγονότα και πίστευαν όλο και περισσότεροι. Ο Διοκλητιανός, για να σταματήσει τα γεγονότα, διέταξε αμέσως να θανατωθούν έξω στο βουνό, όσοι κατ’ εκείνη την ώρα πίστεψαν, πράγμα που έγινε και αναδείχθηκαν μάρτυρες.
Ο Γεώργιος και πάλι συλλαμβάνεται. Ο Μαγνέντιος είπε στον βασιλια: «Είναι πολύ πείσμονες οι Χριστιανοί. Προσπάθησε καλύτερα, με ηπιότητα, κολακείες και δώρα να τον πάρεις με το μέρος σου». Ο Γεώργιος μυστικά προσευχόταν. Ο βασιλιάς άλλαξε τακτική: «Μα τον βασιλιά ήλιο του είπε και όλους τους θεούς, εάν πεισθείς σε μένα και θυσιάσεις στους θεούς, θα σε δοξάσω υπέρμετρα σ’ όλη την γη, θα σε κάνω συμβασιλέα, γιατί σ’ έχω εκτιμήσει βαθύτατα και δεν θέλω να χαθείς».
«Εάν είχα σκοπό να υποχωρήσω σ’ αυτές τις μάταιες υποσχέσεις σου, δεν θα έδινα τον εαυτό μου σε μύριους θανάτους. Τώρα μετά από τόσα βάσανα και τιμωρίες που έπαθα μπροστά σ’ όλη την Σύγκλητο, νομίζεις ανόητα ότι θ’ αφήσω την πίστη μου; Και γιατί έχω υποστεί τέτοια ατιμία, αν είχα σκοπό να πεισθώ στις κολακείες σου;».
«Επειδή τώρα σου συμπεριφέρομαι σαν πατέρας, όπως βλέπεις, ας είσαι χαριστικός προς εμένα, σαν στον πατέρα σου, και ξέχασέ τα όλα. Ορκίζομαι στους θεούς ότι με μεγάλα αξιώματα, δόξα και πλούτη θα σε τιμήσω• μόνο θυσίασε στους θεούς».
«Επειδή βασιλεύ, βλέπω την τόσο καλή σου για μένα διάθεση, θα κάνω κι εγώ ότι επιθυμείς. Θα ήταν αγνωμοσύνη να αθετήσω τέτοια φιλία• ας πάμε γρήγορα στους θεούς».
Ο βασιλιάς τινάχθηκε αγαλλόμενος, αγκάλιασε τον Γεώργιο και με πασίχαρη φωνή είπε δυνατά: «Ας ευφρανθούν οι θεοί• αγαλλιάσθε άνθρωποι• δέξου Απόλλων αυτόν που σε παρόργισε τόσο πολύ, τώρα δε μετανόησε γνήσια και επιστρέφει σε σένα». Αυτά είπε και έδωσε διαταγές να μαζευτεί στο ιερό όλη η Σύγκλητος, τα πιο τιμημένα στρατεύματα και οι κήρυκες να γυρίζουν στους δρόμους φωνάζοντας σ’ όλη την πόλη ότι: «Ο του Γαλιλαίου πρώην πιστός Γεώργιος, πηγαίνει στον μεγάλο Απόλλωνα να θυσιάσει».
Οι Χριστιανοί γεύθηκαν απερίγραπτη θλίψη και πένθος, οι ειδωλολάτρες γέμισαν από χαρά. Βγήκαν παράφορα στους δρόμους και φώναζαν: «Ο Απόλλων νίκησε! Βασίλευε στους αιώνες αυτοκράτωρ Διοκλητιανέ! Ζήτω η αυτοκρατορία των Ρωμαίων! Μεγάλοι οι θεοί του βασιλιά!».
Μπήκαν μέσα στον ναό του Απόλλωνα. Έγινε σχεδόν νεκρική σιγή και ο Γεώργιος προχώρησε μόνος μπροστά, απέναντι από το άγαλμα του Απόλλωνα. Τα πλήθη παρατηρούσαν με κομμένη την αναπνοή και ο Γεώργιος είπε στο άγαλμα κοιτώντας σταθερά προς αυτό: «Εσύ είσαι Θεός και εσένα πρέπει να σέβονται οι άνθρωποι»; Και αμέσως το δαιμόνιο που κρυβόταν πίσω από το άγαλμα, καιγόμενο από το Άγιο Πνεύμα είπε: «Δεν είμαι εγώ Θεός και κανένας δικός μου. Ένας είναι ο αληθινός Θεός και Υιός Του είναι ο Χριστός, δια του οποίου έγιναν τα πάντα. Εμείς είμαστε πριν άγγελοί του και τώρα σαν αποστάτες γίναμε δαίμονες και κοροϊδεύουμε τους ανθρώπους να μας λατρεύουν σαν θεούς». Τα πλήθη έμειναν έκθαμβα και ο Μάρτυρας είπε: «Και εφόσον δεν είστε θεοί, γιατί σφετερίζεστε τιμή που δεν σας ανήκει και κοροϊδεύετε τους ανθρώπους να σας θεωρούν θεούς; Και πως τολμάτε τώρα να μένετε εδώ, εφόσον μπροστά σας στέκομαι εγώ που έχω ονομαστεί δούλος Θεού και μέσα μου κατοικεί ο Χριστός, ο των όλων Θεός»;
Ταραχή μεγάλη και φοβισμένες δαιμονικὲς φωνὲς ακούστηκαν και σαν καπνός έφευγαν από τον ναό. Μετά ο Γεώργιος σταύρωσε τα αγάλματα, που έπεσαν πάραυτα και συντρίφθηκαν. Ο βασιλιάς έμεινε εμβρόντητος. Οι ιερείς όμως των ειδώλων άρπαξαν σαν λύκοι τον Μάρτυρα: «Σκότωσέ τον βασιλιά, σκότωσε τον μάγο• καθόλου μην τον λυπάσαι γιατί με τις μαγείες του εξαπάτησε τόσο κόσμο και τώρα σύντριψε και τους θεούς». Και ο βασιλιάς από την ντροπή και τα γεγονότα, αλλά και από τις φωνές των ιερέων, έγινε έξαλλος: «Βρωμερό κεφάλι και από κάθε ραδιουργία γεμάτο –είπε– δεν συμφώνησες να θυσιάσεις στον μεγάλο θεό Απόλλωνα»; Και ο Άγιος είπε: «Τέτοιους θεούς, που με ένα λόγο συντρίβονται στο έδαφος, δεν ντρέπεσαι να τους ονομάζεις θεούς; Δεν καταλαβαίνεις ότι θυσίασα τους θεούς σου στον επουράνιο Θεό μου; Γιατί δεν πείθεσαι τουλάχιστον στον θεό σας, που μαρτύρησε ότι είναι δαίμονες, αποστάτες που σας εξαπατούν, για να γίνεις φίλος Θεού; Τι παραλογισμός, τι τύφλωση, τι παράνοια είναι αυτή, ώστε να μην μπορείτε να δεχθείτε την αληθινή θεογνωσία; Αν σου έχουν μείνει ακόμα τίποτε ξόανα, δείξέ μου πόσα και που είναι και μην έχεις φροντίδα• θα το φροντίσω εγώ».
Πολλοί από την Σύγκλητο άλλαξαν γνώμη. Η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, έλεγχε τον σύζυγό της πλέον φανερά. Ο βασιλιάς κατέπεσε ψυχικά, πήρε τον Μαξιμιανό και τον Μαγνέντιο, βγήκαν έξω και τοὺς εἶπε: «Τι θα κάνουμε φίλοι μου; Να, όλοι, ακόμα και η βασίλισσα πιστεύουν αυτόν τον μάγο κι εγώ δεν ξέρω με ποιά τιμωρία –μα τους θεούς– να τον εξοντώσω». Ο Μαγνέντιος, πιο έξυπνος από τον Μαξιμιανό, είπε: «Εάν συνεχίσουμε με τιμωρίες, θα είναι ανώφελο για μας και θα γεμίσουμε λύπη. Έχω πειστεί ότι οποιαδήποτε τιμωρία με βάσανα θα προκαλέσει τον κόσμο να πιστέψουν όλοι στον Σταυρωμένο. Καλύτερα να οδηγηθεί αμέσως σε θανατο». Ο Μαξιμιανός είπε: «Πιο αμείλικτο, αυστηρό και φοβερό άνδρα στην ζωή μου δεν γνώρισα. Κοίταξε, απάτησε ακόμα και την βασίλισσα μὲ τὶς μαγείες του, συντάραξε την βασιλεία σου, άλλαξε την γνώμη της Συγκλήτου, βάσανα και τιμωρίες εξωτερικές δεν τον αγγίζουν• φόβος τον νου του δεν ταράζει, ο θάνατος δεν συγκλονίζει την ψυχή του, τα αγαθά και οι δόξες δὲν τὸν κολακεύουν. Εάν μου ακούς, με ξίφος κόψε το κεφάλι του, ταυτόχρονα και την αναίδειά του».
Συμφώνησαν οι σύμβουλοι στα λεχθέντα και ο Διοκλητιανός είπε να φέρουν τον Μάρτυρα. «Ιδού, γεμάτε από κάθε κακία, πανάθλιε, με την ολέθρια αναισθησία σου, ἔχασες τὶς υπεσχημένες από μένα δωρεές• με τις μαγείες σου ξεπέρασες όλες τις τιμωρίες και όχι μόνο τράβηξες πλήθος κόσμου από την εξουσία μου, αλλά κι αυτήν την βασίλισσα πλάνεψες και κατέστρεψες τους θεούς μας. Ποιών λοιπόν αμοιβών εἶσαι ἄξιος; Θα σε ανταμείψουμε με θάνατο για όσα τόλμησες να κάνεις εναντίον μας. Κανένας άλλος δεν μας ταλαιπώρησε τόσο επί της γης». Και διέταξε: «Ο Γεώργιος, ο μύστης του Γαλιλαίου, που αθέτησε τους θεούς και απάτησε μὲ δόλο την βασίλισσα, να αποτμηθεί το κεφάλι μαζί με αυτήν».
Αμέσως οι στρατιώτες τους έβγαλαν έξω από την πόλη. Αυτοί πρόθυμα ακολουθούσαν και προσεύχονταν σ’ όλο τον δρόμο. Η βασίλισσα πρόσεχε στον ουρανό και τα χείλη της διαρκώς κινούνταν φανερά σε προσευχή. Και ο Κύριος την άκουσε, δέχθηκε την αγάπη, τον πόθο της, την καταφρόνηση των γηίνων, την αποκοπή δια ξίφους της κεφαλής της και ενώ κάπου κάθησε για λίγο, ο Χριστός πήρε κοντά του –πριν την αποτομή της κεφαλης– την μακαρία ψυχή της.
Όταν έφθασε και ο Γεώργιος στον τόπο της αποτομής, ζήτησε λίγο χρόνο και με στεναγμό από την καρδιά του, προσευχήθηκε: «Εσύ, Κύριε ο Θεός μου, που υπάρχεις προ των αιώνων και στον οποίο εγώ από την νεότητά μου κατέφυγα και μου έδωσες την δύναμη να αγωνιστώ μέχρι τέλους στὸ μαρτύριο μου, άκουσέ με παρακαλώ και δέξαι με ειρήνη την ψυχή μου• σώσε με από τα πνεύματα της πονηρίας που κατοικούν στον αέρα και συναρίθμησέ με σ’ αυτούς που αγαπούν το όνομά σου. Συγχώρεσε τους διώκτες για όσα κακά διέπραξαν σε βάρος μας και φώτισε τους οφθαλμούς της καρδιάς τους, ώστε να γνωρίσουν την αλήθειά σου και να καταξιωθούν της επουράνιας ζωής και της αιώνιας βασιλείας σου, δοξάζοντας την αγαθότητα του Πατρός και τοῦ Υἱοῦ και του Αγίου Πνεύματος εις τους αιώνας, αμήν».
Έτσι προσευχήθηκε και προτείνοντας με ευχαρίστηση τον αυχένα, έκοψαν την αγία του κεφαλή, ημέρα Παρασκευή και ώρα εβδόμη, την 23η του Απριλίου μηνός. Το άγιο Λείψανό του από την Νικομήδεια ανεκομίσθη στην Διόσπολη της Παλαιστίνης, στην πατρίδα της μητέρας του.
Η έντονη παρουσία του Θεού στην ζωή του Αγίου Γεωργίου, προβληματίζει τον σύγχρονο άνθρωπο σχετικά με τα υπερφυσικά θαυμάσια ποὺ συνόδευαν το μαρτύριό του και ιδιαίτερα γιατί σήμερα δεν βλέπει κανείς τόσο έντονα υπερφυσικά γεγονότα.
Όποιος μελετά συνεχώς το Ευαγγέλιο προσευχόμενος και γνωρίζει αλη¬θινά εν Αγίω Πνεύματι την ζωή του Χριστού στην γη, εμβαθύνοντας στον βίο του Αγίου Γεωργίου, θα θυμηθεί τα λόγια του Κυρίου που είπε ότι «όποιος πιστεύει σ’ εμένα, θα κάνει ακόμη μεγαλύτερα θαύματα από μένα». Πραγματικά, πόσες φορές ο Κύριος έδειξε την θαυμάσια δύναμή Του! Κατ’ αρχάς αυτό το ίδιο τὸ σύμπαν, όλη η κτίση και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι σαν δημιουργία ένα θαύμα. Στην συνέχεια όταν ο Κύριος περπατούσε ανάμεσά μας, εκτός από άλλα θαύματα, ανάστησε την κόρη του Ιαείρου, τον γιο της χηρας στην Ναΐν, τον τετραήμερο Λάζαρο. Αναστήθηκε στο τέλος και ο Ίδιος, αφού προηγουμένως είχε πει: «Εγώ τίθημι την ψυχήν μου ίνα πάλιν λάβω αυτήν. Ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ ἐμαυ¬του• εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν» (Ιω. 10, 17-18).
Ποιός άνθρωπος μπορεί να μιλήσει με τέτοια εξουσία εναντίον του θανατου; Μόνον ο Χριστός μπορούσε να πει ως πραγματικός Θεός ότι, «έχω εξουσία και να πεθάνω και να αναστηθώ», δείχνοντας έμπρακτα σε μας ότι με την θυσία τῆς αγάπης και της δικαιοσύνης ως Θεός –παρόλο που ήταν και άνθρωπος– χάρισε ουσιαστικά την νίκη κατά της κακίας, κατά του ιδίου του θανάτου.
Στην ζωή του Χριστού, κατά την εναγώνια προσευχή του στο Όρος των Ελαιών, έγινε ο ιδρώτας Του σαν θρόμβοι αίματος. «Πατέρα –έλεγε– εάν είναι δυνατόν να παρέλθη από μένα το ποτήριο αυτό (του ατιμωτικού θανάτου)• πλην όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις Εσύ». Στην τέλεια αυτή αυταπάρνηση καλεί και κάθε πιστό, διότι όλοι πρέπει να αγωνιζόμαστε για την τελειότητα.
«Και ώφθη Άγγελος Κυρίου ενισχύων Αυτόν». Και στον μιμητή της ζωής Του, τον Άγιο Γεώργιο, βλέπουμε να εμφανίζεται Άγγελος, να του χαρίζει την υγεία, να τον ενισχύει. Στο Βάπτισμα, στην Μεταμόρφωση, την Κυριακή των Βαΐων πριν την Σταύρωση, ακούστηκε η φωνή του Θεού Πατέρα• αλλά και στον Άγιο Γεώργιο την ώρα που κινδύνευε, μέσα στους αφόρητους πόνους, η φωνή του ίδιου του Κυρίου, του έδινε κουράγιο. Και πολλάκις οπως συνέβαινε στους Αγίους Αποστόλους, ο ίδιος ο Ιησούς παρουσιαζοταν και συνομιλουσε μαζί τους• αυτό συνέβη και στον Άγιο Γεώργιο. Υπήρξε πραγματικά «σκεύος εκλογής» του ίδιου του Κυρίου για να δοξαστει το όνομα και η αλήθεια του Χριστού στην γη.
Η τόσο ευγενική διδασκαλία του Χριστιανισμού ήταν δύσκολο να εννοηθεί από έναν κόσμο αγροίκο, που ζούσε μέσα στους κινδύνους και τους συνεχεις πολέμους, από έναν κόσμο χωρίς καμμιά παιδεία και που ταυτόχρονα είχε θεοποιήσει την ηδονή των παθών, τον πόλεμο, την ίδια την κτίση.
Μέσα από την εἰδωλολατρία, που στην πραγματικότητα λατρευόταν ο διάβολος, είχε αναπτυχθεί πάρα πολύ η μαντεία και η μαγεία. Οι ιερείς των ειδώλων ενεργούσαν με την ενέργεια του σατανά διάφορα φανταστικά γεγονότα, που όμως δεν ήταν συνειθισμένα, γι’ αυτό καθηλωνόταν γενικότερα ο κόσμος. Προκειμένου ένας τέτοιος κόσμος να δεχθεί μια τόσο υψηλή διδασκαλία, ο πανάγαθος Θεός συγκατέβαινε και γι’ αυτό επιτελούσε τόσο μεγάλα θαυμάσια, ώστε να γίνεται κατανοητή η απάτη, να φαίνεται η πραγματική δύναμή Του ἔναντι τῆς φανταστικής του εχθρού, να διδάσκεται έμπρακτα η ανεξικακία και η αγάπη.
Η διδασκαλία του Χριστού, διαχρονικά, είναι πάρα πολύ υψηλή. Θέτει αξίες και ηθικές αρχές δυσθεώρητες για τους πολλούς και ο πανάγαθος Θεός προκειμένου να βοηθήσει την ανθρωπότητα, ενίσχυσε ψυχές ευγενικές και καθαρές σαν του Αγίου Γεωργίου, ώστε με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος να φθάσουν σε μεγάλη τελειότητα και να εφαρμόσουν τις εντολές του ευαγγελίου. Επειδή όμως το ύψος αυτό τῆς ἀγάπης προς τους εχθρούς και όλο τον κόσμο, από την πονηρία των ανθρώπων θεωρείται ανοησία –αν και στην πραγματικότητα συμβαίνει τελείως το αντίθετο διότι είναι σοφία που πάνω σ’ αυτήν έγκειται ἡ τελειότητα της ανθρωπίνης φύσεως– γι’ αυτό και ο Κύριος, επειδή δύσκολα άγγιζε τον κόσμο μόνο η διδασκαλία Του, ενεργούσε τα τεράστια θαύματα, ώστε να συγκινείται το πλήθος, να πιστέψουν και να αλλάξουν τελείως τα ήθη.
Η υπερηφάνεια και η σαρκική ζωή, είναι μέχρι σήμερα θεότητες και ο κόσμος ευκολώτερα υποτάσσει την ανώτερη ψυχή στα κατώτερα ένστικτα. Παλαιότερα που είχε επικρατήσει η ανοησία ώστε τα ένστικτα να τα θεοποιήσει κιόλας, δεν τολμούσε κανείς να φύγει από το κατεστημένο. Αυτό ήταν και συνεχίζει να είναι το έργο των δαιμόνων στὴν γη μέσα από ψεύτικες φιλοσοφίες αλλά και ανατολίτικες δοξασίες, που δυστυχώς και σήμερα μετά από 2000 χρόνια απατούν πολλούς ανθρώπους. Τότε έπρεπε να χυθεί αίμα πολύ, από αγνές και πιστές στον Θεό υπάρξεις, για να τοποθετηθούν νέες αρχές, πράγμα που κράτησε πάνω από 300 χρόνια και στοίχισε σε μυριάδες ανθρώπων τον πρόσκαιρο θάνατο. Σήμερα όμως όλοι αυτοί τιμώνται σαν Άγιοι από την Εκκλησία, διότι πρωτοστά¬τησαν και πέτυχαν τὸν ἀληθινὸ στόχο και σκοπό της ανθρωπίνης φύσεως που είναι η θέωση και ταυτόχρονα αγίασαν με την μαρτυρία τους την κτίση, έλαβαν δύναμη κατά των δαιμόνων και προώθησαν στις καρδιές των ανθρώπων το φως του Χριστού.
Σήμερα, η νοησιαρχία συνδεδεμένη με την υπερηφάνεια δὲν μπορεῖ να εξαλείψει τον σπόρο της Αλήθειας που υπάρχει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Ιδιαίτερα, δεν μπορεί, όπου η Εκκλησία καλλιεργεί αυτόν τον σπόρο και οι αξίες όσο και να μην εφαρμόζονται, αναγνωρίζονται. Στην εποχή μας, το μαρτύριο σπάνια είναι σωματικό, αλλά ο πραγματικός Χριστιανός, προσπαθώντας να τηρήσει τις εντολές του Χριστού, θα κοπιάζει και θα γίνει μαρτυρας συνειδήσεως, προκειμένου τα συναισθήματα της καρδιάς του, οι σκεψεις του, ο νους του, η θέλησή του κι όλη η ύπαρξή του να Χριστοποιηθεί.
Στην προσπάθεια αυτή, μαζὶ με την προσευχή και την ανάγνωση, χρειάζεται συμπαράσταση πνευματικών Πατέρων που εβίωσαν αυτή την πραγματικότητα απλανώς.
Σήμερα αυτοί σπανίζουν και μυστηριωδώς όσοι εμφανίζονται πάντως διώκονται. Όμως το έργο του Θεού στην γη δεν σταματάει κι όσοι ειλικρινά ποθούν τον Θεό, και ανθρώπους θα βρουν και πολύ περισσότερο Εκείνον τον Ίδιο.
Οι Άγιοι όμως Μάρτυρες της εποχής εκείνης δεν εφάρμοζαν διαφορετική διδασκαλία από αυτήν των συγχρόνων αγίων Πατέρων. Προκειμένου να υπομείνουν τις θλίψεις του μαρτυρίου, βίωναν αυτά που οι Άγιοι της Εκκλησίας μας μέχρι σήμερα διδάσκουν. Ο Γέροντας Πορφύριος σε μια διδασκαλία του λέει: «Η τέλεια υπακοή στὸν Θεό, έστω κι αν ορισμένα πράγματα φαίνονται δύσκολα και παράλογα, η τέλεια εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού, αυτή είναι η αγία ταπείνωση. Αυτή μεταμορφώνει τον άνθρωπο, τον καθιστά θεάνθρωπο». Τι άλλο βίωσε ο Άγιος Γεώργιος; Μπροστά στα πιο δύσκολα και παράλογα μαρτύρια και τις θλίψεις, είχε μάθει να αφήνει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, σαν στον ίδιο τον πατέρα του. Αὐτὸ δείχνει ότι γνώριζε να προσεύχεται αδιάλειπτα, όπως ο άγιος Απόστολος Παύλος λέει: «Αδιαλειπτως προσεύχεσθε» και ταυτόχρονα προσευχόμενος έβρισκε την χάρη του Θεού που τον ενίσχυε σ’ όλες τις θλίψεις και τις ανάγκες του και η καρδιά του ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη και ευχαριστία προς τον Θεό, σύμφωνα με το «εν παντί ευχαριστείτε». Ο Άγιος Σιλουανός να τι λέει σὲ μια διδασκαλία του: «Ο Κύριος νουθετεί με το έλεός Του τον άνθρωπο, για να δέχεται με ευγνωμοσύνη τις θλίψεις. Ποτέ, σ’ όλη μου την ζωή, ούτε μια φορά δεν γόγγυσα για τις θλίψεις, αλλά τα δεχόμουν όλα σαν φάρμακο από τα χέρια του Θεού. Γι’ αυτό και ο Κύριος μου έδωσε να υπομένω ελαφρά τον αγαθό ζυγό Του». Ο ίδιος λέει ότι πολλές θλίψεις μας περικυκλώνουν και φαίνονται αφόρητες στους ανθρώπους γιατί δεν αφήνουν οι άνθρωποι την γνώμη τους και την θέλησή τους ενώπιον του Θεού, ώστε ο,τι συμβαίνει να το αποδέχονται σαν φαρμακο από την Θεία Πρόνοιά Του.
Να γιατί χρειάζεται η συμπαράσταση πνευματικού ανθρώπου στον ἀγωνιζομενο. Όταν η ψυχή βάλλεται από κάθε είδους θλίψεις, ο ίδιος ο πάσχων έχει την αίσθηση –που δεν είναι αλήθεια– ότι εγκαταλείφθηκε από τὸν Θεό. Δύο πράγματα μπορούν να τον επαναφέρουν: Κατ’ αρχάς η πίστη προς τον Θεό, αλλά η παρουσία, η συμβουλή και η παρηγορία του λογου ενός πνευματικού Γέροντα η εάν ο αγωνιζόμενος είναι έμπειρος ανακαλει την ειρήνη και εν προσευχή μετανοίας –κατά την οποία ο αγωνιζόμενος πρέπει να θεωρεί ότι πάσχει για το πλήθος των αμαρτιών του– προσεύχεται με πόνο και βάθος ταπεινώσεως, που προκαλεί η αποδοχή ότι ο ίδιος είναι αίτιος της θλίψεως, έστω κι αν δεν φαίνεται ότι φταίει στην συγκεκριμένη περίπτωση, σίγουρα όμως ξέρει ότι σε άλλα φταίει και με άλλους τρόπους μας παιδεύει η Χάρις του Θεού. Συνήθως στους αρχαρίους πνευματικά, είναι πιο έντονη η ανάγκη παρουσίας του Γέροντα, ενώ στους εμπειροτέρους πιο λίγο, αλλά σ’ όλους τους ανθρώπους ἡ πνευματικὴ αναφορα, είναι απόλυτα αναγκαία.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Ο Βίος του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (1ο μέρος)

Ο Άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος έζησε 300 περίπου χρόνια μετά την έλευση του Χριστού στην γη. Λίγο πριν παύσουν οι διωγμοί των Χριστιανων, εβίωσε το αβυσσαλέο μίσος, που είναι αποκύημα της παραλόγου υπερηφανείας, για να φανεί για μια ακόμη φορά στην γη ότι οι άνθρωποι αν θέλουν μπορούν να επιλέγουν οι ίδιοι την επανάληψη της επιλογής του πρώτου Αδάμ, όταν υπερήφανα θέλησε να γίνει Θεός άνευ του δημιουργού Θεού, όταν αντί να δεχθεί με ευγνωμοσύνη τις ακτίνες του θεϊκού φωτός, θεώρησε ότι μπορεί να είναι ο ίδιος «φως» πράγμα που είναι ίδιο μόνο του Δημιουργού.
Δεν ήταν όμως πρώτος ο άνθρωπος που συνέλαβε την παράλογη σκεψη ότι μπορεί να υπάρχει σαν Θεός άνευ του δημιουργού Θεού. Πιο πριν, μέρος των νοερών Ουσιών που μετείχαν –κατά χάριν και δωρεάν– στο φως του Θεού, ακολούθησαν με την θέλησή τους την παράλογη σκέψη και ορμή να αντικαταστήσουν τον Θεό. Είδαν το κάλλος και την ομορφιά του φωτός με το οποίο ήσαν στολισμένοι από τον Θεό και αντί να θαυμάσουν τον δωρεοδότη Θεό, θαύμασαν τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί λυπημένο το Άγιο εκείνο και γλυκύτατο φως. Και στις νοερές αυτές και λογικές δυνάμεις, που από φως έγιναν σκότος, να έχει μείνει άκρατη η επιθυμία να δοξάζονται σαν Θεοί, στην θέση του Θεού, και να δέρνουν αλύπητα όλη την οικουμένη μέχρι σήμερα, δημιουργώντας πλήθος φανταστικών θεών αλλά και φιλοσοφικών ιδεών, πίσω από τα οποία κρύβονται, προκειμένου να εκπληρώνουν –έστω και για λίγο– απατώντας τους λαούς, το άκρατο πάθος τους να λατρεύονται σαν Θεοί. Η υπερήφανη επιθυμία των φιλοδόξων ανθρώπων ταυτίζεται με την υπερήφανη διάθεση των πονηρών πνευμάτων να δοξάζονται. Η ανεκπλήρωτη αυτή επιθυμία ξεσπάει σαν μίσος και έχθρα εναντίον όσων δεν αποδίδουν σ’ αυτούς την δόξα που επιθυμούν. Πιο ισχυρό γίνεται το μίσος και η έχθρα όταν παρουσιάζεται κάποια σημαντική προσωπικότητα που τιμάται αντ’ αυτών λόγω της ηθικής της αξίας αλλά και της σημαντικότητάς της, πράγμα που συνέβη στον ίδιο τον Κύριο, όταν ακόμα και ο Πιλάτος γνώριζε ότι πάντως «δια φθόνον παρέδωκαν Αυτόν».
Αυτή ήταν η στάση και η θέση των περισσοτέρων Ρωμαίων αυτοκρατόρων, και όχι μόνο. Μεθυσμένοι από τη γήϊνη εξουσία και δόξα, απατήθηκαν, θεώρησαν τους εαυτούς τους θεούς, ξεχνώντας ότι και αυτοί ήσαν θνητοί ολιγοχρόνιοι άνθρωποι. Λάτρευαν δε σαν θεούς, όχι τον αληθινό Θεό και μόνο δημιουργό, ο οποίος προκειμένου να σώσει το αν-θρώπινο γένος από αυτή τη μέγιστη επιθανάτια απάτη, έγινε και άνθρωπος, αλλά λάτρευαν τις πονηρές και ταλαιπωρημένες αυτές νοερές ουσίες και δυνάμεις, οι οποίες γκρεμισμένες μαζί με την ανθρώπινη φύση στην ταλαίπωρη αυτή γη, επιθυμουν άκρατα να λατρεύονται σαν θεοί. Από όσους όμως γνώρισαν τον αληθινό Θεό, όχι μόνο δεν λατρεύονται, αλλά και εμπαίζονται και έτσι εξηγείται –από μέρους– γιατί τόσο μίσος εναντίον των υιών του φωτός.
Οι Άγιοι μαρτυρούν την Αλήθεια με τα έργα, τα λόγια, την παρουσία, την αγάπη τους. Αναγνωρίζουν και λατρεύουν ταπεινά και ευγνωμόνως τον Δημιουργό τους, πράγμα που δεν δέχονται ούτε οι πονηροί δαίμονες, ούτε όσοι από τους ανθρώπους παραμένουν αμετανόητοι στη μοναξιά της αυτοθεωσεώς τους.
Ο Διοκλητιανός ήταν ένας από τους μεθυσμένους από την αυτοθέωσή τους αυτοκράτορες, ο οποίος λάτρευε αντί του Δημιουργού, τα πονηρά σκοτεινά κτίσματά Του, που έπαιζαν θεατρινίστικα τον ρόλο του Θεού. Ο Διοκλητιανός ήταν στην εξουσία, όταν πάνω σ’ αυτή τη γη έλαμψε μοναδικά, για να συνεχίσει πλέον να λάμπει αιώνια, ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος.
Για τους γονείς του Αγίου Γεωργίου γνωρίζουμε από τον βιογράφο του μαρτυρίου του –που ήταν πιστός ακόλουθός του– ότι καταγόταν από γενεα Χριστιανών προγόνων και ότι και οι δύο υπήρχαν τόσο ενάρετοι ώστε σήμερα να τιμώνται ως Άγιοι. Ο μεν πατέρας του Γερόντιος μαρτύρησε ενώ ήταν στρατηλάτης στο αξίωμα, η δε μητέρα του ζώντας οσιακά, μεγάλωσε το μονάκρι
βο ορφανό της και πέθανε ειρηνικά πριν γνωρίσει την μελλοντική ουράνια δόξα του.
Η Καππαδοκία ήταν η πατρίδα τους και από τέτοιους γονείς ήταν τελείως φυσικό να προβάλει ο συγκεκριμένος υιός, ο Γεώργιος, που έγινε στην συνέχεια η παρηγοριά κάθε Χριστιανού, όπως ο ποιητής αναφέρει στο απολυτίκιό του: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτης και των πτωχών υπερασπιστής• ασθενούνων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, τροπαιοφόρε μεγαλομαρτυς Γεώργιε• πρέσβευε Χριστω τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών».


Νέος στην ηλικία, γεννημένος μέσα στο φως της προσευχής των γονέων του, αναθρεμμένος με τις αρετές που εκείνο το φως μεταδίδει στους λατρες του, γεμάτος από συνεση, σωφροσύνη και σοφία, πρόσθεσε, με την αυξηση της ηλικίας του, στην σεμνότητά του, την δικαιοσύνη και σαν ιδιαίτερο τελείως δικό του χαρακτηριστικό, μια αξεπέραστη ανδρεία, που πήγαζε από την μεγάλη πίστη του προς τον Χριστό και την πρόνοιά Του, πίστη που προερχόταν από την πλούσια θεωρία του φωτός του Θεού, που κατοικούσε μέσα του.
Αυτό το φως διηύθυνε τις αισθήσεις του, τις σκέψεις του, τα λόγια του. Αυτό το φως τον δίδασκε γνώση όχι μόνο στα υπεραισθητά, αλλά και σ’ αυτά ακόμη τα γήϊνα, ώστε να ξεχωρίζει ανάμεσα στους πολλούς και πολύ σύντομα να του δοθούν αξιώματα πολιτικού και στρατιωτικού διοικητού.
Δεν ξεπερνούσε τα 22 χρόνια της ζωής του κι ενώ τον περίμεναν μεγαλύτερα αξιώματα, μια που εκτός των αρετών του, της φυσικής ομορφιάς και σωματικής δυνάμεώς του είχε κληρονομήσει και γήϊνα πλούτη από τους γονείς του, ξαφνικά τα μοίρασε όλα στους φτωχούς και πήρε την μεγάλη απόφαση –σαν μυθικός ήρωας που όμως ήταν κατά πάντα συνάνθρωπός μας– γυμνός από τα γήϊνα –πράξη αυτοθυσίας που ο κάθε εχέφρων αντιλαμβανεται το μέγεθός της– να περπατήσει τον δρόμο που πρώτος περπάτησε ο Θεός στην γη για μας• κι αυτό δεν έγινε καθόλου άκαιρα.
Ο Διοκλητιανός –δια του Μαξιμιανού του γαμβρού του– είχε πετύχει μεγάλες νίκες κατά των Περσών. Ο Μαξιμιανός είχε τότε την έδρα του στην Νικομήδεια, κι αφού κατ’ αρχάς είχε πολλάκις νικηθεί από τους Πέρσες, που κατέστρεφαν την περιοχή του, την Παλαιστίνη, την Αρμενία και την Καππαδοκία, κάλεσε τον Διοκλητιανό, που με την σημαντικότερη στρατειά του κατέφθασε από την Ρώμη με την γυναίκα του Αλεξάνδρα –η οποία ήθελε να δει την κόρη της που είχε παντρευτεί τον Μαξιμιανό– έχοντας μαζί τους, τους πιο στενούς συγγενείς τους, Μαγνέντιο, Θεόγνι και Δαδιανό, οι οποίοι ήσαν τοπάρχες της Λιβύης, της Αιγύπτου και της Συρίας, ενίσχυσε τον Μαξιμιανό με την στρατεία του, ο οποίος τελικά πέτυχε ολοκληρωτικές νίκες κατά των Περσών και γύρισε πίσω στην Νικομήδεια, όπου συναθροίστηκαν όλοι οι συγγενείς, βασιλείς και ηγεμόνες.
Μετά από αυτή την επιτυχία, θέλησαν, με μεγάλες πανηγύρεις, να κάνουν θυσίες στους θεούς και μάλιστα στον Απόλλωνα, που λατρευόταν ιδιαίτερα σ’ εκείνα τα μέρη. Τότε θυμήθηκαν ότι υπήρχαν κάτω από την εξουσία τους άνθρωποι, οι Χριστιανοί, που δεν λάτρευαν τους θεούς τους. Αὐτὸ τοὺς πίκρανε αφάνταστα και αποφάσισαν ότι όλοι αυ¬τοι η έπρεπε να λατρεύουν τους θεούς τους η να πεθάνουν. Οι θεοί τους είναι φανερό ότι δεν ενδιαφέρονταν για την εντολή της αγάπης, αλλά μόνο για την δόξα τους.
Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι οι ηγεμόνες, με πρόεδρο και πρώτο τον αυτοκράτορα και αποφάσισαν να στείλουν παντού αυτοκρατορικά διατάγματα, που έλεγαν περίπου τα εξής: «Ο Διοκλητιανός, ο μέγιστος αεισέβαστος αιώνιος βασιλιάς, στους στρατηγούς και ηγεμόνες και προϊσταμένους που ηγεμονεύουν στις χώρες και επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, χαίρετε! Επειδή ακούσαμε ότι μία ασεβέστατη προς τους θεούς θρησκεία, η λεγομένη των Χριστιανών, με την παρουσία της σαλεύει την ειρήνη στην κραταιά αυτοκρατορία μας και σέβεται κάποιον Ιησού, που κατακρίθηκε από τους Ιουδαίους σε σταυρικό θανατο, βλασφημούν δε και ειρωνεύονται τον μέγα θεό Απόλλωνα, τον Ερμή και τον Διονυσο, τον Ηρακλή και τον Δία, οι οποίοι χαρίζουν ειρήνη στην αυτοκρατορία, γι’ αυτό διατάζουμε να συλλαμβάνονται και να τιμωρούνται αυστηρότατα, ἄνδρες και γυναίκες, ώστε να αρνούνται την θρησκεία τους. Αν με τις απειλές και τις τιμωρίες αλλάξουν άποψη, να τους δινονται σοβαρές δωρεές, σε διαφορετική όμως περίπτωση –μετά από πολλά βάσανα και τιμωρίες να αποκεφαλίζονται με ξίφος. Εάν δεν εφαρμόσετε με ακρίβεια τα προστασσόμενα, θα υποστείτε τις ίδιες τιμωρίες. Σπουδάστε να εκτελέσετε τις διαταγές μας!».
Τα διατάγματα στάληκαν σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη. Ετοιμάστηκαν βασανιστήρια όργανα και δόθηκε η ευκαιρία σ’ όσους έτρεφαν έχθρα και μίσος κατά των Χριστιανών να εκπληρώσουν την επιθυμία τους αυτή, προδίδοντας τους πιστούς στους άρχοντες. Και άλλοι μεν από τους πιστούς προετοιμασμένοι με την πίστη και την αρετή, αγωνίζονταν περνώντας από φρικαλέα βασανιστήρια και νικούσαν, «μάρτυρες γενόμενοι της αληθείας» και σαν άλλα νοητά αστέρια και ήλιοι λάμπουν μέχρι σήμερα στο στερέωμα της Εκκλησίας. Άλλοι όμως δυστυχώς δεν άντεχαν μέχρι το τέλος και έχαναν τον στέφανο του μαρτυρίου.
Ανάμεσα στον πόνο και στον θόρυβο των ημερών, περιερχόταν ο εικοσιδυάχρονος Γεώργιος παρακολουθώντας τα δρώμενα. Ήταν ήδη τιμημένος με το αξίωμα του Κόμη και του είχε υποσχεθεί ο Διοκλητιανός και το αξίωμα του Στρατηλάτη. Σεμνός, ανδρείος και δυνατός στο σώμα και στην ψυχή, αναλογιζόταν προσευχόμενος την παρουσία του Θεού στην γη, πως τον προδωσε ο μαθητής Του, τον συνέλαβαν, πως τον οδήγησαν οι συνάνθρωποί του στο πραιτώριο, πως τον ενέπαιζαν, πως τον κοροΐδευαν, πως τον ράπιζαν και τον οδήγησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες μπροστά στον Πιλάτο να απολογηθει, πως υπέμεινε την συκοφαντική επίθεση των Ιουδαίων αρχιερέων που σουβλιζε την καρδιά μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής• «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» είχε πει ο Κύριος που προγνώριζε ότι θα συμβούν όλα αυτά.
Όμως μετά το διασυρμό, το μαστίγωμα και τις τόσες άλλες δυσκολίες, την ώρα της Σταυρώσεώς Του όταν παρέδωσε το Πνεύμά Του, σαλεύθηκε η γη, ο ήλιος έχασε το φως του, οι δίκαιοι νεκροί αναστήθηκαν και μετά από τρεις μέρες νικήθηκε μέχρι τέλους ο θανατος. Ο Ιησούς ο Θεός αναστήθηκε, το μαρτυρούσε η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε πλούσια στην καθαρή του καρδιά. Θεουργικός έρωτας πρόσθετε πάνω στην ανδρεία του ψυχή την δύναμη που χρειαζόταν να ομολογήση και εκείνος για τον σαρκωθέντα Ιησού, να μιμηθεί το πάθος Του, να βρεθεί κοντά στον αγαπημένο, που πρώτος έπαθε γι’ αυτον, για όλους τους ανθρώπους. Η Χάρις του Θεού τον παρότρυνε «μη φοβηθήτε από αυτους που σκοτώνουν το σώμα, δεν μπορούν όμως να σκοτώσουν την ψυχή» και όποιος «μέσα στην δική μου Χάρη με ομολογήσει αληθινό Θεό και άνθρωπο μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κι εγώ μέσα στην ίδια ύπαρξή του, μπροστά στον Ουράνιο Πατέρα μου».
Παρουσία φωτός αρρήτου, έρωτας γλυκύτατος, έπαψαν οι αισθήσεις οι γήϊνες, η πρόσκληση ήταν βεβαία. Ο Ιησούς σαν φίλος και αγαπητός, καλούσε τον Γεώργιο κοντά Του• πως θα μπορούσε να αρνηθεί τέτοια προσκληση; Δάκρυα χαράς, αίσθηση μεγάλης ταπεινώσεως, πρόσκληση σ’ αυτόν τον θνητό Γεώργιο από τον ουράνιο Φίλο στο αξίωμα της αθανασίας, στο χάρισμα της υιοθεσίας, συγκληρονόμος Χριστού.
Πήρε αμέσως την απόφαση, χάρισε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχους, ελευθέρωσε τους δούλους του. Ο πιο πιστός απ’ αυτούς, που ήταν και Χριστιανός, πληροφορήθηκε τι έμελλε να κάνει ο κύριός του και δεν τον εγκατέλειψε, έμεινε κοντά του. Από αυτόν γνωρίζουμε το μαρτύριό του.
Η υπερηφάνεια –ο θεός του Διοκλητιανού– μεγάλωνε, η σύγχυση και η ταραχή στον λαό επίσης. Η απόφαση να μη μείνει κανένας Χριστιανός στην γη, έκανε τον Διοκλητιανό να καλέσει μεγάλο ανοικτό συνέδριο με πολλούς ηγεμόνες, διοικητές και στρατηλάτες –παρουσία και του λαού– και να ανακοινώσει αλαζονικά ότι θα γίνουν μεγάλες θυσίες στους θεούς, ότι θα αφανιστεί από την γη κάθε Χριστιανός. Εκεί βρισκόταν και ο Γεώργιος, γιατί σε λίγο θα έπρεπε να λάβει το αξίωμα του στρατηλάτη.
Μπροστά στα πρόθυρα των βασιλικών ανακτόρων πολλά βασανιστήρια όργανα και μηχανήματα εκτέθηκαν και δημιουργούσαν κατάπληξη στο να τα βλέπει κανείς. Ο Γεώργιος κοντοστάθηκε, τα κοίταξε: «Αυτά ήταν λοιπόν τα φόβητρα• πανάγαθε Χριστέ Ιησού μου, βοήθησέ με» ψιθύρισε και πάλι με πίστη ατένισε στον Γολγοθά, στον εσταυρωμένο Ιησού. Δεν ήταν άπειρη η ψυχή του από μάχες και θανάτους, αφού ήταν αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού, εδώ όμως ανοιγόταν στάδιο αγώνα κατά του θανάτου, με θεωρούς βασιλείς και ηγεμόνες, την αφρόκρεμα της πόλης, τους συστρατιώτες του, τους γνωστούς, τους φίλους, με θεωρούς τους ουράνιους αγγέλους, τους Αγίους, αυτούς τους ίδιους τους γονείς του, που προσεύχονταν γι’ αυτόν στον ουράνιο Κύριο• θα ήταν επίσης και η παρουσία του ίδιου του Κυρίου και της πανάχραντης Μητέρας Του.
Στο στάδιο είχε να αγωνιστεί με δύο εχθρούς. Τα παμπόνηρα πνευματα της πονηρίας που λυσσαλέα επιζητούσαν τιμές θεών η τέλος πάντων να καταστρέψουν την ψυχή του χωρίζοντάς την από τον Χριστό, και με τον αξιολύπητο εκείνο και δυστυχή αυτοκρατορα και τους ηγεμόνες, που ήταν αιχμάλωτοι των δαιμόνων. Όντως ψυχές για λύπηση!
Η πολιτική του αυτοκράτορα είχε πετύχει. Οι Χριστιανοί ήταν ήδη ταλαιπωρημένοι. Εκείνος διασκέδαζε με εορτές και λατρείες των θεών του, την στιγμή που αυτοί έκλαιγαν τους νεκρούς τους και ανέμεναν με πόνο την αυριανή σύλληψή τους, χωρίς να έχουν κανένα ακόμα μεγάλο παράδειγμα ανδρείας και ομολογίας, όπως άκουγαν πως συνέβαινε σε άλλες περιοχές η λίγο πιο πριν με άλλους μεγάλους μάρτυρες. Η παρουσία των μεγάλων μαρτύρων ήταν υπέρτατο στήριγμα σ’ αυτούς, γιατί εκτός από το κουράγιο που έπαιρναν από την πίστη και την ανδρεία τους, ο Θεός συνόδευε την μαρτυρία τους με πολύ θαυμαστά γεγονότα, που τους μεν βασιλείς εξέπλητταν, στους Χριστιανοὺς ἐπιβεβαίωναν την πίστη τους και τους ενθαρρυναν.
Πολλοί ειδωλολάτρες που ήταν καλόψυχοι πίστευαν στον Χριστό και η φήμη των γεγονότων έφτανε μέχρι τις πιο απομακρυσμένες πόλεις, ακόμη και στην Ρώμη, έτσι ώστε εκεί που οι αυτοκράτορες νόμιζαν ότι ο Χριστιανισμός θα χαθεί, χιλιάδες και μυριάδες πιστοί ξεφύτρωναν, από την έμπρακτη ομολογία των μαρτύρων και τα θαυμαστά γεγονότα της παρουσίας του Θεού στην μαρτυρία τους.
Στο συνέδριο οι πάντες συναινούσαν με τις απόψεις του βασιλιά, λέγοντες: «Εμείς μέγιστε και αήττητε βασιλιά, αναγνωρίζοντας πόσο μας προστατεύεις και μας προνοείς, αποδεχόμαστε με χαρά να τιμήσουμε τους θεούς μας μαζί σου. Συμφωνούμε επίσης να καταστρέφεται με βάσανα όποιος ονομαζει τον εαυτό του Χριστιανό». Ἔτσι ἔλεγαν γιατί απολάμβαναν της τιμής, της δόξας και της ευπορίας, που ο Διοκλητιανός τους χάριζε.
Ο Γεώργιος, μέχρι στιγμής, δεν είχε πει τίποτα. Έκρινε όμως ότι ήταν η καταλληλοτερη στιγμή να δώσει την μάχη του. Κατ’ άνθρωπον φαινόταν τελείως μόνος• μέσα του όμως ο θεουργικός έρωτας μαρτυρούσε ότι ο Κύριος ήταν μαζί του. Είχε εξάλλου εμπειρία μεγάλη στην ζωή του από την προστασία που του παρείχε ο Κύριος, όταν σ’ όλες τις μάχες αυτος έβγαινε νικητής και σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές, με θαυμαστό τρόπο τον έσωζε ο Κύριος.


Ζήτησε τον λόγο από τον βασιλιά, προχώρησε με παρρησία στο βήμα. Όλων τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Τι θα έλεγε ο νεαρός αυτός κόμης με το ανδρείο και ευγενικό παράστημα μπροστά στον φοβερό αυτοκράτορα, που με ένα νεύμα του και μόνο μπορούσε να του αφαιρέσει την ζωή, μπροστά σ’ όλους αυτούς που ήταν έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον του αντιμιλούσε, μπροστά στους τόσους ηγεμόνες και στρατηλάτες που τον έτρεμαν, μπροστά στα φοβισμένα μάτια του κόσμου;
«Μεγαλειότατε, δεν θα σας κουράσω! Παρακολουθώ τον πόλεμο κατά των Χριστια-νων• τον θεωρώ τελείως ανίερο. Η ειρήνη και η δικαιοσύνη ανάμεσα στον λαό, πρέπει να εκπορεύεται από σας που είστε οι κυβερνήτές του. Εσείς όμως εναντίον δικαίων και αγίων ανθρώπων κηρύξατε πόλεμο, γιατί πιστεύουν σ’ Αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό και την γη, χωρίς να έχουν πράξει κανένα κακό, αφού οι εντολές Του είναι μόνο αρετές, μόνο αγάπη. Μεγαλειότατε, δεν ανέχομαι να μη λατρεύεται ο Χριστός ο Υιός του Θεού, να πορευεστε μέσα στο σκοτάδι, να λατρεύετε ἀναίσθητα είδωλα και δαίμονες για θεούς. Ακούστε με! Αφήστε το σκοτάδι! Ελάτε στο θεϊκό φως που είναι η επίγνωση Ιησού του Θεού, για να αξιωθείτε αιώνια δόξα! Η δόξα που έχετε τώρα, είναι πρόσκαιρη και ματαία• σαν χορτάρι θα μαραθεί κι είναι για μένα καλύτερο να με παραδώσετε σε μύριους θανάτους παρά να ακούω τις βλασφημίες σας».
Ο βασιλιάς ταράχθηκε, κοκκίνισε, θύμωσε, δεν μπορούσε να μιλήσει. Έκανε νεύμα στον ηγεμόνα Μαγνέντιο να μιλήσει, κι’ αυτός είπε:
– Ποιό είναι το όνομά σου, ποιός είσαι που με τόσο θράσος ανέβηκες σ’ αυτό το φοβερό βήμα για νὰ μιλήσεις έτσι μπροστά σ’ όλους μας;
– Το πιο τίμιο όνομα που μου προκαλεί χαρά και δόξα είναι το Χριστιανός. Το από την γέννησή μου Γεώργιος, όπως ο Θεός μου θέλησε.
– Και για ποιά αιτία παρουσιάστηκες σήμερα εδώ στο μέγα τούτο κριτήριο;
– Η αλήθεια με παρότρυνε.
– Και τι είναι αλήθεια;
– Η αλήθεια είναι Χριστὸς ὁ Θεός που εσείς καταδιώκετε. Αυτός όμως είναι Θεός αληθινός και οι βασιλείς της γης από Αυτόν έχουν την εξουσία, ενώ τα σεβάσματά σας αξίζουν μόνο εμπαιγμό, γιατί είναι μύθοι και εφεύρεση διαβολική, που στέλνουν στην καταστροφή αυτούς που ασχολούνται με την λατρεία τους.
Μετά από αυτή την απάντηση, σύγχυση και θόρυβος μεγάλος έγινε στο πλήθος και ο αυτοκράτορας πρόσταξε τους φύλακες να κρατήσουν την τάξη. Επικράτησε σιγή. Ο Μαγνέντιος δεν περίμενε τέτοιο θάρρος. Ο Διοκλητιανός παρακολουθούσε την νεότητά του, την συμμετρία των μελών του, την ωραιότητα του προσώπου του, το γεμάτο ανδρεία νεανικό παράστημα του, την παρρησία του που δεν έκρυβε κανένα φόβο και σάστισε θαυμάζοντας. Μετά όμως με υποκριτική ηρεμία είπε:
– Γεώργιε, εγώ γνωρίζω για σένα ότι είσαι ευγενής, από πλούσια οικογένεια, με συνετή σκέψη και ανδρεία κοσμημένος, με πολλὰ ἐπίσης αξιώματα που σου χαρίστηκαν από την βασιλεία μου, τα οποία πιστεύω ότι τα έλαβες από την πρόνοια των μεγάλων θεών. Μην είσαι αγνώμων και αχάριστος προς τους ευεργέτες. Προτιμώ να σου μιλώ πατρικά και να σου παρουσιάσω πόσες ακόμα τιμές και δόξες θα πάρεις, αν αφήσεις την ανώφελη αυτή πίστη και θυσιάσεις στους θεούς, παρά να σου εκθέσω πόσα βασανιστήρια και ποιά οξύτατα βάσανα σε περιμένουν, που προκαλούν φρίκη μόνο στο άκουσμά τους.
– Οι τιμές σου βασιλιά και οι ατιμίες δεν με ενδιαφέρουν. Θα εξαφανιστούν κι αυτές ως φθαρτές, αφού κι εσύ φθαρτός είσαι, κι εσύ που αυτή την στιγμή φαίνεται ότι υποτάσσεις τα πάντα, μετά από λίγο δεν θα υπάρχεις κι ούτε ίχνος από την τωρινή ευτυχία σου δεν θα φαίνεται στην ζωή αυτή. Γι’ αυτό καλύτερα να πιστέψεις στον αληθινό και αιώνιο Θεό μου, για να σου χαρίσει την επουράνια βασιλεία Του. Και μην πιστεύεις ότι θα με πείσεις να θυσιάσω στους δαίμονες, ούτε να αφήσω το φως για χάρη του σκοταδιού, γιατί η σύνεση διδάσκει από τον θάνατο προς την ζωή να επιστρέφουμε.
Κι ο βασιλιάς είπε:
– Κι έτσι απλά καταστρέφεις την νεότητά σου και αφήνεις την γλυκιά ζωή και προτιμάς την ἀπώλειά σου και τον θάνατο;
– Δεν είναι βασιλιά ο θάνατος αυτός εδώ απώλεια, αλλά χαρά, γλυκύτητα, και αγαλλίαση. Μ’ αυτά που εσύ νομίζεις θλιβερά, εμείς θα απολαύσουμε την αιώνια ζωή και μακαριότητα κι όσα δεν μπορείς να φανταστείς αγαθά, που μας ετοίμασε ο Θεός.
Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και κοιτώντας τον θυμωμένος, φώναξε:
– Εγώ θέλοντας να σε σώσω και να σου δώσω πολλά αγαθά, ανέχθηκα την αναίδειά σου. Εσύ όμως δὲν ὑπολογίζεις όσα σου πρόσφερα και ονειροπολείς, από τα βάσανα που θα σου δώσω, ότι θα κερδίσεις αιώνια αγαθά. Πάρε λοιπόν αυτά που θέλεις και να δούμε ποιά είναι η ελπίδα σου.
Και αμέσως διέταξε τους πιο ισχυρούς φρουρούς να τον κτυπήσουν με μαστίγια, από βοδινά νεύρα κατασκευασμένα. Ο Γεώργιος πολλή ώρα υπέμεινε, χωρίς να στενάξει και ο βασιλιάς διέταξε να τον κρεμάσουν από ένα ξύλο και να τον κτυπήσουν με δόρυ στην κοιλιά, γιὰ να χυθούν έξω τα σπλάγχνα του. Όμως το σιδερένιο δόρυ, κατά το κτύπημα, στράβωσε σαν να ήταν μολυβένιο κι ο μάρτυς είπε:
– Σ’ ευχαριστώ Χριστέ μου, γιατί το σπαθί του υπηρέτη του διαβόλου απέστρεψες από μένα και την υπερηφάνειά του κατέστρεψες.
Μετά από τόσα κτυπήματα που με ανδρεία και πραότητα υπέμεινε ο Γεώργιος, μετὰ από την θαυμαστή διάσωσή του από τον θάνατο, αντί να ταπεινωθεί η αλαζονεία του υπερήφανου, θύμωσε πιο πολύ και με μανία διέταξε να τον ξέουν με νύχια σιδερένια. Κατόπιν τον έστειλε στην φυλακή, τα πόδια του τα έβαλαν στο τιμωρητικό ξύλο και πάνω στο στήθός του ἔβαλαν με σχοινιά μια τεράστια πέτρα, προκειμένου να συντριφθεί το σώμα του. Την ώρα που οι ισχυροί άνδρες έβαζαν στο στήθός του τον ογκόλιθο, εκείνος ευχα-ριστούσε τον Θεό και επέζησε, παρόλο που ο βασιλιάς νόμιζε ότι θα είχε πεθάνει.
Μόνο καρδιά, ψυχή και σώμα γεμάτα από Άγιο Πνεύμα μπορούσαν να αντέξουν σ’ αυτές τις φρικαλεότητες. Ο Γεώργιος έχοντας μέσα στην καρδιά του τον θεουργικό έρωτα του Ιησού, αναπολούσε τα ουράνια αγαθά, την συναυλία με τους Αγίους, βίωνε πολύ έντονα την ἀγάπη τοῦ Χριστού για την οποία περνούσε μέσα απ’ αυτές τις θλίψεις, ένιωθε την παρουσία του Ιησού να ελάφρύνει τον σταυρό του. Αγαπημένε Γεώργιε έλεγε• «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι».
Την επομένη, έμαθε ο Διοκλητιανός από τους φρουρούς, ότι ο Γεώργιος παρ’ ελπίδα ζει. Αυτό του προξένησε ἔκπληξη, αλλά αιχμάλωτος από τα πάθη του, δεν μπορούσε να εν-νοήσει ότι υπερφυσική ήταν πάντως η σωτηρία του. Προστάζει με μανία να κατασκευαστεί ένας μεγάλος τροχός, με τον άξονά του να ἀνεβοκατεβαίνει πάνω σε δύο στύλους και ανάμεσα στους στύλους κάτω από τον τροχό, να τοποθετηθεί δοκάρι ξύλινο, πάνω στο οποίο θα έπρεπε να φυτευθούν καρφιά οξύτατα, διάφορα σπαθιά και μαχαίρια, ώστε όταν ο τροχος θα γύριζε κατεβαίνοντας σιγά-σιγά, να κατέκοβε το σώμα του Γεωργίου έως θανάτου.
Όταν τον έφεραν στον τόπο που ήταν ο τροχός και είδε με τι διαβολική τέχνη ήταν κατασκευασμένος, θυμήθηκε και πάλι τον εσταυρωμένο ανάμεσα στους δύο ληστές Ιησού, έδωσε κουράγιο στον εαυτό του και ψιθύρισε: «Εσύ, που αν και αθάνατος γεύτηκες για την σωτηρία μας θάνατο, δώσε μου αυτή την ώρα να φυλάξω την πίστη και την ομολογία μου. Φύλαξε την ψυχή μου από τις τέχνες του εχθρού», και παραδόθηκε όλος στην φλόγα της προσευχής και του θείου πόθου να πάθει γι’ Αυτόν που για μας έπαθε.
Οι δήμιοι σαν θηρία τον άρπαξαν αμέσως στο νεύμα του τυράννου, άρχισαν να δενουν και να καρφώνουν τα χέρια και τα πόδια του στον τροχό, να σφίγγουν πάνω σ’ αυτόν με σιδερένια δεσίματα το σώμα του και να περιστρέφουν και κατεβάζουν σιγά-σιγά τον τρο-χο. Έτριζε ο τροχός και τα κοφτερά ξίφη άρχισαν να τεμαχίζουν σιγά-σιγά το σώμα του. Οἱ σαρκες διαλύονταν, τα οστά συντρίβονταν, ποτάμια το αίμα και οι παρόντες έστρεφαν αλλου το πρόσωπό τους, επειδή δεν μπορούσαν να βλέπουν το θέαμα. Ο Γεώργιος ούτε καν βογγούσε. Η παρουσία της Χάριτος, μετέβαλλε τους πόνους σε χαρά και ο θάνατος, που φυσιολογικά θὰ ἔπρεπε να είχε ήδη έρθει, δεν έφθανε, γιατί εκεί ήταν Εκείνος που είπε• «Εγώ ειμί η Ζωή• ο πιστεύων εις εμέ, καν απόθάνει ζήσεται». Αλλά ο Διοκλητιανὸς νόμιζε και παλι ότι ο Γεώργιος πέθανε και με κομπασμό είπε στους παρισταμένους: «Βλεπετε όλοι σας, ότι δεν υπάρχει άλλος θεός, εκτός από τον Απόλλωνα, τον Ποσειδώνα και τους αλλους θεούς. Που είναι τώρα ο Θεός του Γεωργίου; Γιατὶ δὲν φάνηκε να τον σώσει από τα βασανα που του κάναμε;». Διέταξε λοιπόν να παραμείνει στον τροχό ο Γεώργιος έτσι πεθαμένος, προς εξουδενωση τοῦ Χριστοῦ και φόβητρο του κόσμου κι αυτός πήγε στα βασίλεια.
Κατά τις μία η ώρα το μεσημέρι, σκοτείνιασε ο ήλιος από βαριά σύννεφα, αστραπές και βροντές έσειαν τον αέρα και φωνή ακούστηκε που έλεγε: «Μείνε ανδρείος Γεώργιε! Να είσαι αδίστακτος στην πίστη σου και πολλοί εξαιτίας σου θα πιστέψουν σε μένα».
Οι στρατιώτες της φρουράς φοβήθηκαν και τόβαλαν στα πόδια. Άγγελος όμως Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά στον Γεώργιο, τον ἔλυσε, τον αποκατέστησε τελείως υγιή και του είπε: «Να χαίρεσαι εν Κυρίω πραγματικά Γεώργιε. Είσαι αληθινά ευτυχής, γιατί έδωσες τον εαυτό σου σε θάνατο για Εκείνον που για σένα πρώτος λογίστηκε στοὺς νεκρούς. Πάρε δύναμη από την δύναμή Του, νίκησε κατά κράτος την ασέβεια και με στεφάνι δόξας ουρα-νίου φωτός, θα κατακοσμηθείς από τον βασιλιά της δόξης Χριστό».
Ήταν τόσο μεγάλη και ένδοξη η παρουσία του ουράνιου συμπαραστάτη που γέμισε την ψυχή του με ουράνια χαρά και ευφροσύνη. Τον θείο έρωτα που μυστικά ζούσε μέσα στην ψυχή του, όχι μόνο επιβεβαίωσε η ουράνια αυτή παρουσία, αλλά πολλαπλασίασε απείρως κατά τὴν πίστη και τους αγώνες του. Αυτές οι παρουσίες, καθώς και κάθε παράκληση της θείας Χάριτος δεν ξεχνιούνται ποτέ, ώστε να μπορεί ο αγωνιστής της ευσεβείας να τις φέρνει στην μνήμη του και να ενδυναμώνει την ψυχή του μὲ την πίστη, τις ώρες που ο Κύριος επιθυμεί να δοθεί από αυτούς που τον αγαπούν και η δική τους προσωπική κατάθεση στην προθυμία της αγάπης και της θυσίας.
Με άνεση, μόνος και πάλι, ξεκίνησε για το επόμενο αγώνισμα. Η ψυχή του ήταν ήδη στον ουρανό, η αγάπη για τους συνανθρώπους του μεγάλη και ο πόθος να δώσει και πάλι την παρουσία του Χριστού στους συνανθρώπους του, τὸν έκαναν να φύγει αμέσως για τα βασίλεια, όπου έμαθε ότι ο αυτοκράτορας θυσίαζε στον ναό του Απόλλωνα, περικυκλωμένος από το συνωστισμένο πλήθος.
Φλεγόμενος από τον πόθο να μαρτυρήσει για την αλήθεια, έσπρωχνε δεξιά και αριστερά το πλήθος για να φθάσει γρήγορα μπροστά στον βωμό που ήταν ο αυτοκράτορας. Έκπληξη και ταραχή, όχι λίγη, προκάλεσε η παρουσία του. Η τελετή σταμάτησε, ανησυχία με απορία δημιουργήθηκε και ο Γεώργιος σαν να παράβλεπε τον αυτοκράτορα, είπε προς το πλήθος: «Γιατί φίλοι θυσιάζετε τις ψυχές σας στους δαίμονες; Μέχρι πότε θα βρίσκεστε στο σκοτάδι τῆς ἀθεΐας, εκουσίως θα κλείνετε τα μάτια της ψυχής σας και δεν θέλετε να κοιτάζετε στο φως τον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό; Ελάτε κοντά Του, νικήστε τον θάνατο, ατενίστε στο άχρονο φως, γίνετε παιδιὰ τοῦ φωτός και της ημέρας. Δαίμονες σκοτεινοί είναι τα σεβάσματά σας και στην αιώνια φωτιά θα σας στείλουν. Θεός αληθινός είναι ο Χριστός, ο Θεός μου, ο οποίος θα συνδοξάσει και θα χαρίσει αιώνια ζωή, σ’ αυτούς που τον πιστεύουν». Στην συνέχεια στράφηκε προς τον βασιλιά και του είπε: «Πρόσεξέ με καλά βασιλιά και ταυτόχρονα πίστεψε στον Θεό μου, που με έσωσε από το μηχάνημά σου που κατασκεύασες για να με θανατώσεις».
Η δόξα του προσώπου του Γεωργίου που έλαμπε από το θεϊκό φως, η επίγνωση του φρικτού μαρτυρίου που ο ίδιος ο βασιλιάς παρακολούθησε, δεν τον άφηναν να πιστέψει ότι αὐτὸς εἶναι ο Γεώργιος. «Ποιός είσαι άνθρωπε»; είπε σαν ναρκωμένος. «Ποιός είσαι που τόλμησες να προκαλέσεις τόση ταραχή την ὥρα τῆς θυσίας»; Και ο Γεώργιος είπε: «Εγώ είμαι ο Γεώργιος που σας έχω ήδη μιλήσει για την αληθινή πίστη, αλλά κι αυτή την στιγμή, βεβαιώνω την δύναμη του αληθινού Θεού μου με την ζωντανή παρουσία μου. Ὁ Θεός μου, σώζει αυτούς που τον πιστεύουν, όχι μόνο από τα χέρια των ανόμων αλλά και από αὐτὸ τὸν ίδιο τον θάνατο και από κάθε θάνατο».
Ο βασιλιάς τον πρόσεχε καλύτερα και έλεγε: «Μήπως είναι το φάντασμα του και μας κοροϊδεύει»; Κι ο Μαγνέντιος έλεγε: «Όχι κάποιος άλλος θα είναι που του μοιάζει». Πως μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Γεώργιος μετά από τέτοιο φρικιαστικό θάνατο ήταν ζωντανός και υγιής μπροστά τους σε διάστημα λίγων ωρών, και ενώ αυτοί θυσίαζαν για να γιορτάσουν την νίκη τους; Ο Γεώργιος διέκοψε και πάλι την απορία τους και είπε: «Εγώ είμαι ο Γεώργιος, ο δούλος και φίλος του Χριστού μου. Μην αμφιβάλλετε μεταξύ σας για μένα• καλύτερα πιστέψτε χωρίς ενδοιασμούς, γιατί είναι παντοδύναμος και τους νεκρούς ακόμη ζωοποιεί και τους χαρίζει την ανάσταση».


Οι ηγεμόνες έμειναν εμβρόντητοι. Οι στρατηλάτες τους όμως Ανατόλιος και Πρωτο-λέων που είχαν παρακολουθήσει τα γενόμενα με πολύ πλήθος κόσμου, έλεγαν μεταξύ τους ότι αυτός είναι ο Γεώργιος και ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός. Αυτή η ομολογία τους ήταν αρκετή για να διατάξει ο βασιλιάς να αποκεφαλιστοῦν, με όσους πίστεψαν, έξω από την πόλη, πράγμα που έγινε.
Όμως και η γυναίκα του βασιλιά, η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, που είχε παρακολουθήσει τα γεγονότα, είπε προς τον βασιλιά: «Κι εγώ πιστεύω τον Χριστό σαν Θεό, όπως ο Γεώργιος μας είπε». Κι ο Μαγνέντιος της είπε: «Γιατί καταφρονεις τους θεούς για χάρη ενός σταυρωμένου ανθρώπου»; Βέβαια ήταν γνωστό σ’ αυτούς και οι ίδιοι το εφάρμοζαν, να σκοτώνουν δηλαδή, μεταξύ των άλλων, τους κακούργους με σταυρικό θάνατο. Η Αλεξάνδρα του είπε: «Ανώτερα πράγματα μας έδειξε ο Γεώργιος για τον Εσταυρωμένο• οι θεοί σας είναι άξιοι κάθε καταφρονήσεως».
Πολλές συγχρόνως συγκλητικές γυναίκες πίστεψαν, βλέποντας την πνευματική δόξα του Γεωργίου και το θάρρος της βασίλισσάς τους. Τότε ο βασιλιάς διέταξε αμέσως να ρίξουν τον Γεώργιο μέσα σε λάκκο με σβησμένο ασβέστη, ώστε αφού μείνει τρεις μέρες εκεί, να μη βρεθούν ούτε τα οστά του.
Έγινε όπως διέταξε, και οι φύλακες φρουρούσαν τον λάκκο. Πέρασαν τρεις μέρες και ο βασιλιάς διατάζει να πετάξουν ότι απέμεινε από τα οστά του για να μην τα προσκυνουν οι Χριστιανοί. Πλήθος όμως κόσμου περικύκλωσε τον λάκκο περιμένοντας με αγωνία να δουν τι απέγινε ο Γεώργιος. Τον είχαν δει τόσες φορές να νικάει τον θάνατο, που μέσα τους πίστευαν ότι πάλι ζωντανό θα τον δοῦν. Κι έτσι έγινε! Ο Γεώργιος ήταν τελείως υγιής και δοξασμένος, που προκάλεσε τα πλήθη σε ζητοκραυγές, σαν να παρακολουθουσαν πλέον έναν τιτάνιο αγώνα μεταξύ ζωής και θανάτου, Χριστού και δαιμόνων, του Γεωργίου και του βασιλιά ως εκπροσώπων τους.
pemptousia.gr 






Εορτή Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου


Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Η Κυριακή του Θωμά

Η ψηλάφηση του Θωμά. Ψηφιδωτό στην Ιερά Μονή Δαφνίου 

Αργά το απόγευμα της ημέρας της Αναστάσεως οι δέκα μαθητές χωρίς τον Θωμά είναι συγκεντρωμένοι σ’ ένα σπίτι στην Ιερουσαλήμ. Κι ενώ οι καρδιές τους είναι βαθιά πληγωμένες από τα γεγονότα της Παρασκευής και οι θύρες του σπιτιού κλειδαμπαρωμένες, ξαφνικά εμφανίζεται ο αναστημένος Κύριος ανάμεσά τους και τους λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν». κι αμέσως τους δείχνει τα σημάδια των πληγών του, για να πεισθούν ότι είναι ο ίδιος ο Διδάσκαλός τους που αναστήθηκε. Πόσο γρήγορα άλλαξαν όλα, πώς τόσο ξαφνικά η χαρά πλημμύρισε τις καρδιές τους! Και ο Κύριος τους ξαναλέει: «Εἰρήνη ὑμῖν»· όπως με απέστειλε ο Πατέρας μου στον κόσμο για το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι κι εγώ στέλνω εσάς να συνεχίσετε το έργο μου. Και τους μετέδωσε πνοή ουράνιας ζωής εμφυσώντας στο πρόσωπό τους και λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Όσων ανθρώπων τις αμαρτίες θα συγχωρείτε, θα είναι συγχωρημένες από τον Θεό, και όποιων δεν τις συγχωρείτε, θα μένουν ασυγχώρητες.

Σε λίγο ο Κύριος έγινε άφαντος. Η ημέρα όμως εκείνη χαράχθηκε ανεξίτηλα στην καρδιά τους ως η ιερότερη της ζωής τους. Ήταν η ημέρα εκείνη, η μία των Σαββάτων, η Κυριακή της Αναστάσεως. Αυτήν ακριβώς τη σημασία της ημέρας θέλει να τονίσει ο ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνει: «τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων».

Βέβαια οι άγιοι Απόστολοι δεν είχαν καταλάβει αμέσως τη σημασία εκείνης της πρώτης Κυριακής στην ιστορία του Κόσμου. Όμως ο ίδιος ο Κύριος κατέδειξε την ιερή θέση της ευθύς εξαρχής. Αυτός την ευλόγησε με την Ανάστασή του. Αυτός οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε να είναι συναγμένοι την ημέρα εκείνη οι άγιοι Απόστολοι για να τους προσφέρει τα αγαθά της Αναστάσεώς του. Ημέρα Κυριακή πάλι, μετά από οκτώ μέρες, εμφανίζεται στους ένδεκα. Ημέρα Κυριακή κατόπιν αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα στους μαθητές του. Ημέρα Κυριακή αργότερα αποκαλύπτεται στην Πάτμο στον ευαγγελιστή Ιωάννη. Βέβαια ο Αναστάς είναι παρών μέσα στο λαό του κάθε μέρα, ιδιαιτέρως όμως κάθε Κυριακή ζητά από τους πιστούς όλων των αιώνων να είμαστε συναγμένοι για να Τον δούμε με τα μάτια της ψυχής μας και να Τον ψηλαφήσουμε. Κι εκείνος να μας ευλογήσει και να μας μεταδώσει την ειρήνη του. Να εγκαταστήσει μέσα μας ανάπαυση και χαρά. Να μας προσφέρει διά των λειτουργών του τη συγχώρηση των αμαρτιών μας. Θέλει να μας κάνει συνδαιτυμόνες στο δείπνο του. Να μας προσφέρει τα ακριβότερα δώρα του, το Τίμιο Σώμα του και το Άχραντο Αίμα του. Μας περιμένει κάθε Κυριακή να μας δώσει δύναμη νέας ζωής. Ώστε να σκορπιστούμε στα σπίτια μας, να μεταδώσουμε την εμπειρία που ζούμε στο Ναό κάθε Κυριακή. Ώσπου να γίνει όλη η ζωή μας μια Κυριακή αιώνια, αληθινή. Μην απουσιάζουμε λοιπόν καμία Κυριακή από το Ναό του Θεού.

Όχι απομόνωση
Ο Θωμάς δυστυχώς απουσίαζε από τη σύναξη αυτή της Κυριακής. Κι όταν τον είδαν κάποια άλλη στιγμή οι μαθητές και γεμάτοι ενθουσιασμό του είπαν: «τον είδαμε τον Κύριο!», αυτός έλεγε: Εάν δεν Τον δω με τα μάτια μου και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, δεν πρόκειται να πιστεύσω. Οκτώ μέρες μαρτυρικές πέρασε ο Θωμάς. Μέχρι την επόμενη Κυριακή· όταν ήταν και πάλι συναγμένοι οι μαθητές, μαζί τώρα με τον Θωμά. Οι θύρες του σπιτιού και πάλι κλειστές και ξαφνικά ήλθε και πάλι ο Ιησούς ανάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κι έπειτα στράφηκε στον Θωμά και του είπε: Έλα, Θωμά, φέρε το δάχτυλό σου εδώ στα σημάδια των πληγών μου, δες τα χέρια μου, βάλε το χέρι σου στην πλευρά μου, και μην αφήνεις τον εαυτό σου να κυριευθεί από απιστία, αλλά γίνε πιστός. Τότε ο Θωμάς σε μία έκρηξη χαράς αναφώνησε: Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Και ο Κύριος του απαντά: Πιστεύεις επειδή με είδες! Είναι μακάριοι αυτοί που θα πιστεύσουν σε μένα χωρίς να με έχουν δει.

Γιατί όμως ο Θωμάς έδειξε τέτοια δυσπιστία; Πώς δεν θυμήθηκε τις προρρήσεις του Κυρίου για την Ανάστασή του; Πώς δεν θυμήθηκε την ανάσταση του υιού της χήρας της Ναΐν και του Λαζάρου που τις είχε δει με τα μάτια του; Και τώρα γιατί, ενώ οι άλλοι μαθητές τον διαβεβαίωναν, παρέμεινε δύσπιστος;

Ο Θωμάς βέβαια είχε κάποια δυσκολία. Ήταν ένας χαρακτήρας συναισθηματικός, ευαίσθητος και μελαγχολικός. Ο θάνατος του λατρευτού του Κυρίου ασφαλώς τον είχε βυθίσει σε κατάσταση απογοητεύσεως και μελαγχολίας. Εδώ όμως ακριβώς έκανε ένα τραγικό λάθος, απομονώθηκε από τους άλλους μαθητές. Γι’ αυτό και ταλανίστηκε πολύ τόσες μέρες. Οι άλλοι πανηγύριζαν κι αυτός υπέφερε. Δεν ήταν βέβαια άπιστος, αλλά βρισκόταν σε κατάσταση κρίσιμη. Κινδύνευε πολύ.

Και ο Κύριος συγκαταβαίνει στην ολιγοπιστία του Θωμά. Κι έρχεται την ίδια μέρα και ώρα, στον ίδιο τόπο, με τον ίδιο τρόπο, λέγοντας τα ίδια λόγια, για να επαναφέρει το Θωμά στην πίστη. Και με μία τρυφερότητα μοναδική του δείχνει ότι γνωρίζει το δράμα που πέρασε και θέλει να τον οδηγήσει σε πίστη και μετάνοια. Διδάσκει όμως ταυτόχρονα κι αυτόν και όλους μας να μην απομονωνόμαστε ποτέ όταν μας ζώνουν λογισμοί αμφιβολιών και απογοητεύσεων. Διότι έτσι κινδυνεύουμε. Αλλά να προστρέχουμε στο έλεος του Κυρίου, μέσα στην κοινωνία των πιστών, στην αγία μας Εκκλησία, για να λάβουμε πίστη και δύναμη, χαρά κι ελπίδα. Και να αναφωνούμε μαζί με τον Θωμά: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!

www.xfd