Γιορτή σήμερα των δύο μεγάλων και κορυφαίων αποστόλων του Χριστού, του Πέτρου και του Παύλου. Προς αυτούς τους δυο μεγάλους άνδρες της θα αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο της τιμής και της ευγνωμοσύνης για την ανυπολόγιστα μεγάλη συμβολή τους στο έργο της διάδοσης της χριστιανικής πίστης και της εδραίωσης της Εκκλησίας μας. Στις εικόνες τους ζωγραφίζονται οι δύο απόστολοι να κρατούν την Εκκλησία, που συμβολικά εικονίζεται με ένα μικρό βυζαντινό ναό. Γιατί και οι δυο αυτοί απόστολοι υπήρξαν πράγματι οι στύλοι και οι ακρογωνιαίοι λίθοι, επάνω στους οποίους οικοδομήθηκε το ιερό ίδρυμα της Εκκλησίας του Χριστού. Και συνημμένοι και οι δυο σε μια γιορτή, εικονισμένοι σε μία εικόνα, συμβολίζουν την ενότητα της πίστεως, την ενότητα της Εκκλησίας, που απετελέσθη από ετερογενή στοιχεία, την περιτομή -τους Εβραίους- προς τους όποιους εστράφη το ιεραποστολικό έργο του Πέτρου, και τα έθνη-τους ειδωλολάτρες- για τον εκχριστιανισμό των οποίων κοπίασε ο απόστολος των Εθνών, ο Παύλος. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που προκάλεσε τη σύσταση κοινής γιορτής των δυο κορυφαίων, όταν το έτος 258 στις 29 Ιουνίου ο τότε Πάπας μετακόμιζε τα οστά τους στην κατακόμβη του αγίου Σεβαστιανού της Ρώμης. Και ήταν τόσο επιτυχής η συζυγία αυτή, ώστε πολύ γρήγορα η εορτή αυτή έγινε παγκόσμιος, εορταζομένη «εν πάσαις ταις κατά τόπον αγίαις του Θεού εκκλησίαις». Οι άλλες εορτές των αποστόλων και η μνήμη του θανάτου τους επισκιάσθηκαν από τη νέα γιορτή.
Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.
Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες, τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.
Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας ο ευαγγελιστής Ματθαίος τονίζει τη μεγάλη αξία και προσωπικότητα του Αποστόλου Πέτρου. Παρουσιάζει πρώτα το Χριστό να ρωτά τους μαθητές Του για το ποιά είναι η άποψη των ανθρώπων γι’ Αυτόν. Από την απάντηση που του δίνουν φαίνεται καθαρά ότι οι άνθρωποι δεν είχαν καταλάβει και δεν είχαν αναγνωρίσει στο πρόσωπό Του τη Θεότητα. Πίστευαν οι πιο πολλοί ότι ήταν άλλος ένας προφήτης. Η ίδια αμφισβήτηση για το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού βλέπουμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει κατά καιρούς μέχρι τις μέρες μας. Η απόφαση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που τονίζει ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος δεν τους έπεισε. Μετά ο Χριστός κάνει την ερώτηση στους μαθητές Του. « Σεις ποιός λέτε ότι είμαι;» Εκ μέρους όλων, όπως συνήθιζε, λόγω χαρακτήρα και αυθορμητισμού, απάντησε ο απόστολος Πέτρος, ότι ο Χριστός είναι « ο υιός του Θεού του αιωνίου, που έχει ζωήν και δίδει ζωήν».
Απ’ αυτό φαίνεται ότι ο Πέτρος και κατ’ επέκταση το στενό περιβάλλον του Χριστού, αναγνώριζαν τη Θεότητά Του. Συνεχίζει ο Χριστός το λόγο Του προς τον Πέτρο και του αναγνωρίζει την αξία του και την αποστολή του. Δίνει επίσης σ’ αυτόν, στους άλλους αποστόλους και κατ’ επέκταση στους διαδόχους τους επισκόπους, την εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες. Από εδώ καθιερώνεται και το μυστήριο της θείας Εξομολογήσεως.