Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Το καλό δεν φέρνει καλό όταν καλώς δεν γίνεται

Μοναχός Μωυσής ο Αγιορείτης (+)

 Ο ιερός Χρυσόστομος λέει πως στην πνευματική αγωγή η μεγάλη αυστηρότητα, οι συνεχείς επιπλήξεις και οι πολλές παρατηρήσεις και τιμωρίες πονούν, κουράζουν και αποθαρρύνουν. 

Η διάκριση καλείται να σώσει και όχι να επιδεινώσει μια κατάσταση.

Η συγχωρητικότητα, η μετάνοια και η αγάπη υπερβαίνουν την όποια αμαρτία. Ο ευγενικός, χαριτωμένος και ταπεινός τρόπος είναι χρήσιμος πάντοτε. Το καλό δεν φέρνει καλό όταν καλώς δεν γίνεται. 
Τους ανθρώπους θα βοηθήσουμε καλύτερα με την αγαπητική αλήθεια, τη φιλαδελφεία και την καταδεκτικότητα. Κάθε άνθρωπος έχει το κλειδί του, το κλικ του. Να μη στεκόμαστε απέναντι του ως ανακριτές, δικαστές, ψυχαναλυτές και κατήγοροι.
Η μεγάλη αρετή της διακρίσεως πρόκειται για θεοδώρητο και θεοχαρίτωτο χάρισμα. Όσοι το έχουν δεν φλυαρούν, δεν ενθουσιάζονται εύκολα, δεν απογοητεύονται ποτέ. Ο διακριτικός ποιμένας παραδειγματίζει, ειρηνοποιεί, ανέχεται και υπομένει. Σηκώνει όσους πέφτουν, θεραπεύει τους νοσούντες, εμπνέει την αρετή.

Γνωρίζει τι θα πει, πότε θα το πει, γιατί θα το πει, πόσο θα πει, τι δεν θα πει. Προσπαθεί να διεγείρει την κάθε ψυχή, δίχως να θέτει δυσβάστακτα φορτία στους ώμους των αδυνάτων. Βοηθά περισσότερο με το σεμνό του παράδειγμα. 
Μερικοί νομίζουν ότι πρέπει πάντοτε να είναι σοβαροφανείς, αχαμογέλαστοι, εντελώς τυπικοί και σκληρά ψυχροί. Το γλυκό χαμόγελο, το μετρημένο χιούμορ, η ζεστή ματιά, ο ιλαρός λόγος και η ευπροσηγορία βοηθούν πολύ.
Η διάκριση προσφέρει ειρήνη, χαρά, φως. Δεν συμβιβάζεται με υπερβολικούς φανατισμούς, ένοχες σιωπές, φοβικές οπισθοχωρήσεις, δειλές καθυστερήσεις, με το μη βιωμένο παράδειγμα.
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας

Η Μελωδία της ευτυχίας.

Κι αν θέλεις να μάθεις τον τρόπο που λέμε το Γλυκύτατο Όνομα του Χριστού μας, παιδί μου, δεν έχεις παρά να μιμηθείς εκείνον που παίζει κιθάρα:

Εκείνος γέρνει το κεφάλι του στο στήθος του και μετά αρχίζει να χτυπάει τις χορδές της με την πένα του..

Έτσι αναγκάζει την κιθάρα να βγάζει μελωδία, η οποία κάνει τον κιθαρωδό να πηδάει από τη γλυκύτητα της..

Έτσι κάνε και συ, παιδί μου να χαρείς, στην προσευχή σου:

Για κιθάρα έχε την Καρδιά σου,
Για χορδές τις Αισθήσεις σου και
Για πένα τη Διάνοια, που με το Λογιστικό κινεί την Προσευχή προσεκτικά, ικετικά και αγαπητικά σε Εκείνον, που είναι η Μελωδία της Ευτυχίας σου.

Η θεραπεία του θυμού.

Μη τον σου!!!
1. Ποτέ να μη δικαιολογούμε τον θυμό μας, όσο δυσμενείς κι αν είναι οι περιστάσεις. Μη λέμε αβασάνιστα εκείνο το επιπόλαιο και , που είναι ασυγχώρητη δικαιολογία:
“Ο δικός μου θυμός περνά γρήγορα”. Περνά ίσως γρήγορα, αλλά τι αφήνει πίσω του; Είναι πολύ δύσκολο -και συχνά αδύνατο- να επανορθώσουμε ό,τι καταστρέψαμε με το θυμό μας. Μετά τη θύελλα και το χαλάζι ξαναβγαίνει ασφαλώς ο ήλιος, αλλ’ όμως πίσω ολόκληρες εκτάσεις παραμένουν καταστρεμμένες.
Ο Μέγας Αλέξανδρος για λίγο θύμωσε, όμως πάνω σ’ αυτό τον θυμό του φόνευσε τον εκλεκτό φίλο του και στρατηγό του Κλείτο. Και πέρασαν τρεις μέρες που τον θρηνούσε, μάταια όμως διότι το κακό έμεινε ανεπανόρθωτο.
2. Ο θυμός μας, έστω κι αν είναι ολιγοχρόνιος, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε, δεν είναι δείγμα παλληκαριάς και δυναμισμού, αλλά γνώρισμα αδυναμίας και απαιδευσίας και αναίδειας. Ανδρισμός και ηρωισμός και ευγένεια ψυχής και ήθος ψηλό είναι η πραότης, η γλυκύτης, και η ανεξικακία. “κρείσσων ἀνὴρ μακρόθυμος ἰσχυροῦ, ὁ δὲ κρατῶν ὀργῆς κρείσσων καταλαμβανομένου πόλιν” (Παροιμ. ιστ’ 32). Ο άνθρωπος που δε θυμώνει, είναι δυνατότερος από τον ισχυρό και χειροδύναμο, εκείνος δε, που συγκρατεί τον θυμό του και έχει αυτοκυριαρχία, είναι ανώτερος από τον πορθητή, που κυριεύει πόλεις και φρούρια οχυρωμένα.

3. Πρέπει να το εννοήσουμε και να το παραδεχθούμε, ότι ο θυμός δεν αποτελεί φυσιολογική αντίδραση της ψυχής στις δύσκολες περιστάσεις και στην ορθή αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων της ζωής. Με τον θυμό δεν κερδίζουμε, αλλά χάνουμε, δεν οικοδομούμε, αλλά κατεδαφίζουμε. Με το θυμό κάνουμε δυσκολότερη και προβληματική τη ζωή μας. Και στο κακό που τυχόν υπάρχει προσθέτουμε μεγαλύτερο κακό. Οι δυσκολίες της ζωής, που ποτέ δε θα λείψουν και από κανέναν, για να αντιμετωπιστούν σωστά και θεάρεστα, απαιτούν από όλους μας πολλή υπομονή και αξιοπρεπή και ειρηνική αντιμετώπιση. […]
“Εταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με”
1. Η ολοσχερής θεραπεία του πάθους του θυμού μόνο τότε θα ευοδωθεί και η ψυχή θα ελευθερωθεί από τα βαριά δεσμά της, εάν το κακό χτυπηθεί στη ρίζα του, που είναι ο επάρατος εγωισμός μας. Η ρήσις του Ψαλμωδού “ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με” (Ψ. 114, 6) έχει και εδώ απόλυτα την εφαρμογή της. Όπως το δέντρο, όταν κοπούν οι ρίζες του, αυτομάτως ξεραίνεται, έτσι και ο θυμός ξεραίνεται, όταν κοπεί η ρίζα του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός και αποτελεί κανόνα, ότι οι ταπεινόφρονες ποτέ δε θυμώνουν. Και στη δική μας ψυχή, όταν νεκρωθεί ο πολυκέφαλος εγωισμός και αποκτήσουμε αληθινή ταπείνωση, ουδέποτε θα οργιζόμαστε και θα θυμώνουμε, αλλά παντού και πάντοτε θα διατηρούμαστε πράοι και ειρηνικοί, απαθείς και ατάραχοι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την προτροπή του Κυρίου: “Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πραΰς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ“.
2. Ας ακούσουμε και εις το σημείο αυτό την Πατερική σοφία και εμπειρία:
–Μακάριος είναι, αδελφοί μου, λέγει ο αββάς Δωρόθεος, εκείνος που έχει ταπείνωση. Γιατί η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή. Πετυχημένα δε ο άγιος εκείνος χαρακτήρισε αυτόν που έχει αληθινή ταπείνωση λέγοντας: “Η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανέναν”. Και αυτό μοιάζει σαν παράξενο πράγμα. Γιατί η ταπείνωση αντιτίθεται μόνο στην κενοδοξία και απ’ αυτή μόνο φαίνεται ότι προστατεύει τον άνθρωπο. Οργίζεται όμως κανείς και για χρήματα και για φαγητά.
Πώς λοιπόν λέει ότι η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανέναν; Η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή, όπως είπαμε, και έχει τη δύναμη να ελκύει τη χάρη του Θεού στην ψυχή.. Λοιπόν, όταν έρθει η ίδια η χάρη του Θεού, σκεπάζει την ψυχή από τ’ άλλα δύο αυτά βαριά πάθη… Πραγματικά αν δεν σκεπαστεί αυτός γρήγορα με την ταπείνωση, σιγά σιγά καταντάει σε δαιμονική κατάσταση ταράζοντας τον εαυτό του και τους άλλους… Μόλις φανεί το φως, υποχωρεί το σκότος. Ομοίως μόλις “μυρίσει” η ταπείνωση, εξαφανίζεται κάθε πικρία και θυμός”.
3. Ο άγιος Γρηγόριος, με φιλοσοφικό τρόπο εκφράζει αυτή την αλήθεια:
“Ο ταπεινός ανέχεται να νικάται” (ΕΠΕ, 9, 329). Δηλαδή, ανέχεται τους άλλους, δεν συγκρούεται μαζί τους, ξέρει να υποχωρεί. Αυτό όμως κατ’ ευφημισμόν λέγεται ήττα, ενώ αποτελεί μεγάλη και θεάρεστη νίκη.
Με τον ίδιο φιλοσοφημένο και επιγραμματικό τρόπο εκφράζονται και άλλοι Πατέρες:
–”Εν τοις λογισμοίς τοις ταπεινοίς κοιμίζομεν τον θυμόν” (Χρυσόστομος).
–”Την ταπεινοφροσύνην ακολουθεί η καλοσύνη… η ακινησία του θυμού… και η υπομονή των πειρασμών” (Ισαάκ ο Σύρος).
–Ο Μέγας Αντώνιος μιλάει γενικότερα για τους πειρασμούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνει το πάθος του θυμού: “Είδα όλες τις παγίδες του πονηρού απλωμένες πάνω στη γη και στενάζοντας είπα: Ποιος μπορεί τάχα να τις προσπεράσει; Και μια φωνή μου αποκρίθηκε: Η ταπεινοφροσύνη“.
4. Και επειδή αυτή είναι η πραγματικότητα, γι’ αυτό και συμβουλεύει ο Μ. Βασίλειος: “Προκοπή της ψυχής είναι προκοπή εις την ταπείνωση… Γνώση θεοσεβείας σημαίνει γνώση ταπεινώσεως και πραότητος. Η ταπείνωση είναι μίμηση του Χριστού, η έπαρση δε και η θρασύτητα και η αναίδεια (και ο θυμός) είναι μίμηση του διαβόλου. Γίνε μιμητής Χριστού, και μη του αντιχρίστου…“.
“Η πραότητα (που αποτελεί τη σκιά της ταπεινώσεως) διαφυλάσσει το θυμό ατάραχο” λέγει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής. Δηλαδή κρατεί τα ηνία του θυμού και τον διοχετεύει δημιουργικά.
5. Όμως το θέμα της ταπεινώσεως, που αναφέραμε ως αποτελεσματικό φάρμακο του θυμού, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την κατάσταση της μετάνοιας. Δεν μπορεί ο αμαρτωλός άνθρωπος χωρίς μετάνοια να προσεγγίσει την ταπείνωση. Η μετάνοια και η ταπείνωση συμπορεύονται και σχεδόν συνταυτίζονται. Ας θυμηθούμε την κλασική φράση του Ψαλμού της μετανοίας: “πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει” (Ψ. ν’ 19).
Δηλαδή, όταν μετανοήσει κανείς όλες οι κακίες, τα πάθη και ο θυμός θεραπεύονται.
6. “Ποιος, λοιπόν που πενθεί καθημερινά θα συνεχίσει να ζει οργισμένος και δε θα γίνει πράος;” ρωτά ο άγιος Συμεών ο Νέος θεολόγος. Και δίνει την απάντηση. “Διότι όπως ακριβώς η φλόγα της φωτιάς σβήνει από το νερό, έτσι και ο θυμός της ψυχής σβήνει από το πένθος και τα δάκρυα της μετάνοιας και σε μεγάλο βαθμό, ώστε αν περάσει κανείς πολύ χρόνο σ’ αυτή την κατάσταση, να μετατεθεί το θυμικό της ψυχής και να περιέλθει σε ακινησία” (ΕΠΕ 19Δ, 443).
7. Επομένως, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας, δηλαδή η μετάνοια, αποτελεί ισχυρό χαλινάρι κατά του θυμού και της οργής. Όταν βαθειά συναισθάνομαι και αναγνωρίζω ότι είμαι αμαρτωλός και ένοχος και φταίχτης σε πολλά, όταν “τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διὰ παντὸς” (Ψ. ν’ 5), ασφαλώς αυτή η συντριβή και η συναίσθηση, που είναι εκδήλωση ταπεινώσεως, θα με συγκρατεί από το θυμό και θα με βοηθήσει να είμαι συμπαθής και επιεικής στα λάθη και τα σφάλματα, στις παραλείψεις και τις αφορμές των άλλων και δε θα θυμώσω.
“Εκείνος που μετανοεί, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν πρέπει να οργίζεται, ούτε να θυμώνει και να αγριεύει, αλλά να συντρίβεται εσωτερικά, εφ’ όσον είναι ένοχος, δεν έχει παρρησία, είναι καταδικασμένος, μπορεί να σωθεί μόνο κατά χάριν, φάνηκε αγνώμονας στον ευεργέτη του, και αχάριστος και ανάξιος και είναι άξιος για πολλές τιμωρίες.
Αν σκέπτεται αυτά, δε θα αγανακτήσει, αλλά θα πενθήσει, θα κλάψει, θα στενάξει και οδύρεται νύχτα και μέρα. Εκείνος που μετανοεί δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσει την αμαρτία του, αλλά να παρακαλεί τον Θεό να την ξεχάσει, ο ίδιος όμως δεν πρέπει ποτέ να τη λησμονεί” (ΕΠΕ 25, 316).
Και υπενθυμίζει ο ιερός Πατήρ το παράδειγμα του Τελώνου, που δεν οργίσθηκε για την απρεπή συμπεριφορά του Φαρισαίου, ακριβώς διότι βρισκόταν σε κατάσταση μετανοίας. Και της αμαρτωλής εκείνης γυναίκας, που δεν πειράχθηκε, ούτε θύμωσε για την περιφρόνηση του Σίμωνος του Φαρισαίου, διότι ακριβώς ωδύρετο για τις αμαρτίες της.
8. Όλα αυτά κάνουν τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος να αποφαίνεται: “Σε όσους μετανοούν τίποτα δεν είναι πιο αταίριαστο από την ταραχή του θυμού. Διότι η μετάνοια και η επιστροφή χρειάζονται πολλή ταπείνωση, ενώ ο θυμός δείχνει άνθρωπο γεμάτο από υπερηφάνεια“.

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Ιερά Πανήγυρις Αγίου Λουκά του Ιατρού στο Παρεκκλήσιον του Ναού μας(10-11 Ιουνίου)

Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.

Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.

Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.

Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.

Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.

Σ' αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα - καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.

Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.

Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.

Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.

Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο - γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.

Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.

Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.

Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.

Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.

Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.

Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.

Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.

Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.

Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.

Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.

Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».

Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».

Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.

Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.

Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται...Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».

Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.

Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος - γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι' αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».

Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.


Ἀπολυτίκιον
Νέον ἅγιον τοῦ Παρακλήτου, σέ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ Χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καί θλίψεων Νόσους μέν ὡς ἰατρός ἐθεράπευσας, καί τάς ψυχάς ὡς ποιμήν καθοδήγησας πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καί μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Ιατρόν και ποιμένα, Λουκά τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Αρχιερέα λαμπρόν, τον βαστάσαντα Χριστού τα θεία στίγματα, τας εξορίας, τα δεινά, εγκλεισμούς εν φυλακαίς, τας θλίψεις και τα ονείδη, τον επ εσχάτων φανέντα, εν Ρωσία νέον Αγιον.

Κοντάκιον
Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτί βαθεῖα, διωγμοῦ, μακάριε, διό καί θάλπος νοητόν, τό ἐκ Θεοῦ σύ ἐξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω.
Συμφερουπόλεως Λουκάν τόν αρχιποίμενα, και ιατρόν τον επιστήμονα τον άριστον, οι φιλάγιοι υμνήσωμεν εγκαρδίως, εν Ρωσία γαρ βιώσας ώσπερ άγγελος, ωμολόγησε Χριστού το θείον όνομα. Διο κράζομεν, χαίροις πάτερ αοίδιμε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις της Ρωσίας νέος βλαστός, και των θεραπευομένων ο προστάτης και βοηθός, χαίροις Εκκλησίας Χριστού ο Ιεράρχης, Λουκά ποιμήν θεόφρον, αξιοτίμητε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐπισκόπων ὁ κοινωνός, τῆς Ρωσίας πάσης, ὁ θεόσοφος ἰατρός, χαίροις τῆς Κριμαίας, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, Λουκᾶ τῶν Ορθοδόξων ὁ νέος Ἅγιος.

Ο Κατανυκτικός Εσπερινός τελέστηκε απο τον Πρωτοσύγκελο της Ιεράς Μητροπόλεως Νικαίας Αρχιμ. Χρυσόστομο Παναγόπουλο.